Το Σύνταγμα των Ελλήνων, προβλέπει και καθιερώνει την βουλευτική ασυλία. Πρόκειται για έναν θεσμό, μέσω του οποίου προστατεύεται το δικαίωμα της κατά συνείδηση βουλευτικής γνώμης και ψήφου. Επακόλουθο της εν λόγω θεσμικής εγγυήσεως, είναι, οι εκλεγέντες βουλευτές, αφ’ ενός ενέχουν ουδεμίας ευθύνης για κάθε γνώμη και ψήφο που δίνουν υπό τη βουλευτική ιδιότητα (βουλευτικό ανεύθυνο) και αφ’ ετέρου δεν διώκονται κατά τη διάρκεια της θητείας τους, παρά μόνο έπειτα από παραχώρηση σχετικής άδειας της Βουλής (βουλευτικό ακαταδίωκτο). Μέσω μιας ιστορικής αν θέλετε ερμηνείας των κείμενων αυτών διατάξεων, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο συντακτικός νομοθέτης περιέλαβε τις συγκεκριμένες διατάξεις για να προστατεύσει και να διασφαλίσει την απρόσκοπτη, ανεμπόδιστη και απερίσπαστη ενάσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.
Δυστυχώς όμως, αν ακολουθήσουμε αυστηρά και πιστά το γράμμα του νόμου, και στην συγκεκριμένη περίπτωση του υπέρτατου νόμου του Κράτους, του Συντάγματος, θα διαπιστώσουμε πως οι προαναφερθείσες διατάξεις αποτελούν περιορισμό στο αναφαίρετο ατομικό δικαίωμα κάθε πολίτη, ήτοι το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, το οποίο μάλιστα προβλέπεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Το περί ου ο λόγος δικαίωμα, άλλωστε καθιερώθηκε αρχικά στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) στο άρθρο 6 παρ. 1, ( «δίκαιη δίκη – fair trial»), και στη συνέχεια προβλέφθηκε τόσο στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), όσο και στον Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος από πολλούς λογίζεται και ως το Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς πρόκειται για ένα δικαίωμα με βαρύνουσα αξία και σημασία.
Στην πράξη λοιπόν για να επανέλθουμε στο αντιφατικό και οξύμωρο πρόβλημα που ανακύπτει, αν ένας πολίτης, του οποίου τα δικαιώματα έχουν παραβιαστεί και προσβληθεί από κάποιον που διατελεί βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου, ενδέχεται να μην δύναται να ενασκήσει το δικαίωμά του σε δικαστική προστασία, εκτός και αν το σώμα (βουλή), δώσει την άδειά της και αποφανθεί θετικά για την άρση της ασυλίας του βουλευτή.
Η λύση που μπορεί να δοθεί στον προβληματισμό αυτό πηγάζει εκ του Συντάγματος. Συγκεκριμένα η λύση εδράζεται στο άρθρο 25 παρ. 1 «αρχή της αναλογικότητας». Πρόκειται για μία αρχή, η εφαρμογή της οποίας εκφράζει στα σύγχρονα δημοκρατικά κράτη την αρχή της νομιμότητας. Με απλά λόγια η εν λόγω αρχή «επιτρέπει» τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση δημοσίου ή συνταγματικά κατοχυρωμένου ιδιωτικού συμφέροντος! Αποκλείεται και δεν νοείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, άλλου είδους περιορισμός των ατομικών δικαιωμάτων παρά μόνο μέσω της αρχής της αναλογικότητας. Παράδειγμα για να γίνω πλήρως κατανοητός είναι όταν το κράτος προβαίνει σε αναγκαστική απαλλοτρίωση ενός ακινήτου κάποιου πολίτη, δημιουργώντας δρόμο (εθνική οδό πχ), προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Στην περίπτωση αυτή, ο πολίτης χάνει και προσβάλλεται ευθέως το συνταγματικό του δικαίωμα στην περιουσία και ιδιοκτησία (άρθρο 17 Συντάγματος). Όμως αυτό επιτρέπεται να συμβεί, καθώς η ενέργεια αυτή του κράτους εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον όπως είπα. Συνεπώς η αρχή της αναλογικότητας επιτρέπει αποκλίσεις και περιορισμούς στην απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων μόνο για να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον και σε κάθε περίπτωση μόνο για ζητήματα τα οποία έχουν ως εφαλτήριο το Σύνταγμα.
Προβαίνοντας σε μια τελολογική ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 61 & 62 του Συντάγματος (ασυλία, ανεύθυνο και ακαταδίωκτο των βουλευτών), θα διαπιστώσουμε ότι ο σκοπός = τέλος στα αρχαία ελληνικά, (εξού και τελολογική ερμηνεία) του συντακτικού νομοθέτη δεν ήταν η ασυδοσία ούτε η αυθαιρεσία των βουλευτών και της κρατικής εξουσίας γενικότερα, αλλά η προστασία της απρόσκοπτης και ανεμπόδιστης, όπως προανέφερα, άσκησης των βουλευτικών τους καθηκόντων. Αναφορικά με τα βουλευτικά καθήκοντα, λεκτέον ότι πρόκειται για ενέργειες των βουλευτών, οι οποίες έχουν εμφανή σχέση με τα εκ του Συντάγματος καθήκοντα τους και μόνο! Αυτή την έννοια, αυτή τη σημασία, αυτόν το σκοπό φέρει και η διάταξη περί ασυλίας των βουλευτών. Αντιθέτως, όταν εναντίον των εκάστου βουλευτή ασκείται κάποια μήνυση, κάποια έγκληση ή εγείρεται κάποια αγωγή, για πράξεις και ενέργειές αποκλίνουσες των βουλευτικών του καθηκόντων, τότε η διάταξη περί ασυλίας του δεν πρέπει να τυγχάνει εφαρμογής. Με άλλα λόγια, όσο πιο κοντά είναι οι ενέργειες του εκάστου βουλευτή στα βουλευτικά του καθήκοντα (τα οποία πηγάζουν εκ του Συντάγματος), τόσο πιο εύκολο είναι να προστατευθεί υπό του πέπλου της ασυλίας. Όταν όμως μιλάμε για έκδηλα και καταφανώς αποκλίνουσες συμπεριφορές και ενέργειες κάποιου βουλευτή από τα κοινοβουλευτικά του καθήκοντα, τότε οι προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις δεν δύναται να έχουν εφαρμογή.
Τούτων λεχθέντων, θα υπεισέλθω ακροθιγώς στην υπόθεση του τέως Αναπληρωτή Υπουργού υγείας, κυρίου Πολάκη, που πρόσφατα πολλά ειπώθηκαν για τις ενέργειές του κατά την βουλευτική περίοδο 2015 – 2019. Ο κύριος Πολάκης κατηγορήθηκε αφενός για εξύβριση εναντίον του αποθανόντος πια Βασίλη Μπεσκένη καθώς και για παράνομη ηχογράφηση και δημοσιοποίηση της συζήτησής του με τον Γιάννη Στουρνάρα. Είναι ηλίου φαεινότερο πως και τα δύο αυτά ποινικά αδικήματα δεν εντάσσονται στη σφαίρα και στο σκοπό της συνταγματικής διάταξης περί ασυλίας των βουλευτών. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν (αν αποδειχθούν), πράξεις που τιμωρούνται από τον ποινικό Κώδικα και συνεπώς δεν αποτελούν περιπτώσεις ενεργειών «κατά την άσκηση κοινοβουλευτικών καθηκόντων» που προστατεύει το Σύνταγμα. Άρα κατά την άποψή μου, η βουλή των Ελλήνων ορθά ήρε την ασυλία του τέως Αναπληρωτή Υπουργού υγείας και μένει να δούμε τί θα αποφανθεί η δικαιοσύνη ως ανεξάρτητη αρχή που λειτουργεί και πρέπει να λειτουργεί σε ένα κράτος δικαίου. Βεβαίως σε πρώτο βαθμό ο κύριος Πολάκης έχει καταδικαστεί ήδη σε σχέση με το αδίκημα της εξύβρισης.
Ολοκληρώνοντας πρέπει να αναφέρω ότι η βουλή δυστυχώς δρα σε σχέση με το υπό συζήτηση θέμα ως συντεχνία παραβατικότητας, αυθαιρεσίας και καταστρατήγησης του Συντάγματος, αφ’ ης στιγμής οι βουλευτές κάνουν χρήση της εν λόγω διάταξης περί ασυλίας, ακόμα και σε θέματα άσχετα με τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου η χώρα μας καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τέτοιας φύσεως υποθέσεις, επιβάλλοντας της ντροπιαστικές καταδικαστικές αποφάσεις. Οι καταδίκες – κόλαφοι αυτές κατά της χώρας μας αποδεικνύουν δυστυχώς πως η Ελλάς απέχει μίλια μακριά ακόμη από τα πρότυπα των δυτικών ευρωπαϊκών και δημοκρατικών κρατών.
Προκύπτει αδήριτη ανάγκη για μεταρρύθμιση και αλλαγή και όχι κατάργηση της εν λόγω διάταξης περί ασυλίας. Εκτιμώ πως είναι προτιμότερο να γίνεται εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ούτως ώστε να μπει φρένο στην αυθαιρεσία, στην παραβατικότητα και στην κατά το δοκούν εφαρμογή της ασυλίας από την βουλή και ο πολίτης να δύναται να ασκήσει το αναφαίρετο δικαίωμά του στην παροχή έννομης δικαστικής προστασίας. Κάθε φορά δηλαδή που ο εισαγγελέας εκτιμά βάσει στοιχείων ότι βουλευτής έχει προβεί σε έκνομες πράξεις, εκτός δηλαδή των βουλευτικών του καθηκόντων, αυτεπάγγελτα να αιτείται από το κοινοβούλιο να άρει την ασυλία του συγκεκριμένου βουλευτή, ώστε να προχωρήσει η δικαιοσύνη απρόσκοπτη και ανενόχλητη σε επέκεινα διερεύνηση της υποθέσεως.
Εν κατακλείδι, η αρχή της αναλογικότητας, δίνει τη λύση και πρέπει να χρησιμοποιείται κάθε φορά που ανακύπτουν ζητήματα αναφορικά με τη φύση των ενεργειών του βουλευτή. Πρέπει η βουλή να είναι αρωγός της δικαιοσύνης και να επιτρέπει στους δικαστικούς λειτουργούς να επιτελέσουν το έργο τους, που δεν είναι άλλο από την απονομή επί και κατά παντός της δικαιοσύνης. Οποιαδήποτε συμπεριφορά, οποιουδήποτε βουλευτή, ανεξαρτήτως κόμματος, η οποία ουδεμία σχέση έχει με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα που επιτάσσει το Σύνταγμα, θα πρέπει να εξετάζεται από τη δικαιοσύνη και όχι από τα συντεχνιακά και υστερόβουλα συμφέροντα των ίδιων των βουλευτών. Πώς είναι δυνατόν το ίδιο το σώμα της βουλής να κρίνει τα μέλη του; Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της μεροληψίας. Είμαστε Έλληνες, το έθνος, το οποίο εφηύρε τη Δημοκρατία. Πρέπει λοιπόν όχι μόνο να καυχιόμαστε για την ιστορία μας, αλλά να την τιμούμε και να την εξελίσσουμε. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και η εφαρμογή των νόμων, μεταξύ άλλων, πρέπει να αποτελούν τους πυλώνες της εξέλιξης αυτής.
Νίκος Σταύρου, Δικηγόρος (LL.M)
Υποψήφιος Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου