Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ απέρριψε την αγωγή τριών Σύρων προσφύγων κατά της Frontex. Οι τρεις προσφεύγοντες είχαν επαναπροωθηθεί στην Τουρκία και ζητούσαν την επιδίκαση αποζημίωσης. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αναρμόδιο και… πέταξε το μπαλάκι στην Ελλάδα.
«Δεδομένου ότι η Frontex δεν έχει αρμοδιότητα προς εκτίμηση του βασίμου των αποφάσεων επιστροφής ούτε προς εξέταση των αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του οργανισμού αυτού της Ένωσης για ενδεχόμενη περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που επήλθαν λόγω επαναπροώθησης στην Τουρκία».
Η απόφαση ήδη έχει προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Χαρακτηριστική είναι η ανάρτηση του καθηγητή Δικαίου στο Royal Holloway Law and Criminology, Στηβ Πίρς.
«Το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης κατά της Frontex για τις επαναπροωθήσεις – δίνει στον Frontex το ακαταλόγιστο για οποιαδήποτε παραβίαση των υποχρεώσεών του να μην συνδράμει σε επιχειρήσεις που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι πρόσφυγες μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο της ΕΕ», προτείνει.
«Η απόφαση φαίνεται να αγνοεί τη νομολογία σχετικά με την από κοινού ευθύνη μεταξύ κρατών μελών και φορέων της ΕΕ. Επίσης, είναι άσχετο το γεγονός ότι ο Frontex δεν αποφασίζει επίσημα για επιστροφές ή αιτήσεις ασύλου: το ζήτημα είναι αν παραβίασε τις υποχρεώσεις του να μην συνδράμει σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», συμπληρώνει.
Τι λένε οι δικηγόροι της οικογένειας
Η νομική ομάδα που εκπροσωπεί την οικογένεια δήλωσε ότι η απόφαση είναι “μη ικανοποιητική”.
«Είναι (η οικογένεια) απογοητευμένοι που ο Frontex δεν λογοδοτεί για τον ρόλο της στην παράνομη απώθηση της οποίας είναι θύματα και για τον τρόπο με τον οποίο απελάθηκαν», δήλωσε ένας δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ολλανδικής εταιρείας Prakken d’Oliveira.
Οι δικηγόροι της οικογένειας πιστεύουν ότι η απόφαση εγείρει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την εντολή και τη λογοδοσία της Frontex.
«Το άρθρο 34 του κανονισμού της Frontex αναφέρει ότι απαιτείται η δημιουργία “ενός αποτελεσματικού μηχανισμού για την παρακολούθηση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε όλες τις δραστηριότητες του Οργανισμού”», δήλωσαν. «Η απόφαση δεν καθιστά σαφές τι σημαίνει αυτό στην πράξη. Παραμένει ασαφές με ποιον τρόπο η Frontex υποχρεούται να εκτελεί το έργο της παρακολούθησης».
«Εναπόκειται πλέον στα πολιτικά όργανα, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, να αποσαφηνίσουν την εντολή του Frontex. Πρέπει να αποσαφηνίσει πώς η Frontex πρέπει να παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τα ανθρώπινα δικαιώματα», δήλωσαν οι δικηγόροι του Prakken d’Oliveira, επιβεβαιώνοντας ότι θα εξετάσουν περαιτέρω νομικά βήματα.
Σε απάντηση στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, η Frontex δήλωσε την Τετάρτη ότι «οι πολύτιμες γνώσεις που αποκομίσαμε από αυτή την υπόθεση μας επιτρέπουν να βελτιώνουμε συνεχώς τις διαδικασίες επιστροφής μας, διασφαλίζοντας ότι όλα τα άτομα που θίγονται αντιμετωπίζονται με απόλυτο σεβασμό».
Ο οργανισμός δήλωσε επίσης ότι απαιτεί από τα κράτη μέλη, στην προκειμένη περίπτωση την Ελλάδα, να επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα που υποστηρίζουν έχουν «εκδοθεί ατομικές εκτελεστικές αποφάσεις επιστροφής και ότι τους έχει δοθεί η δυνατότητα να αναζητήσουν διεθνή προστασία».
Το ιστορικό
Το 2016, μεγάλος αριθμός Σύρων προσφύγων έφθασε στη Μήλο. Μετά τη μεταφορά τους στη Λέρο, οι ενάγοντες -μεταξύ άλλων- εξέφρασαν την επιθυμία τους να υποβάλουν αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Ωστόσο, κατόπιν επιχειρήσεως επιστροφής διεξαχθείσας από κοινού από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (Frontex) και την Ελλάδα, τα πρόσωπα αυτά μεταφέρθηκαν στην Τουρκία. Από εκεί μετέβησαν στο Ιράκ, όπου διαμένουν έκτοτε.
Δεδομένου ότι οι καταγγελίες τις οποίες υπέβαλαν στον υπεύθυνο θεμελιωδών δικαιωμάτων της Frontex σχετικά με την επαναπροώθησή τους στην Τουρκία δεν τελεσφόρησαν, τα ίδια πρόσωπα άσκησαν αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα την επιδίκαση αποζημιώσεως. Συγκεκριμένα, ζητούσαν ποσό άνω των 96 000 ευρώ για περιουσιακή ζημία και ποσό 40 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με αιτία τη φερόμενη ως παράνομη συμπεριφορά της Frontex πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την επιχείρηση επιστροφής.
Κατά τους ενάγοντες, αν ηFrontex δεν είχε παραβεί τις υποχρεώσεις του στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε σχέση με την επιχείρηση επιστροφής, οι ίδιοι δεν θα είχαν επαναπροωθηθεί παρανόμως στην Τουρκία και δεν θα είχαν στερηθεί τη διεθνή προστασία την οποία δικαιούνταν, λαμβανομένων υπόψη τόσο της ιθαγένειάς τους όσο και της κατάστασης στη Συρία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, η Frontex παραβίασε, μεταξύ άλλων, την αρχή της μη επαναπροώθησης, την απαγόρευση των ομαδικών απελάσεων και την απαγόρευση της εξευτελιστικής μεταχείρισης, προσέβαλε δε το δικαίωμα σε αναγνώριση ασύλου, τα δικαιώματα του παιδιού, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή.
«Αναφορικά με τις επιχειρήσεις επιστροφής, αποκλειστικό καθήκον της Frontex είναι να παρέχει τεχνική και λειτουργική υποστήριξη στα κράτη μέλη. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη είναι τα μόνα αρμόδια να εκτιμούν το βάσιμο των αποφάσεων επιστροφής και να εξετάζουν τις αιτήσεις για παροχή διεθνούς προστασίας. Επομένως, κακώς οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, αν δεν είχε υποπέσει η Frontex στις προβαλλόμενες παραβάσεις, οι ίδιοι δεν θα είχαν επαναπροωθηθεί παρανόμως στην Τουρκία και δεν θα είχαν υποστεί περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, διότι θα τους είχε αναγνωριστεί η ζητούμενη διεθνής προστασία λόγω της κατάστασης στη Συρία», σημειώνει το Γενικό Δικαστήριο.
«Η απόφαση υπογραμμίζει το τεράστιο χάσμα απολογισμού: ενώ η Frontex αποκτά περισσότερα μέσα για να συνδράμει και να πραγματοποιεί επιχειρήσεις επιστροφής, οι εθνικές αρχές είναι υπεύθυνες για τη νομιμότητα των αποφάσεων επιστροφής. Αυτό πρέπει να διορθωθεί επειγόντως», δήλωσε μέσω Twitter η ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων, Σοφί Ιντ’ Βελτ.