Στην Πρίγκηπο, το μεγαλύτερο από τα εννιά πριγκηπονήσια στη θάλασσα του Μαρμαρά το τεράστιο πενταώροφο ξύλινο κτίριο ξεπροβάλλει επιβλητικό μέσα από το πυκνό δάσος. Είναι εγκαταλελειμμένο, ερειπωμένο, ένα βήμα πριν από την κατάρρευση μοιάζοντας περισσότερο με… σκηνικό ταινίας τρόμου. Και όμως, αυτό το τεράστιο οικοδόμημα που εξακολουθεί να θεωρείται η μεγαλύτερη ξύλινη κατασκευή της Ευρώπης και η δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο (!), κάποτε φιλοξενούσε εκατοντάδες ορφανά παιδάκια από την ελληνική κοινότητα.
Ρεπορτάζ ΝΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑ∆ΗΣ
Το πενταώροφο ξύλινο κτίριο με τα 206 δωμάτια της σιωπής, γνωστό και ως The Prinkipo Greek Orthodox Orphanage, φιλοξενούσε 5.700 παιδιά.
Αγώνας δρόμου για τη διάσωση του ιστορικού Ορθοδόξου ορφανοτροφείου στη θάλασσα του Μαρμαρά
Europe Nostra
Το ορφανοτροφείο της Πρίγκηπος αποτελεί έναν από τους επτά πιο απειλούμενους τόπους πολιτιστικής κληρονομιάς, σύμφωνα με τον διεθνή οργανισμό Europe Nostra καθότι διατρέχει άμεσο κίνδυνο κατάρρευσης λόγω αμέλειας και εγκατάλειψης στο έλεος των φυσικών καταστροφών καθώς πολλά δομικά του στοιχεία έχουν ήδη καταστραφεί από μια πυρκαγιά που εκδηλώθηκε το 1980, προειδοποίησε ο οργανισμός Europe Nostra.
Το ορφανοτροφείο αρχικά χτίστηκε για να λειτουργήσει ως καζίνο και ξενοδοχείο από την Compagnie des Wagons-Lits, την περίφημη ταξιδιωτική εταιρεία που εκμεταλλεύτηκε το πολυτελές τρένο Orient Express, το θρυλικό τρένο της απόλυτης πολυτέλειας το οποίο επέλεγαν για τις μετακινήσεις τους αριστοκράτες, πολιτικοί και βασιλιάδες, μεταξύ των οποίων ο εξόριστος Λεόν Τρότσκι, ο Αμερικανός συγγραφέας Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο «Λόρενς της Αραβίας», η «κατάσκοπος» Μάτα Χάρι και σημαντικοί Ευρωπαίοι του περασμένου αιώνα.
Το ξενοδοχείο/καζίνο της Πρίγκηπος ήταν προορισμένο για να φιλοξενεί όλους αυτούς τους σημαντικούς για την εποχή τους ανθρώπους και θα αποτελούσε, αν λειτουργούσε, ένα ακόμη μυθικό σκηνικό για τον περίφημο Ηρακλή Πουαρό της Άγκαθα Κρίστι ή για ένα ακόμη μυστήριο του Άλφρεντ Χίτσκοκ αλλά και τον Τζέιμς Μποντ που πάντα επέλεγε το Orient Express για να φτάσει από την Κωνσταντινούπολη στο Λονδίνο.
Καζίνο
Το κτίριο σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε το 1898 από τον Alexandre Vallaury, έναν Γάλλο αρχιτέκτονα ο οποίος είχε αναλάβει και την κατασκευή του διάσημου ξενοδοχείου «Πέρα Παλλάς», το 1892.
Ωστόσο, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίντ ο Β’, αρνήθηκε να δώσει άδεια καζίνο και τελικά, το κτίριο αγοράστηκε από την Ελένη Ζαρίφη, σύζυγο ενός πλούσιου Έλληνα τραπεζίτη της Κωνσταντινούπολης, η οποία και το δώρισε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τότε μετασκευάστηκε και ο πύργος με τη μαρμάρινη κλίμακα, που συγκοινωνούσε με όλα τα διαμερίσματα για να χρησιμεύσει ως έξοδος κινδύνου σε περίπτωση πυρκαγιάς.
Η Ελένη Ζαρίφη και η Αρτεμίσια Πουρναρά προσέφεραν η πρώτη 100 χρυσά εικοσάφραγκα και η δεύτερη 20 εικοσάφραγκα για την κατασκευή σιδηρουργείου στο Ίδρυμα, ο τότε διευθυντής της Αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας Αλέξανδρος Παντζίρης Βέης διέθεσε 30 λίρες οθωμανικές για την κατασκευή κλινοστρωμνών. Η συντεχνία των λαδάδων προσέφερε 300 γρόσια για τις ανάγκες του Ιδρύματος και τέλος ο ίδιος ο σουλτάνος Αβδουλχαμίτ μετά από έγγραφη αναφορά των ορφανών προσέφερε 146 λίρες οθωμανικές.
Κατάσχεση
Το 1903 το κτίριο «μεταμορφώθηκε» σε ορφανοτροφείο. Εκεί γίνονταν επίσης, μαθήματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά. Είχε ακόμη και αίθουσες χορού. Για επτά δεκαετίες, παιδικές φωνές γέμιζαν τα 206 δωμάτια, τους διαδρόμους και τον κήπο του ελληνορθόδοξου ιδρύματος.
Το κτίριο κατασχέθηκε από την τουρκική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου και χρησιμοποιήθηκε ως κατάλυμα για τους Γερμανούς στρατιώτες. Μετά τον πόλεμο συνέχισε τη λειτουργία του ως ορφανοτροφείο, αλλά το 1964, σε μια εποχή αυξημένων εθνικών εντάσεων μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, η τουρκική κυβέρνηση διέταξε τη διακοπή της λειτουργίας του.
Στην αντίδραση της Εφορίας του ορφανοτροφείου σε αυτή την απόφαση του τουρκικού υπουργείου Παιδείας τονίστηκε ότι τόσο το ορφανοτροφείο όσο και η σχολή λειτουργούσαν πριν και μετά από τη Συνθήκη της Λωζάνης και γι’ αυτό τον λόγο ή θα έπρεπε να συνεχιστεί η λειτουργία του ή θα έπρεπε να χορηγηθεί άδεια για να αναγερθούν νέα σχολή και ορφανοτροφείο για τα ορφανά της Ομογένειας. Το υπουργείο, όμως, άφησε αναπάντητο το σχετικό έγγραφο της Εφορίας. Τελικά, μπροστά στην αποφασιστική και άκαμπτη στάση των τουρκικών Αρχών, η Εφορία του ορφανοτροφείου έχασε για πάντα τις ελπίδες της. Τα ορφανά σκόρπισαν σε διάφορες ενορίες της Κωνσταντινούπολης, όπως του Γαλατά, του Αγίου Κωνσταντίνου, του Φερίκιοϊ, του Βαλατά κ.ά, αντιμετωπίζοντας άπειρες δυσκολίες και προβλήματα.
Το ορφανοτροφείο έτσι έκλεισε οριστικά το 1977, αλλά το 2010 το Πατριαρχείο ύστερα από μακρά νομική μάχη κέρδισε στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο Ανθρωπίνων ∆ικαιωμάτων την επιστροφή της περιουσίας του στην οποία περιλαμβάνεται και το ορφανοτροφείο καθώς είναι το μοναδικό ακίνητο για το οποίο το Φανάρι διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας.
Αναστήλωση
Τώρα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο σχεδιάζει την πραγματοποίηση έργων αναστήλωσης και ανάδειξης του ιστορικού αυτού κτιρίου, ώστε στο μέλλον να στεγάσει ένα κέντρο περιβαλλοντικού, πολιτιστικού και διαθρησκειακού διαλόγου, ωστόσο το κόστος αναστήλωσης είναι ιδιαιτέρως υψηλό και καιρό τώρα το Φανάρι αναζητεί τρόπους χρηματοδότησης. Κάποιες ελπίδες ενίσχυσης αυτής της προσπάθειας φάνηκαν μετά από την πρόσφατη επίσκεψη του Εκρέμ Ιμάμογλου, δήμαρχου της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος βλέποντας την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ερειπωμένο ιστορικό κτίριο εξέφρασε τη λύπη του για τη θέα που αντίκρισε και διαβεβαίωσε ότι ο δήμος της Κωνσταντινούπολης επιθυμεί να συμβάλει στη διάσωση του ορφανοτροφείου. Μάλιστα ανέθεσε στον Μαχίρ Πολάτ, επικεφαλής του Τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς, να διερευνήσει πώς θα μπορούσε να συμβάλει ο μητροπολιτικός δήμος της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να σωθεί το κτίριο από την κατάρρευση.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί