Από τον Πόλεμο της Κορέας στο Βιετνάμ και από τον Πόλεμο του Κόλπου στον βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας και αργότερα στην εισβολή σε Αφγανιστάν και Ιράκ.
Η Ιστορία των προέδρων των ΗΠΑ τον 20ό αιώνα είναι ταυτισμένη με τον πόλεμο. Με οποιαδήποτε αφορμή και οποιεσδήποτε συνθήκες, ηγέτες των ΗΠΑ είχαν πάντα τον τρόπο να προστατεύουν με σιδερένια πυγμή τα συμφέροντα της χώρας τους και κυρίως των εταιρειών της. Είναι πια «κλισέ» να λέγεται πως κάθε Αμερικανός πρόεδρος θέλει και τον δικό του προσωπικό πόλεμο.
Θα μπορούσε να ξεφύγει από την πεπατημένη ο Τζο Μπάιντεν;
Μάλλον όχι. Μετά το «κάζο» της αποχώρησης από το Αφγανιστάν, δεν έχει πια τα περιθώρια να φανεί αδύναμος ούτε στη διεθνή σκηνή αλλά ούτε και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ειδικά σε μια χρονιά εκλογών όπως είναι η τρέχουσα, με τις ενδιάμεσες εκλογές τον Νοέμβριο για το σύνολο των εδρών στη Βουλή και ένα μέρος των εδρών στη Γερουσία.
Εάν ο Μπάιντεν υποχωρήσει στην Ουκρανία αφήνοντας εκτεθειμένο το Κίεβο έναντι της Ρωσίας, τότε το Πεκίνο ίσως να θεωρήσει πως εκείνος θα υποχωρούσε και στις θάλασσες της Ασίας, αφήνοντας εκτεθειμένη την Ταϊβάν έναντι της Κίνας σε μια ενδεχόμενη κρίση. Αλλά και εντός των αμερικανικών συνόρων, οι Ρεπουμπλικάνοι περιμένουν τον Μπάιντεν στη γωνία με την προσδοκία να παρουσιάσουν τον 80χρονο ηγέτη ως «αδύναμο», «μπερδεμένο», «κατώτερο των περιστάσεων».
Στην ουσία, ο Μπάιντεν ίσως και να επιδιώκει μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ας γίνει η αιτία για τη μεγαλύτερη σύγκρουση τακτικών συμβατικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βλέπετε, εδώ για τους Αμερικανούς διακυβεύονται πολλά: Η ίδια η αξιοπιστία της Δύσης, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αξιολογεί την αμερικανική ισχύ η διεθνής κοινότητα, αλλά και πιο πρακτικά ζητήματα σχετικά, για παράδειγμα, με την ενέργεια.