Ανεξαρτησία των δικαστών δεν σημαίνει ασυδοσία, δεν οδηγεί στην ανέλεγκτη κρίση τους, δεν τους εξασφαλίζει το απυρόβλητο, δεν καταργεί τη λογοδοσία.
Της Τζώρτζιας Κοντράρου
Ευρωπαϊκοί φορείς, (δικαστήρια και ευρωπαϊκές επιτροπές δικαιοσύνης) αλλά και επιφανείς νομικοί επιστήμονες, αναλύοντας το γράμμα αλλά και το πνεύμα των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και των νόμων, καθορίζουν τα όρια της δικαστικής ανεξαρτησίας, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι και οι δικαστές δεν βρίσκονται στο απυρόβλητο.
Σε μία δικαιοσύνη, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη στο λαό, γεγονός που καταγράφεται σε έρευνες ντόπιες και ευρωπαϊκές, θα περίμενε η κοινωνία, εάν επιδιώκετο η αναβάθμισή της, όπως ο έλεγχος των λειτουργών της Δικαιοσύνης να διευρύνεται αντί να συρρικνώνεται. Και ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να περιορίζεται σε ζητήματα ποσοτικής επάρκειας στην απόδοση έργου. Αλλά απαιτείται έλεγχος – σήμερα περισσότερο από άλλες εποχές – και στην ποιοτική απόδοση έργου και όχι μόνο του δικαιοδοτικού.
Η κοινή ανακοίνωση Εισαγγελίας και Προεδρίας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία αρνούνται να αποστείλουν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής τα στοιχεία της πειθαρχικής απαλλαγής της εισαγγελέως Βασιλικής Βλάχου, που ενέκρινε τις παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων πολιτικών, αξιωματούχων, δημοσιογράφων κλπ., επιβεβαιώνει την προσπάθεια συρρίκνωσης των ορίων ελέγχου των δικαστικών λειτουργών, συγχέοντας τη δικαιοδοτικής τους κρίση με εκείνη της διοικητικής τους αρμοδιότητας να εγκρίνουν ή να απορρίπτουν νόμιμες ή παράνομες πράξεις. Το γεγονός ότι στην ΕΥΠ και όχι μόνο τοποθετούνται δικαστικοί λειτουργοί, δεν σημαίνει ότι η υπηρεσία που υπηρετούν μεταβάλλεται σε δικαστική υπηρεσία. Επιλέγονται ως γνώστες των νόμων και της εφαρμογής τους και ως εγγυητές στην αυστηρή τήρησή τους.
Η επίκληση της δικαστικής ανεξαρτησίας και ο αποκλεισμός του ελέγχου δικαστικών λειτουργών ,τόσο της κ. Βλάχου όσο και των πειθαρχικών συμβουλίων που την έκριναν και την απήλλαξαν δεν μπορεί να είναι αποκλειστικό προνόμιο των οργάνων της Δικαιοσύνης. Και μάλιστα σε υποθέσεις που καταφανώς έχουν πολιτική σημασία και έχει διαπιστωθεί προσπάθεια υποβάθμισης και συγκάλυψης.
Η επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής συγκροτείται από μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου και εκπροσωπούν τον λαό. Καμία εξουσία δεν είναι αποκομμένη από τη λαϊκή έγκριση. Ακόμη και η δικαστική λειτουργία ασκείται στο όνομα του λαού και προς το συμφέρον του. Συνεπώς ο λαός δικαιούται να γνωρίζει , να την παρακολουθεί και να την ελέγχει. Άλλωστε και οι ισχύοντες νόμοι δίνουν το δικαίωμα σε μέλος άλλης εξουσίας, της εκτελεστικής εξουσίας (βλέπε αρμοδιότητες υπουργού Δικαιοσύνης) να ελέγχει τις πράξεις και τις παραλείψεις των δικαστικών λειτουργών. Πόσο μάλλον δικαιούνται να ελέγχουν τη Δικαιοσύνη όργανα που συγκροτούνται από το σύνολο των εκπροσώπων του λαού στη Βουλή.
Ποιος θα ελέγξει την ορθότητα της πειθαρχικής απαλλαγής; Ο υπουργός που θα μπορούσε, είναι μέλος μίας κυβέρνησης, μέλη της οποίας ελέγχονται για τις υποκλοπές. Η ενδιαφερόμενη μετά την απαλλαγή της δεν έχει άλλον βαθμό κρίσης. Και τέλος τα θύματα της ελεγχομένης δεν έχουν άλλο βήμα προστασίας τους από τυχόν αυθαιρεσίες.
Οι ηγεσίες των κλάδων της Δικαιοσύνης αντί να επιχειρούν να αποκρύψουν τα του οίκου τους και να πλήττουν το κύρος της καλό είναι να το αποκαταστήσουν με διαφάνεια και δημόσια λογοδοσία, έχοντας υπόψη τους ότι η δικαστική ανεξαρτησία δεν είναι προνόμιο των δικαστών, αλλά εγγύηση υπέρ των πολιτών για την εμπέδωση του κράτους δικαίου και των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. (Α. Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου, σελ. 331).
Και οι ίδιοι δεν είναι ex oficcio ενάρετοι, ούτε κατέχουν το αλάθητο του Πάπα.
Κάθε άλλη προσέγγιση συσκοτίζει την πραγματικότητα αφήνοντας περιθώρια για σκέψεις συγκάλυψης ή, το χειρότερο, συνέργεια συγκάλυψης παρανομιών, στις οποίες φαίνεται να επιδόθηκε η κυβέρνηση, σχετικά με τον χειρισμό των ερευνών για τις υποκλοπές. δικαστών