Με τον δικό του τρόπο είπε αντίο ο Δημήτρης Καμπουράκης στους αναγνώστες του Έθνους.
Ο δημοσιογράφος δεν θα γράφει πια στη στήλη του ως «ρεπόρτερ Κατάλευκος».
Διαβάστε τι έγραψε ο Δημήτρης Καμπουράκης στο Εθνος του Σαββάτου (16/7):
“Πέρυσι τέτοιο καιρό έφευγα για το χωριό μου, έχοντας τη σιγουριά ότι επιστρέφοντας θα ξαναπήγαινα στη δουλειά μου. Φέτος φεύγω δίχως να έχω ιδέα τι θα βρω όταν επιστρέψω. Και να ήμουν μόνο εγώ, καημός δεν θα “ταν. Χιλιάδες είναι οι άνθρωποι που καταπλακώνονται από τα ίδια βαριά ερωτήματα. Θα μου πείτε, «και τι να πουν οι άλλοι που είναι άνεργοι εδώ και πέντε χρόνια;». Δεν αντιλέγω, πλην αυτό είναι το πρόβλημα του τόπου. Αντί να ονειρευόμαστε για τα καλύτερα,.. ελπίζουμε να αποφύγουμε τη θέση των δυστυχέστερων, των πιο κακοπαθημένων.
Ας είναι. Παρ” όλες τις σκοτεινές σκέψεις και τις σκοτεινότερες προοπτικές, το χωριό μας (για όσους έχουν) είναι πάντα ένα δίχτυ προστασίας. Θεωρητικό ίσως, αλλά στέκει εκεί. Με την κληματαριά στην αυλή, με το καφενείο στην πλατεία, με τους συγγενείς και τους παλιούς φίλους. Κάτι είναι κι αυτό. Εκεί θα είμαι τον επόμενο μήνα. Και ανάμεσα στα άλλα, θα σκέπτομαι ότι αυτή εδώ η σελίδα που διαβάζατε επί έναν χρόνο, αν μη τι άλλο ήταν έντιμη.
(…)«Βγήκα στη σύνταξη, Τζώνη. Χθες κατέθεσα τα χαρτιά μου…».
«Τι λες τώρα; Φεύγεις δηλαδή από την εφημερίδα;».
«Από το επάγγελμα φεύγω, Τζώνη. Ευδοκίμως τερματίσας την πορεία μου».
«Και τι θα κάνεις δηλαδή από δω και μπρος;».
«Ο,τι κάνουν όλοι οι συνταξιούχοι. Θα λέω ότι απασχολούμαι με πολλά, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα κάνω τίποτα».
«Ωστε γι” αυτό αδειάζεις με τόση σχολαστικότητα τα συρτάρια σου;».
«Και το «σχολαστικότητα» από μένα το “μαθες».
«Πολλά έμαθα από σένα, αρχηγέ, σ” το εξομολογούμαι. Παρά τους καβγάδες μας, με δίδαξες πολλά…».
«Δημιουργικοί ήταν οι καβγάδες μας, νεαρέ. Ζωογόνοι. Εμένα μου άρεσαν πολύ».
«Αλήθεια; Για φαντάσου. Κι εγώ που νόμιζα ότι ήθελες να με πετάξεις απ” το παράθυρο».
«Ωρες ώρες, σου χρειαζόταν…».
«Θα περνάς όμως από την εφημερίδα, αρχηγέ. Και θα τα λέμε και έξω, έτσι;».
«Ούτε θα περνώ ούτε θα τα λέμε, Τζώνη. Οι γέροι με τους γέρους και οι νέοι με τη ζωή».