Μπάιντεν και Τραμπ είναι αμφότεροι βαθιά αντιδημοφιλείς, καθώς οι ψηφοφόροι, σε συντριπτικό ποσοστό, δηλώνουν πως το έθνος βαδίζει σε λάθος δρόμο…
Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ
Οι κρίσεις, οι συγκρούσεις και οι πόλεμοι που μαίνονται αυτή τη στιγμή στον πλανήτη υπογραμμίζουν πόσο βαθιά έχει αλλάξει το γεωπολιτικό τοπίο τα τελευταία χρόνια, καθώς οι ανταγωνισμοί μεγάλων δυνάμεων έχουν ενταθεί, επιδεινώνοντας τις παγκόσμιες διαιρέσεις και δημιουργώντας μια ακόμη πιο βαθιά γεωπολιτική αναδιάρθρωση – συμπεριλαμβανομένης μιας στροφής σε μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Οι μήνες που μεσολαβούν μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2024 στην Αμερική είναι εξαιρετικά κρίσιμοι για το μέλλον της ίδιας της Αμερικής αλλά και της Δύσης ευρύτερα.
Δύο «τραγικές» επιλογές
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η Αμερική οδηγείται στο να βρεθεί μεταξύ δύο τραγικών επιλογών όσον αφορά τον επόμενο ένοικο του Λευκού Οίκου και de jure ηγέτη της Δύσης. Του νυν προέδρου, με τα γνωστά και διακριτά από το σύνολο του πλανήτη προβλήματα, Τζο Μπάιντεν, και του τέως προέδρου, με τα άπειρα νομικά προβλήματα αλλά και χαρακτήρος Ντόναλντ Τραμπ.
Στο ασταθές σημερινό διεθνές περιβάλλον εκφράζονται αμφιβολίες αν αυτοί οι δύο συγκεκριμένοι διεκδικητές του Λευκού Οίκου έχουν την απαραίτητη στιβαρότητα για να ηγηθούν της χώρας τους και του κόσμου.
Από εκείνη την ιστορική ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για το όνειρό του για μια Αμερική χωρίς φυλετικές διακρίσεις, με περισσότερες ελευθερίες και περισσότερες θέσεις εργασίας, έξι δεκαετίες αργότερα η Αμερική ετοιμάζεται να προσέλθει στις κάλπες, ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2024, έχοντας σημειώσει πρόοδο στα ζητήματα των φυλετικών διακρίσεων και των ατομικών ελευθεριών. Η εργασία όμως και η οικονομία, θέματα που πρωτίστως απασχολούν σήμερα τους Αμερικανούς, είναι αυτές που θα κρίνουν τις επερχόμενες εκλογές, το αποτέλεσμα των οποίων θα έχει, ασφαλώς, διεθνή αντίκτυπο.
Tο έθνος βαδίζει σε λάθος δρόμο
Σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1960, δεν υπάρχουν σήμερα στην Αμερική πολιτικές φυσιογνωμίες που να εμπνέουν και κυρίως να ενώνουν τους Αμερικανούς: οι Δημοκρατικοί αρθρώνουν το πολιτικό τους σχέδιο γύρω από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος, σε ηλικία 80 ετών, διεκδικεί δεύτερη θητεία, αντιμέτωπος με το φάσμα του πληθωρισμού, την όξυνση του μεταναστευτικού, την αύξηση της εγκληματικότητας. Αδυνατώντας όμως να πείσει λόγω της προχωρημένης ηλικίας του και της αμφισβήτησης ως προς την ικανότητά του να διαχειριστεί τα προβλήματα της χώρας.
Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν έχει αναδείξει έναν νεότερο σε ηλικία και ικανό πολιτικό που να προσελκύσει νεότερους, κεντρώους αλλά και συντηρητικούς ψηφοφόρους, οι οποίοι δυσκολεύονται να ψηφίσουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα σε περίπτωση που ο Τραμπ, αντιμέτωπος με τέσσερις ποινικές διώξεις, κατορθώσει να διεκδικήσει εκ νέου το αξίωμα.
Η Αμερική και ο κόσμος έχουν ανάγκη από στιβαρή πολιτική ηγεσία, η οποία αφενός δεν θα υποκύπτει στον λαϊκισμό, στον διχαστικό λόγο και στον απομονωτισμό, όπως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υπό τον Τραμπ, και αφετέρου θα καταβάλλει περισσότερες προσπάθειες απ’ ό,τι οι Δημοκρατικοί, υπό την ηγεσία του Μπάιντεν, για να τονώσει την αμερικανική οικονομία και να συμβάλει στη διευθέτηση διεθνών κρίσεων. Ποιος θα μπορέσει να συνδυάσει αυτά τα δύο πράγματα;
Μπάιντεν και Τραμπ είναι αμφότεροι βαθιά αντιδημοφιλείς, καθώς οι ψηφοφόροι, σε συντριπτικό ποσοστό, δηλώνουν πως το έθνος βαδίζει σε λάθος δρόμο.
Ήρθε η ώρα για ανησυχία; Αυτό είναι το ερώτημα που συνθέτει την εικόνα από αριθμό αμερικανικών δημοσκοπήσεων, διαπιστώνοντας ότι ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται μπροστά από τον νυν πρόεδρο σε «μονομαχία» για τον Λευκό Οίκο. Την ίδια ώρα, ωστόσο, και οι δύο διεκδικητές εμφανίζονται να έχουν τη χαμηλότερη δημοτικότητα υποψηφίων σε σύγκριση με το ξεκίνημα των παλιότερων εκστρατειών για την προεδρία.
Οι άλλες «επιλογές»
Προ αυτής της πραγματικότητας είναι πολλοί οι Δημοκρατικοί που με κάθε τρόπο πιέζουν τη Μισέλ Ομπάμα να διαδεχθεί τον Τζο Μπάιντεν στην αρχηγία του κόμματος και να διεκδικήσει εκείνη την προεδρία, αφού θεωρούν πως ο Τζο Μπάιντεν είναι σαφές ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον Ντόναλντ Τραμπ με επιτυχία.
Συγκεκριμένα, ο Ντέιβιντ Άξελροντ, που ήταν επικεφαλής στρατηγικής στις νικηφόρες εκστρατείες του Ομπάμα το 2008 και το 2012, είπε ότι ο Τραμπ είναι ένας «επικίνδυνος, ανένδοτος δημαγωγός, του οποίου η θρασύδειλη περιφρόνηση για τους κανόνες, τους νόμους και τους θεσμούς ή τη δημοκρατία είναι απαράδεκτη». Τα διακυβεύματα εδώ είναι πολύ δραματικά για να τα αγνοήσουμε. Προ αυτής της πραγματικότητας, η Μισέλ Ομπάμα είναι το κατάλληλο άτομο για τη διαδοχή του Μπάιντεν, προς το συμφέρον της χώρας, όχι μόνο γιατί είναι σύζυγος του Ομπάμα, αλλά και γιατί δεν έχει τόσα ελαττώματα όσα η Κάμαλα Χάρις, που θα αποτελούσε εύκολο στόχο κριτικής από τους αντιπάλους της.
Η αποκαθήλωση του «πουλέν» των Δημοκρατικών, της Κάμαλα Χάρις, δεν είναι κάτι που προκαλεί έκπληξη. Όταν η Κάμαλα Χάρις έφτασε στην Ουάσιγκτον το 2017 για να υπηρετήσει ως γερουσιαστής από την Καλιφόρνια, είχε όλες τις προοπτικές ώστε να γίνει το μελλοντικό «πρόσωπο» του κόμματος. Ανάμεσα σε λευκούς Αμερικανούς άνδρες, ήταν μια μαύρη γυναίκα πρώτης γενιάς με καταγωγή από τη νότια Ασία. Όμως, έπειτα από μια απογοητευτική καμπάνια το 2020, άρχισε σταδιακά να χάνει τη δημόσια αίγλη της. Πρόσφατη δημοσκόπηση του NBC έδειξε πως το 49% των ψηφοφόρων έχει αρνητική άποψη για τη Χάρις – το χειρότερο ποσοστό για αντιπρόεδρο από το 1989, χρεώνοντάς της την παράνομη εισαγωγή στη χώρα του φονικού ναρκωτικού φαιντανύλη και την αποτυχία της να περιορίσει τις διελεύσεις μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την άλλη, ο Τζο Μπάιντεν δεν φαίνεται -επί του παρόντος- να κάνει πίσω για τη διεκδίκηση μιας δεύτερης θητείας δηλώνοντας κατηγορηματικά πως «πολλοί άνθρωποι φαίνεται να επικεντρώνονται στην ηλικία μου. Το κατανοώ. Πιστέψτε με, το ξέρω καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον».
Ο έτερος υποψήφιος των Δημοκρατικών με το «βαρύ» οικογενειακό όνομα, Ρόμπερτ Φ. Κένεντι, ανιψιός του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Τζον Φ. Κένεντι, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1963, και γιος του πρώην γερουσιαστή Ρόμπερτ Φ. Κένεντι, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1968 στη διάρκεια των προκριματικών εκλογών, δήλωσε πως θα κατέβει ως ανεξάρτητος υποψήφιος για την προεδρία, εγκαταλείποντας τους Δημοκρατικούς και επιθυμώντας εμφανιστεί ως υποψήφιος που μπορεί να ενώσει τους Αμερικανούς και να εκπροσωπήσει ψηφοφόρους που έχουν κουραστεί με τις κομματικές αντιπαραθέσεις.
Ποιος θα σταθεί απέναντι στον Τραμπ;
Στο αντίπαλο στρατόπεδο τα πράγματα είναι εξίσου πολύπλοκα. Ο μέχρι χθες κυριότερος αντίπαλος του Τραμπ, πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, έχει αποσυρθεί από τη διεκδίκηση του χρίσματος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2024, αφήνοντας χώρο για τον κυβερνήτη της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις, που θεωρείται από κάποιους συντηρητικούς η εναλλακτική του κόμματος.
Όμως όσο πλησιάζουμε στην κρίσιμη εκλογή υποψηφίου η δημοτικότητά του μειώνεται, έχοντας ενοχλήσει για τις σοκαριστικές απόψεις του για την άμβλωση, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων ή τη μετανάστευση.
Για πρώτη φορά, όμως, παρουσιάζεται στην πλευρά των Ρεπουμπλικανών ένα πρόσωπο το οποίο δείχνει να έχει όλο το πακέτο που θα μπορούσε να αποτελέσει σανίδα σωτηρίας για την Αμερική και τη Δύση. Πρόκειται για την υποψήφια για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, πρώην πρέσβη στα Ηνωμένα Έθνη, επί προεδρίας Τραμπ, Νίκι Χέιλι.
Τον Φεβρουάριο, όταν η Χέιλι ανακοίνωσε την εκστρατεία της για την προεδρία, λίγοι ήταν αυτοί που έδωσαν σημασία. Εννέα μήνες αργότερα, μετά από τρία debate, ανάμεσα στους διεκδικητές του χρίσματος των Ρεπουμπλικανών, πλην του Τραμπ, που αρνείται να συμμετάσχει, και ειδικά μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου στο Ισραήλ, και με δεδομένο ότι η Αμερική και η Δύση ευρύτερα στρέφουν την προσοχή τους στις παγκόσμιες υποθέσεις, ο «άνεμος» στρέφεται στην πλευρά της Χέιλι ως της μόνης υποψήφιας στην κούρσα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος που μπορεί να διατυπώσει ένα επιθετικό όραμα παρόμοιο με αυτό του Ρόναλντ Ρέιγκαν για την παγκόσμια αμερικανική ηγεσία.
Ένας άλλος υποψήφιος, ο μοναδικός Αφροαμερικανός Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Τιμ Σκοτ, διεπίστωσε νωρίς πως δεν έχει μεγάλη απήχηση πέραν της πολιτείας του (Νότια Καρολίνα) ώστε να επικρατήσει των φαβορί και αποσύρθηκε και αυτός από την κούρσα.
Επί του παρόντος όλα δείχνουν πως ο Ντόναλντ Τραμπ παραμένει το «φαβορί» για το χρίσμα έχοντας στην πλάτη μια κρίσιμη δίκη που θα ξεκινήσει στις 4 Μαρτίου 2024, μόλις οκτώ μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές, που θα διεξαχθούν την Τρίτη 5 Νοεμβρίου.
Η ποινική αυτή δίωξη για την υπονόμευση των ομοσπονδιακών εκλογών είναι μία από τις τέσσερις ποινικές υποθέσεις που τρέχουν εναντίον του τέως προέδρου, κατηγορίες ότι διατηρούσε παράνομα διαβαθμισμένα έγγραφα στο Παλμ Μπιτς, στη Φλόριντα, στην ιδιοκτησία του, Mar-a-Lago, και αρνήθηκε να τα επιστρέψει, για πλαστογράφηση επαγγελματικών αρχείων σε σχέση με την πληρωμή χρημάτων με στόχο να δωροδοκήσει μια ηθοποιό ταινιών πορνό, και για συνωμοσία και εκβιασμό με σκοπό την ακύρωση των εκλογών στην Τζόρτζια το 2020.
Παρ’ όλα αυτά μπορεί να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές. Ένας λόγος για τον οποίο μπορεί να το κάνει αυτό είναι ότι σχεδόν το 70% των ανθρώπων που αυτοπροσδιορίζονται ως Ρεπουμπλικανοί λένε ότι πιστεύουν τα ψέματά του. Αυτό είναι σοκαριστικό, αν και, δυστυχώς, δεν αποτελεί και τόσο έκπληξη.
«Ξινή διάθεση»
Και αυτό συμβαίνει γιατί μια εκστρατεία επανεκλογής είναι επί της αρχής ένα δημοψήφισμα για τη θητεία του απερχόμενου. Και παρά τα επιτεύγματά του, ο Μπάιντεν προεδρεύει σε μια πολύ δύσκολη εποχή, με τον πληθωρισμό να ροκανίζει τους μισθούς των πολιτών.
Η χώρα βρίσκεται σε μια «ξινή διάθεση» μετά την πανδημία. Οι άνθρωποι ανησυχούν για την εγκληματικότητα, τους άστεγους και την αύξηση των μεταναστών στα νότια σύνορα. Αντιμετωπίζουν ακόμη τις συνέπειες της COVID-19 στα παιδιά τους και μια ευρύτερη κρίση ψυχικής υγείας, την αύξηση της χρήσης οπιοειδών και δύο πολέμους στους οποίους οι ΗΠΑ διαδραματίζουν ρόλο συμπρωταγωνιστή. Έτσι ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος θεωρεί ότι η χώρα κινείται στη λάθος κατεύθυνση. Αυτό σημαίνει, παραδοσιακά, μια ευκαιρία στο κόμμα που είναι εκτός εξουσίας.
Για πολλούς ψηφοφόρους η εναλλακτική το 2024 είναι η ανατροπή του σημερινού στάτους κβο, το οποίο δεν μπορούν να καταπιούν με τίποτα. Και σε αυτό βοηθάει ασφαλώς ότι ο Μπάιντεν μοιάζει ασταθής κι εύθραυστος. Αυτό τον καθιστά ευάλωτο στην αγαπημένη κατηγορία των Ρεπουμπλικανών κατά των Δημοκρατικών: την αδυναμία.
Όπως δημοσιεύθηκε στην “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ” που κυκλοφορεί