Να γίνει δεκτό το αίτημά του για χορήγηση νέας άδειας ζητά ο πολυισοβίτης της «17Ν», Δημήτρης Κουφοντίνας, και απαντώντας στις αιτιάσεις περί «μη μεταμέλειας του», τονίζει ότι «η ελευθερία των πεποιθήσεων και των στοχασμών προστατεύεται από το Σύνταγμα και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ».
Με πολυσέλιδο υπόμνημα που κατέθεσε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστικού Συμβουλίου, διά της δικηγόρου του Ιωάννας Κούτροβικ, ο κρατούμενος ο οποίος βρίσκεται σε απεργία πείνας από τις 2 Μαΐου, υποστηρίζει ότι στην περίπτωσή του πληρούνται όλες οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, που ορίζει ο νόμος.
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, που κρατείται στις αγροτικές φυλακές Βόλου από τον περασμένο Αύγουστο και έχει καταδικαστεί σε 11 φορές ισόβια για τη δράση της οργάνωσης «17 Νοέμβρη», επικαλείται, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι κάθε φορά που του χορηγήθηκε άδεια, με απόφαση του Συμβουλίου των Φυλακών, ο ίδιος έκανε ορθή χρήση αυτής. Άλλωστε, όπως αναφέρει:
«Η ελευθερία των πεποιθήσεων και των στοχασμών προστατεύεται από το Σύνταγμα και τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, τόσο ως προς το δικαίωμα της εξωτερίκευσης όσο και ως προς το δικαίωμα της μη εξωτερίκευσης που και τα δυο εναπόκεινται στην βούληση του ατόμου και προστατεύονται ως τέτοια. Δεν βρίσκει επομένως έρεισμα στο νόμο η διερεύνηση στοιχείων φρονηματικού χαρακτήρα από τα αρμόδια όργανα χορήγησης Αδειών, διότι από καμία διάταξη του νόμου δεν προκύπτει ότι δικαιούται το Συμβούλιο να κρίνει τις πεποιθήσεις του κρατούμενου».
Ο Δ. Κουφοντίνας, μέσω της συνηγόρου του, επισημαίνει ακόμη ότι μετά τη μεταγωγή του από τις φυλακές του Κορυδαλλού στις φυλακές του Βόλου, «τρεις φορές, τρεις διαφορετικοί εισαγγελικοί λειτουργοί έκριναν, ότι συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας. Κατά την διάρκεια όλων των προηγούμενων αδειών που του χορηγήθηκαν, τηρηθήκαν ανελλιπώς όλοι οι όροι που τέθηκαν και καμία αντίθετη άποψη δεν διατυπώθηκε από την πλευρά των αρμοδίων για την χορήγηση οργάνων, καθώς ο Δ. Κουφοντινας επέδειξε τον οφειλόμενο σεβασμό στην άσκηση του δικαιώματος που του αναγνωρίστηκε».
Σημειώνεται δε, στο ίδιο υπόμνημα, ότι «ο προσφεύγων μειοψηφήσας εισαγγελικός λειτουργός είχε συναινέσει σε προηγούμενο στάδιο σε αντίστοιχο αίτημα του κρατουμένου, ο οποίος έλαβε ως εξ αυτού την αιτηθείσα άδεια και καμία αμφισβήτηση δεν υπήρξε και δεν υπάρχει για την κατά τους όρους που τέθηκαν χρήση της άδειας εκείνης (και κάθε άλλης προηγούμενης άλλωστε)».
Σε άλλο σημείο επικαλείται πως «ο νόμος δεν εξαρτά παντάπασι την χορήγηση της άδειας από το είδος των ποινικών κατηγοριών για τις οποίες καταδικάστηκε ο κρατούμενος, ενώ η βαρύτητα της υπόθεσης λαμβάνεται υπόψη στο νόμο με την διάταξη που ορίζει τα ελάχιστα όρια πραγματικής έκτισης ποινής για την θεμελίωση του δικαιώματος στην άδεια».
Εξάλλου, συνεχίζει «σε κάθε περίπτωση, οι πράξεις αξιολογήθηκαν ποινικά από το Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση. Η ποινική αξίωση της Πολιτείας εκφράστηκε και επιβλήθηκε με την απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου και στην εκτέλεσή της εξαντλείται. Το Συμβούλιο της Φυλακής καλείται να την εκτελέσει κατά την έννοια και τις διατάξεις του νόμου και μέσα στα πλαίσια που του ορίζει ο Δικαστής, δεν δύναται όμως να την επαναξιολογήσει ούτε να την κρίνει ούτε να την επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο, καθώς αυτό το δικαίωμα ανήκει κυριαρχικά στην Δικαιοσύνη, η οποία και αποφάνθηκε».
Σύμφωνα με τον Κουφοντίνα, «ο κρατούμενος έχει το δικαίωμα να έχει τις πολιτικές, ιστορικές και ιδεολογικές του απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες, όπως τις έχει εκφράσει και κατά τα Συμβούλια, πιστεύει ότι μπορεί να υπάρχει μια άλλη καλλίτερη και δικαιότερη κοινωνία, αλλά η πορεία προς αυτήν είναι θέμα της ιστορίας και αυτό δεν έχει στοιχεία αντικοινωνικότητας».
Το πλήρες κείμενο του υπομνήματος την κ. Κούρτοβικ έχει ως εξής:
«Προς το Δικαστικό Συμβούλιο του Πρωτοδικείου Βόλου
Συνεδριάζοντος ως Δικαστηρίου Εκτελέσεως ποινών
Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α
Του Δημήτρη Κουφοντίνα, κρατούμενου στο ΕΕΚΝ Κασσαβέτειας
Δια της συνηγόρου του, Ιωάννας Κούρτοβικ (α.μ. ΔΣΑ 6687) κατοίκου Αθηνών, Στουρνάρη 9.
Επί της προσφυγής που κατέθεσε ο Εισαγγελέας Βόλου κ. Κωνσταντίνου κατά της κατά πλειοψηφία θετικής απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΕΚΝ Κασσαβέτειας περί χορήγησης τακτικής άδειας στον κρατούμενο Δημήτρη Κουφοντίνα, επαγόμαστε τα ακόλουθα.
Η αίτηση του κρατουμένου για χορήγηση άδειας ήρθε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, μετά την χορήγηση έξι συνεχόμενων τακτικών αδειών εξόδου, των τριών πρώτων από το αντίστοιχο Συμβούλιο του ΚΚ. Κορυδαλλού και των τριών επόμενων από το Π. Σ. της Κασσαβέτειας και την κατά σειρά απόρριψη της έβδομης αίτησης αυτού, από το Δικαστικό Συμβούλιο Βόλου, μετά την μειοψηφία του Εισαγγελέα, κ. Καραγιάννη.
Κατά την διατύπωση της μειοψηφούσας γνώμης του, ο Εισαγγελέας κ. Κωνσταντίνου επικαλέσθηκε δηλώσεις του κρατούμενου που περιλαμβάνονται σε συνεντεύξεις του και ιδίως δήλωση με την οποία σηματοδότησε την έναρξη της απεργίας πείνας στην οποία προσέφυγε ένα χρόνο νωρίτερα, (πριν την χορήγηση της τρίτης κατά σειρά άδειας), μιλώντας για «το κόκκινο νήμα των αγώνων», που για τον κρατούμενο ήταν η καταφυγή στην απεργία πείνας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την άσκηση πιέσεων σε βάρος των εισαγγελέων που είχαν συναινέσει στην χορήγηση της άδειας σε προηγούμενα στάδια.
Με βάση αυτήν του την δήλωση ο μειοψηφήσας εισαγγελικός λειτουργός έκρινε ότι υφίσταται κίνδυνος φυγής και διάπραξης άλλων εγκλημάτων από την χορήγηση της άδειας, τα οποία δεν προσδιορίζονται στην μειοψηφούσα γνώμη της σχετικής απόφασης του Π.Σ. της Κασσαβέτειας.
Σημειώνεται ότι ο προσφεύγων μειοψηφήσας εισαγγελικός λειτουργός είχε συναινέσει σε προηγούμενο στάδιο σε αντίστοιχο αίτημα του κρατουμένου, ο οποίος έλαβε ως εξ αυτού την αιτηθείσα άδεια και καμία αμφισβήτηση δεν υπήρξε και δεν υπάρχει για την κατά τους όρους που τέθηκαν χρήση της άδειας εκείνης (και κάθε άλλης προηγούμενης άλλωστε).
Επί της κατατεθείσας προσφυγής επαγόμαστε τα ακόλουθα:
Ιστορικό
Ανατρέχοντας στο ιστορικό της υπόθεσης, (που υπάρχει ήδη στον σχετικό του φάκελο) διαπιστώνονται τα ακόλουθα.
Ο Δ.Κ. έχει μέχρι σήμερα υποβάλει αίτηση για άδεια 14 φορές. Οι πρώτες 6 αιτήσεις του απορρίφθηκαν από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Κ.Κ. Κορυδαλλού με διάφορα σκεπτικά, που κατέληγαν στην μη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων, και τούτο συνήθως με αναφορές είτε στο ζήτημα των ιδεολογικών του θέσεων, είτε στην εκτίμηση περί μη δήλωσης μετάνοιας , και παλαιότερα και στο ζήτημα του κίνδυνου διαφυγής, το οποίο όμως έχει προ πολλού πάψει να απασχολεί, καθώς είναι πλέον ή βέβαιο ότι δεν συντρέχει ουδόλως τέτοιος κίνδυνος για τον συγκεκριμένο κρατούμενο.
Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε από την μέχρι σήμερα στάση και συμπεριφορά του Δ.Κ. δεν συντρέχει και οποιοσδήποτε άλλος κίνδυνος από την άσκηση του δικαιώματος στην άδεια και την έξοδό του από τις φυλακές.
Τον Νοέμβριο του 2017, το αίτημα για άδεια του Δ.Κ. έγινε δεκτό από το Π.Σ. του Κ.Κ. Κορυδαλλού, με θετική ψήφο, τόσο των Διευθυντή και Κοιν. Λειτουργού, όσο και του Εισαγγελικού Λειτουργού, που ήταν ο Εισαγγελέας Εφετών Πειραιά, κ. Δημήτριος Σαββαϊδης.
Θετική ήταν η κρίση του Συμβουλίου και στην αμέσως επομένη αίτηση του κρατουμένου που έγινε δεκτή, με θετική ψήφο τόσο των Διευθυντή και Κοιν. Λειτουργού, όσο και του Εισαγγελέα, που αυτή τη φορά ήταν οαναπληρωτής επόπτης του Κ.Κ. Κορυδαλλού, Εισαγγελέας Πρωτοδικών κ. Αλέξανδρος Σπηλιώτης.
Κατά των δυο αυτών λειτουργών κινήθηκε τότε, όπως έγινε γνωστό από τον Τύπο, πειθαρχικός έλεγχος για την συγκεκριμένη κρίση τους, πλην όμως και οι δυο πειθαρχικές διαδικασίες κατ’ αυτών κατέληξαν (ομόφωνα αν δεν σφάλλω) στην απαλλαγή και δικαίωση και των δυο Εισαγγελέων από τον Α.Π.
Η επομένη αίτηση για άδεια του Δ.Κ.εισήχθη στο Π.Σ. του Κορυδαλλού την 14-6-2018, όταν ήδη τότε ο κρατούμενος είχε κατέλθει σε απεργία πείνας, θεωρώντας ότι η εξελίξεις αυτές στρέφονταν κατά του δικαιώματός του στην άδεια και ότι υπήρχαν κινήσεις από τα media και από παράγοντες εκτός διαδικασίας για να αποκλεισθεί από την πρόσβαση του στο δικαίωμα αυτό.
Στο Συμβούλιο αυτό, εκπροσωπήθηκε από την συνήγορό του, καθώς το Νοσοκομείο Γ.Κ. Νικαίας, όπου κρατείτο ο απεργός πείνας, δεν έδωσε άδεια για την μετακίνηση του, προκειμένου να παρασταθεί κατά την συνεδρίαση, λόγω του κινδύνου εκ της κατάστασης της υγείας του.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε μια διαδικασία που διήρκεσε συνολικά 9 ώρες εξαντλήθηκαν από τον Εισαγγελέα επόπτη, που αυτήν τη φορά ήταν ο κ. Ι. Χατζόγλου, όλα τα θέματα που ετίθεντο στο σωφρονιστικό πεδίο και στον δημόσιο και μη λόγο σε σχέση με την άδεια του κρατουμένου.
Το Συμβούλιο εκείνο κατέληξε, απαντώντας καταφατικά για την χορήγηση της άδειας, κρίνοντας και πάλι ότι συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις, άλλα και – με πολύ αναλυτικό σκεπτικό- ότι συντρέχουν και οι ουσιαστικές (ιδτ. σχετική απόφαση στον φάκελό του).
Βέβαια, και μετά την μετακίνησή του στο παρόν κατάστημα κράτησης, τρείς φορές, 3 διαφορετικοί εισαγγελικοί λειτουργοί έκριναν, σε αντίστοιχες συνεδριάσεις του Π.Σ. της Κασσαβέτειας, ότι συντρέχουν οι τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας.
Κατά την διάρκεια όλων των προηγούμενων αδειών που του χορηγήθηκαν, τηρηθήκαν ανελλιπώς όλοι οι όροι που τέθηκαν και καμία αντίθετη άποψη δεν διατυπώθηκε από την πλευρά των αρμοδίων για την χορήγηση οργάνων, καθώς ο Δ. Κουφοντινας επέδειξε τον οφειλόμενο σεβασμό στην άσκηση του δικαιώματος που του αναγνωρίστηκε.
Στην τέταρτη κατά σειρά αίτηση του για χορήγηση άδειας μειοψήφησε ο Εισαγγελέας κ. Καραγιάννης και προσέφυγε ενώπιον του Συμβουλίου σας.
Κατά την διαδικασία που ακολούθησε το Δικαστικό Συμβούλιο του Βόλου, απέρριψε το αίτημα για άδεια, κάνοντας δεκτή την προσφυγή του κ. Καραγιάννη, και κατά το σκεπτικό του κατέληξε στην απόφαση του να μην χορηγηθεί άδεια στον Δ.Κ., εκτιμώντας, ότι δεν υφίστανται ούτε οι τυπικές και ούτε οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας. Σημειωτέον ότι από τον εισαγγελικό λειτουργό που διαφώνησε για την χορήγηση της άδειας και κατέθεσε την προσφυγή και την πρόταση στο Συμβούλιο δεν είχε αμφισβητηθεί η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων, άλλα μόνον των ουσιαστικών, κατά το σκεπτικό που παρέθετε σ’ αυτήν.
Εξάλλου, και κατά την παρούσα φερομένη προς κρίση διαδικασία ο μειοψηφήσας εισαγγελέας δεν διαφώνησε ως προς την συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων.
Επί των παραπάνω θεμάτων σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Σχετικά με τη συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων για την χορήγηση της άδειας
Σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου 55 παρ. 1 Σ.Κ.
Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον:
«1. Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη. Κατ` εξαίρεση, σε αυτόν που καταδικάστηκε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα, τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον έχει εκτίσει τα δύο πέμπτα της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον δύο έτη.
Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρηση τους σε μια συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών. Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, απαιτείται ο εφηβικής ή μετεφηβικής ηλικίας κατάδικος να έχει εκτίσει το ένα πέμπτο του περιορισμού που του έχει επιβληθεί χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες.
(2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα».
Η διατύπωση της διάταξης αυτής κατά την οποία αναφέρεται σε «ποινή ισόβιας κάθειρξης» και όχι σε «ποινές» δεν δημιουργεί κενό ή αμφιβολία, καθώς η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, είτε μία φορά επιβληθεί, είτε πολλές, με έναν τρόπο και μία φορά εκτελείται. Γι’ αυτό και δεν είναι νοητός ο καθορισμός συνολικής ποινής επί πολλών ισοβίων καθείρξεων (η συγχώνευση δηλαδή) – (ιδτ. και παραπάνω τις κρίσεις του δικαστικού βουλεύματος 373/2016).
Εξάλλου, η παραπάνω διατύπωση δεν επιτρέπεται να τύχει μιας διαφορετικής ερμηνείας και μάλιστα διασταλτικής , διότι στην περίπτωση αυτή έχουμε επιδείνωση των όρων φυλάκισης και επέκταση των συνεπειών της ποινικής κύρωσης πέραν του επιτρεπτού.
Έτσι, όπως σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Ε. Μανωλεδάκης, (βλπ “Ποινικό Δίκαιο Γενική Θεωρία” έκδ. Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 2004 σελ. 97 & 98): “Σύμφωνα με την αρχή n.c.n.p.s.l το αξιόποινο δημιουργείται μόνο με νόμο και όχι ερμηνευτικά….. Στο μέτρο που αυτή η διαστολή, συστολή και αναλογία επεκτείνει τις συνέπειες ενός ποινικού κανόνα σε βάρος του δράστη ή του κατηγορουμένου ή του καταδίκου, διαπλάθοντας έτσι ποινικό δίκαιο πέρα από το ρητά εκφρασμένο γράμμα του νόμου, απαγορεύεται”….. “Η διασταλτική, συσταλτική και αναλογική ερμηνεία επιτρέπονται όμως στο μέτρο που περιορίζουν τις δυσμενείς συνέπειες των ποινικών κανόνων, διαπλάθοντας δίκαιο υπέρ του δράστη, του κατηγορουμένου ή του καταδίκου”. Η αναλογία μόνο inbonam partem είναι δυνατή.
Ακόμη, όπως σημειώνει και ο μεγάλος δάσκαλος, Ν. Χωραφάς (βλ. Ν. Χωραφά “Ποινικόν Δίκαιον” έκδ. Σάκκουλα Αθήνα 1978 σελ. 61 & 65).
“Αληθή κενά του ποινικού δικαίου προς θεμελίωσιν ή επαύξησιν του αξιοποίνου δεν υπάρχουν. Όταν πράξις τις δεν προβλέπεται εν ποινικώ τινι νόμω, τούτο σημαίνει, ότι ο ποινικός νομοθέτης θέλει να είναι ατιμώρητος”….”Αν ο νομοθέτης δεν κατορθώνη να εκφρασθή – ίσως λόγω φόρτου εργασίας – αρκούντως σαφώς, δεν είναι έργον του δικαστού να καταδωρίζη εισιτήριον διά τα φυλακάς”.
Κατά τον ίδιο τρόπο και ο καθηγητής, Ν. Ανδρουλάκης (Ποινικό Δίκαιο, έκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2000 σελ. 111):
“Η υπέρβαση λοιπόν του γλωσσικού νοήματος του ποινικού κανόνα προς θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου είναι απαράδεκτη και γιατί θα άφηνε δίοδο στην ενδεχόμενη δικαστική αυθαιρεσία, αλλά και γιατί την απαραίτητη στο ποινικό δίκαιο “αυθεντία της νομοθετικής επιταγής” μόνο το κείμενο του νόμου κατά το λεκτικό – γλωσσικό του νόημα την διαθέτει”.
Το ζήτημα των τυπικών προϋποθέσεων για την χορήγηση τις άδειας στους καταδικασμένους σε περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, έχει αντιμετωπιστεί στο παρελθόν :
– Με σωρεία αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων και αντίστοιχων εισαγγελέων επί σωρείας άλλων περιπτώσεων (και στο δικό σας κατάστημα κράτησης ),
– Με σωρεία αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Κορυδαλλού, όπου και το μεγαλύτερο κατάστημα κράτησης της χώρας , με συνήθως περί τις 2.000 κρατούμενων,
– Με τις αποφάσεις του αντιστοίχου Συμβουλίου του Πειραιά που τοποθετηθήκαν επί του ζητήματος της άδειας του συγκεκριμένου κρατούμενου, Δημήτρη Κουφοντίνα , υπ’ αριθμ. 373/2016 και 380/2017, περί των οποίων παρακάτω αναφέρεται,
– Με την παραπάνω εκτενή ανάλυση του Δικαστικού Συμβουλίου του Πειραιά στο βούλευμα του με αριθμό 373/2016,
– Με τη αντίστοιχη απόφαση του βουλεύματος του ίδιου με αριθμό 380/2017,
– Με την και πρόσφατη γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου, υπ’ αριθμ. 14/2011 (Ποι.Δικ/ 2011, 1298) και παλαιότερες. 7/93, 2598/1995,
– Με τις θέσεις που έχει αναπτύξει ο Εισαγγελέας (σήμερα Α.Π) κ. Παν. Μπρακουμάτσος ( Ποιν.Δικ. 11/ 2002, σελ. 1193, Υπεράσπιση 1998, 1149) .
Με τον ίδιο τρόπο έχει αντιμετωπιστεί και το αντίστοιχο ζήτημα της υφ’ όρον απόλυσης , έχει κριθεί δηλαδή ότι η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο για τους καταδικασμένους με μία ή πολλές φορές ισόβια κάθειρξη (ιδτ ενδεικτικά Συμβ.ΠλημΤρικαλ. 100/1999).
Όπως και παραπάνω αναφέρουμε καθ’ όλα αυτά τα χρόνια που κρίνονται κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα αιτήματα του κρατούμενου Δ.Κ. για άδεια ποτέ, κανένα εκ των προηγούμενων συμβουλίων και ούτε ποτέ οι εισαγγελικοί λειτουργοί, που συμμετείχαν ως επόπτες σε αυτά, αμφισβήτησαν τυχόν την συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων για την χορήγηση της άδειας.
Η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων δεν αμφισβητήθηκε έξαλλου ούτε από τα Δικαστικά Συμβούλια που κλήθηκαν να εξετάσουν το αίτημα του κρατουμένου για άδεια.
Έτσι, στο σχετικό του αίτημα που συζητήθηκε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Κ.Κ.Κορυδαλού την 27/5/2016, και απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 47/2006 απόφαση αυτού, ασκήθηκε προσφυγή από μέρους μας, η οποία ήχθη ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου του Πειραιά.
Το Συμβούλιο εκείνο, με επικεφαλής τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Ιωάννη Μαλούχο, με το υπ’ αριθμ. 373/2016 βούλευμά τουαπέρριψε την προσφυγή και την αίτηση, δεχόμενο ότι συντρέχουν οι τυπικές άλλα όχι και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας με σκεπτικό που ανεφέρετο και πάλι στις ιδεολογικές θέσεις του. Το Συμβούλιο εκείνο εξέτασε εκτενώς το ζήτημα της πλήρωσης των τυπικών προϋποθέσεων και η απόφανσή του περιείχε ενδιαφέρουσες σκέψεις επ’ αυτού.
Έτσι, σύμφωνα με το σκεπτικό του (φύλλο 6ο σελίδα 2η), το οποίο υιοθετεί την πρόταση του Εισαγγελέα, κ. Νικολάου Μύτη (φύλλο 2 σελ. δεύτερη) και στην περίπτωση των πολλαπλών ισοβίων καθείρξεων, η τυπική προϋπόθεση για την χορήγηση της άδειας παραμένουν τα 8 χρόνια πραγματικής έκτισης ποινής. Ειδικότερα σημειώνει το βούλευμα ότι :
«…. Καθώς ο νομοθέτης δεν διακρίνει, άλλα και (λαμβάνοντας υπόψη) το γεγονός ότι η σωρευτική έκτιση περισσότερων ποινών πρόσκαιρης κάθειρξης εξυπηρετεί μόνον τους σκοπούς του 94 παρ3 ΠΚ ,(…) άλλα και με δεδομένο ότι σε περιπτώσεις περισσότερων ισοβίων … η τυπική αυτή προϋπόθεση δεν θα μπορούσε να συντρέξει λαμβάνοντας υπόψη το μέσο προσδόκιμο χρονικό όριο της ανθρώπινης ζωής … θεωρείται, κατ’ ερμηνεία του γράμματος του νόμο και της εικαζόμενης βούλησης του νομοθέτη ότι ακόμη και στην περίπτωση σωρευτικής έκτισης περισσότερων ισοβίων καθείρξεων ή ισοβίων καθείρξεων και συνολικής πρόσκαιρης κάθειρξης , η συγκεκριμένη τυπική προϋπόθεση πληρούται με την πραγματική έκτιση οκτώ (8) ετών μόνον ( ΓνΕισΑΠ 14/2011, Ποιν.Δικ 2011, σελ. 1298, Γνμ Εις ΑΠ 7/1993, Ποιν.Χρ. 1993, σελ. 1329, ΝΟΜΟΣ)».
Ακολούθως με την υπ’ αριθμ. 16/28-2-2017 απόφαση του Π.Σ. της Φυλακής Κορυδαλλού η νέα αίτηση του κρατούμενου έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία, (με θετική ψήφο από τον Διευθυντή του Καταστήματος και την Κοινωνική Λειτουργό), μειοψηφούντος του Εισαγγελέα, ο οποίος και προσέφυγε στο Δικαστικό Συμβούλιο του Πειραιά.
Το Δικαστικό Συμβούλιο Πειραιά, με το υπ’ αριθμό 380/2017 Βούλευμά του, απέρριψε και πάλι το αίτημα του Δ.Κ. για άδεια, κρίνοντας και πάλι ότι συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις, αλλά ότι δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές.
Η συνδρομή επομένως των τυπικών προϋποθέσεων είναι θέμα που και στην πρακτική, άλλα και στην νομολογία έχει αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο και έχει κριθεί, άλλα και έχει εφαρμοσθεί επί σειρά δεκαετιών σε όλες τις φυλακές και από όλα τα δικαστήρια εκτελέσεως ποινών.
Μια διαφορετική προσέγγιση σήμερα, θα ανέτρεπε πάγια νομολογία που έχει σχηματιστεί, και, ειδικότερα ως προς τον Δ.Κ. και ένα οιονεί δεδικασμένο που έχει παγιωθεί, χωρίς καμία βάσιμη αιτιολογία (νόμος, επείγουσα κοινωνική ανάγκη, αναλογικότητα, όπως αυτά καθορίζονται από το ΕΔΑΔ), αλλά και δημιουργώντας δυσμενέστερους όρους έκτισης της ποινής για τους κρατούμενους που ήδη με το ισχύον μέχρι σήμερα καθεστώς κάνουν χρήση του δικαιώματος στην άδεια είτε προσβλέπουν σ’ αυτό.
Σχετικά με τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων
Σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω άρθρου 55 παρ. 1 Σ.Κ. οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την χορήγηση της άδειας είναι :
Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον:
« (3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων.
(4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του.
Ενώ τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη, περιγράφονται στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου: « 2. Για να διαπιστωθεί αν συντρέχει αυτή η προϋπόθεση εκτιμώνται ιδίως: α) η προσωπικότητα του κατάδικου και η εν γένει συμπεριφορά του μετά την τέλεση της πράξης, κατά τη διάρκεια, της κράτησης, σε συνδυασμό με το άρθρο 69 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα και κατά τη διάρκεια των αδειών, που ενδεχομένως του έχουν ήδη χορηγηθεί, β) η ατομική, επαγγελματική και κοινωνική κατάσταση του ιδίου και της οικογένειάς του, καθώς και οι τυχόν οικογενειακές του υποχρεώσεις, γ) η ωφέλεια, την οποία μπορεί να έχει για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη μελλοντική του εξέλιξη η λήψη μέτρων για τη σταδιακή επάνοδό του σε καθεστώς πλήρους ελευθερίας.»
Όπως προκύπτει από την διατύπωση των ουσιαστικών και τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 55 παρ.1 και 2 Σ.Κ., ο νόμος δεν εξαρτά παντάπασι την χορήγηση της άδειας από το είδος των ποινικών κατηγοριών για τις οποίες καταδικάστηκε ο κρατούμενος, ενώ η βαρύτητα της υπόθεσης λαμβάνεται υπόψη στο νόμο με την διάταξη που ορίζει τα ελάχιστα όρια πραγματικής έκτισης ποινής για την θεμελίωση του δικαιώματος στην άδεια.
Εξάλλου , σε κάθε περίπτωση , οι πράξεις αξιολογήθηκαν ποινικά από το Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση . Η ποινική αξίωση της Πολιτείας εκφράστηκε και επιβλήθηκε με την απόφαση του αρμοδίου Δικαστηρίου και στην εκτέλεσή της εξαντλείται.»