Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Το κρυφό σχολειό ήτανε πάντοτε κρυφό; Τι ρόλο έπαιξαν οι ιερωμένοι (βίντεο-φωτό)

Το κρυφό σχολειό ήταν πράγματι …κρυφό; Πώς μάθαιναν οι Έλληνες γράμματα μέσα στους τέσσερις αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας; Ποιοι ήταν οι δάσκαλοί τους και τι είναι τα «μαθηματάρια»;

Στα ερωτήματα αυτά απαντά με εντυπωσιακό και άκρως διαδραστικό τρόπο η έκθεση «Πώς μάθαιναν οι Έλληνες γράμματα από την Άλωση μέχρι την Επανάσταση (1453-1821)», που φιλοξενείται στο Παράρτημα ΜΙΕΤ (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης) Θεσσαλονίκης.

Οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να «ξεφυλλίσουν» σχολικά εγχειρίδια της εποχής, να συλλαβίσουν γνωστές προσευχές κατανοώντας τη μέθοδο διδασκαλίας, ακόμη και να γράψουν το όνομά τους με αυθεντικούς χαρακτήρες από χειρόγραφα του 17ου και 18ου αιώνα.

«Το ΜΙΕΤ είναι ένας χώρος ο οποίος προσέφερε πάρα πολλά στην παιδεία επί μισό αιώνα, με σπάνιες εκδόσεις. Επειδή πλέον υπάρχουν εξαιρετικοί εκδοτικοί οίκοι που καλύπτουν αυτό το κενό, βούληση της Τράπεζας ήταν να γίνει ένα άνοιγμα στο ευρύτερο κοινό, χωρίς να κάνει καμία έκπτωση στην ποιότητα και την επιστημονική τεκμηρίωση», δήλωσε η γενική συντονίστρια της έκθεσης Ασπασία Λούβη – Κίζη, στη διάρκεια της θητείας της οποίας ως μεταβατική διευθύντρια, αποφασίστηκε να γίνει η συγκεκριμένη έκθεση.

Από την πλευρά του ο νέος Διευθυντής του Ιδρύματος Κώστας Κωστής ευχαρίστησε την ίδια όσο και την Έλια Βλάχου που υπογράφει τη μουσειολογική μελέτη της έκθεσης και επισήμανε το μεγάλο αριθμό των ατόμων και κυρίως των μαθητών που επισκέφθηκαν την έκθεση όσο ήταν στην Αθήνα. «Είναι κάτι περισσότερο από μία μεγάλη επιτυχία το ότι απευθυνόμαστε στα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης και μπορούμε και τα έλκουμε στους χώρους μας για να τους προσφέρουμε ένα θέμα το οποίο νομίζω είναι κεφαλαιώδες για την ελληνική ιστορία», είπε ο κ. Κωστής.

Φανερό το …«κρυφό σχολείο» – Ο ρόλος της Εκκληησίας

Η πλειονότητα των ανθρώπων τον 15ο και 16ο αιώνα τόσο στην οθωμανοκρατούμενη Ανατολή όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη ήταν αγράμματοι, ενώ στις προτεραιότητές τους δεν ήταν η παιδεία, αλλά η επιβίωση.

«Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι, ποτέ δεν υπήρξε επίσημη απαγόρευση από την ανώτατη αρχή -δηλαδή το Σουλτάνο, στο να μαθαίνουν οι μη μωαμεθανοί υπήκοοι να γράφουν, να διαβάζουν ή ακόμη και να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Το μόνο που ενδιέφερε την εξουσία ήταν να συγκεντρώνει φόρους», εξήγησε η Έλια Βλάχου.

Πάνω από όλα όμως η έκθεση έρχεται να λειτουργήσει ενισχυτικά στην κατάρρευση ενός θρύλου, κάτι που εδώ και χρόνια έχει απομυθοποιήσει η ίδια η βιβλιογραφία. Πρόκειται για το γνωστό, αγαπημένο, ιστορικό, σημαντικό για όλους μας κρυφό σχολειό.

Ήταν άραγε πάντοτε κρυφό; Όπως αναδεικνύεται μέσα από την έκθεση οι κατακτητές χωρίς να ενισχύσουν δεν απαγόρευσαν ποτέ την εκπαίδευση των Ελλήνων, όπως εκείνοι μπορούσαν να την καλλιεργήσουν.

Η τελευταία ενότητα της έκθεσης αποδεικνύει ότι αυτός ο θρύλος δημιουργήθηκε γιατί το νεότερο ελληνικό κράτος είχε ανάγκη από συλλογική εθνική ανάταση και ως εκ τούτου καλώς την κατέκτησε μέσα από αυτό το αφήγημα. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε οι θρύλοι δεν δημιουργούνται κατ’ εντολή, δεν κατασκευάζονται αλλά μεταδίδονται από στόμα σε στόμα. «Εκεί πρέπει οι κοινωνιολόγοι να διερευνήσουν γιατί ο Έλληνας χρειάζεται έναν θρύλο για το δύστυχο παρελθόν του», έλεγε στη διάρκεια της παρουσίασης της έκθεσης η γενική συντονίστριά της Ασπασία Λούβη – Κίζη. «Αποδεικνύουμε ότι το Κρυφό Σχολειό είναι ένας θρύλος, ότι τον έχουμε ανάγκη και θα τον κρατάμε πάντοτε, αρκεί να ξέρουμε ότι πρόκειται για θρύλο και όχι για πραγματικό γεγονός», πρόσθεσε.

κρυφό σχολειό

Ο ενεργός ρόλος της Εκκλησίας

Ωστόσο, η έκθεση μπορεί να απομυθοποιεί το κρυφό σχολειό αλλά αναδεικνύει τον ενεργό ρόλο της Εκκλησίας στη διάρκεια όλης της περιπέτειας της εκπαίδευσης των Ελλήνων. «Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι διανοητές του διαφωτισμού ήταν ιερωμένοι», συμπλήρωσε η Έλια Βλάχου που έκανε τη μουσειολογική μελέτη, αλλά και μια πολύ ζωντανή ξενάγηση γεμάτη εκπλήξεις και αναπάντεχα.

Το σχολείο των κοινών γραμμάτων

Με το μήνυμα ότι «η εκπαίδευση δεν είναι υποχρέωση και καταναγκασμός, αλλά ελευθερία και κατάκτηση» μέσα στη Βίλα Καπαντζή γίνεται μία ξενάγηση στους τέσσερις αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας και εξηγείται το πώς διατηρήθηκε όχι μόνον η γλώσσα, αλλά και η ελληνική παιδεία.

Χωρίς τίποτα που θυμίζει τα σημερινά σχολεία, τις τάξεις ή το σχολικό πρόγραμμα, η εκπαίδευση την εποχή εκείνη περιλάμβανε δύο τύπους σχολείων: Έναν κατώτερο, το σχολείο των κοινών γραμμάτων και έναν μέσο, το σχολείο ελληνικών γραμμάτων, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις πρόσφερε και έναν ανώτερο κύκλο σπουδών.

«Ο δάσκαλος δεν υπήρχε ως επάγγελμα, είναι όποιος ξέρει γράμματα και συνήθως κάποιος ιερωμένος. Ο χώρος του σχολείου ήταν η εκκλησία, το προαύλιό της, το σπίτι του δασκάλου ή ακόμη και η ύπαιθρος. Τέλος, τα βιβλία είναι τα μόνα διαθέσιμα στις εκκλησίες, άρα τα αναγνωστικά τους ήταν λειτουργικά βιβλία, ψαλτήρια, ο Απόστολος, το ωρολόγιο», επισημαίνει η κ. Βλάχου.

Η μέθοδος με την οποία ο δάσκαλος δίδασκε τα γράμματα, ήταν να διαβάζει τις -ούτως ή άλλως γνωστές στους μαθητές- προσευχές, δείχνοντας μία-μία τις λέξεις, με αποτέλεσμα οι μαθητές να αντιστοιχίζουν λέξη με άκουσμα. Στην έκθεση, σε μία μεγάλη οθόνη αφής, οι σημερινοί μαθητές βλέπουν αντίστοιχα κείμενα μπερδεμένα και καλούνται να βάλουν τις λέξεις στη σωστή σειρά.

κρυφό σχολειό

Το σχολείο των ελληνικών γραμμάτων και το …«πανεπιστήμιο» της εποχής

Κάποια ελάχιστα άτομα από αυτά που τελείωναν τη βασική εκπαίδευση, προχωρούσαν στο επόμενο επίπεδο, στο λεγόμενο ελληνικό σχολείο ή σχολείο ελληνικών γραμμάτων, όπου μάθαιναν αρχαία ελληνικά, γραμματική και σύνταξη. Τα εγχειρίδιά τους ήταν τα …μυστηριώδη μαθηματάρια.

«Επρόκειτο για εκκλησιαστικά βιβλία ή αρχαία κείμενα όπως π.χ. η Ιλιάδα, τα οποία αντιγράφονταν με μεγαλύτερα και πιο έντονα γράμματα, ενώ στο περιθώριο ανάμεσα στις γραμμές ο σχολιαστής έγραφε γραμματικούς ή συντακτικούς σχολιασμούς, συνώνυμα ή αντώνυμα λέξεων, κάτι που θυμίζει σημερινό βιβλίο μαθητή που κρατά σημειώσεις», υπογραμμίζει η κ. Βλάχου.

Από τον 17ο αιώνα αλλά κυρίως από τα μέσα του 18ου, οι μαθητές περνούν σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, αυτό που θα λέγαμε σήμερα τριτοβάθμια εκπαίδευση, η οποία πάντοτε ιδρύεται με ιδιωτική πρωτοβουλία από πλούσιους Έλληνες της διασποράς, την εκκλησία ή κάποια πλούσια κοινότητα. «Υπάρχουν ιδρυτικές πράξεις που ορίζουν όλες τις λεπτομέρειες λειτουργίας που αφορούν στη διοίκηση, στη λειτουργία, στα οικονομικά, στους διδάσκοντες, τους διδασκόμενους και τα μαθήματα, ενώ ένα από τα σπανιότερα τεκμήρια του Ιστορικού – Παλαιογραφικού Αρχείο του Ιδρύματος, είναι η απόφαση της Ιεράς Συνόδου για την αναδιοργάνωση της Πατριαρχικής Σχολής μετά από δωρεά ενός πλούσιου εμπόρου της εποχής», λέει κατά την ξενάγηση η κ. Βλάχου παρουσιάζοντας το σχετικό έγγραφο.

Και ενώ στην αρχή οι σχολές ήταν ελάχιστες, στην πορεία παρουσιάζονταν ανάγκες στέγασης που καλύπτονταν με αναμόρφωση των υπάρχοντων χώρων, με ενοικίαση άλλων ή ακόμη και κατασκευή κτηρίων που θα λειτουργούσαν ως ανώτατες σχολές. Εκεί διδάσκονται λογική, φιλοσοφία, ρητορική αλλά και θετικές επιστήμες.

Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να δει τεκμήρια από τη μέθοδο διδασκαλίας του πολλαπλασιασμού, ενώ σε μία οθόνη μπορεί να δει τον χάρτη με τα σημαντικότερα κέντρα στα οποία λειτουργούσαν ανώτατες σχολές, όπως και ένα βίντεο που αναπαριστά μία από αυτές και παρουσιάζει βήμα – βήμα το χτίσιμό της.

«Συνήθως οι σχολές βρισκόταν έξω από τις πόλεις για λόγους περισυλλογής και απομόνωσης, ένα ψηλό τείχος περιέκλειε το χώρο, υπήρχε μία κεντρική αυλή με ένα στοιχείο νερού (πηγάδι ή κρήνη), βοηθητικούς χώρους γύρω-γύρω (κουζίνα, εργαστήρια τους κοιτώνες των μαθητών), ενώ στον στεγασμένο διάδρομο υπήρχαν σκάλες που οδηγούσαν στον όροφο όπου ήταν οι τάξεις, η βιβλιοθήκη, το αναγνωστήριο, τα εργαστήρια πειραμάτων, τα γραφεία και οι οντάδες του σχολάρχη και των διδασκάλων», περιγράφει η κ. Βλάχου.

Ξεφύλλισμα βιβλίων 17ου αιώνα

Στη μέση και την ανώτερη εκπαίδευση δίδασκαν εξαιρετικά μορφωμένοι λόγιοι, οι οποίοι συχνά ταξίδευαν διδασκόμενοι και διδάσκοντες και κάποιοι από αυτούς επέστρεψαν στον τόπο τους για να διδάξουν. «Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Ιωάννης Πέζαρος από τον Τύρναβο, ο οποίος επειδή ασχολούνταν με όλα τα επιστημονικά πεδία, συγκέντρωνε βιβλία για ό,τι μπορούσε να γνωρίζει ο άνθρωπος της εποχής. Η χαρακτηριστική του βιβλιοθήκη περιήλθε στο Ιστορικό – Παλαιογραφικό Αρχείο του ΜΙΕΤ και μικρό τμήμα αυτής εκτίθεται στην έκθεση», αναφέρει η κ. Βλάχου.

Η ανάγκη που γεννάται στον επισκέπτη βλέποντάς την, είναι να τραβήξει ένα από αυτά και να το ξεφυλλίσει, πράγμα που δεν είναι δυνατόν να συμβεί με τόσο σπάνια βιβλία. «Η αμέσως επόμενη λύση ήταν να αναπαράγουμε αυτή τη βιβλιοθήκη σε μία οθόνη, να μπορείς να διαλέξεις τη ράχη που επιθυμείς και να ανοίξεις την πρώτη σελίδα, να διαβάσεις τη μεταγραφή της αν δεν είναι εύκολο να διακρίνουμε αυτά που γράφονται και ενδεχομένως ένα μικρό σχόλιο», εξηγεί η κ. Βλάχου.

Με πολλές άλλες αντίστοιχες ηλεκτρονικές διαδραστικές εφαρμογές και αίθουσα πειραμάτων, ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται και κατανοεί τις μεθόδους διδασκαλίας, βλέπει κείμενα και εγχειρίδια, αλλά βιώνει και την εμπειρία των ανθρώπων που ζούσαν αυτή την κατάσταση, μέσα από αποσπάσματα από κείμενά τους και μαρτυρίες της εποχής.

Παράλληλα, έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει ένα εμβληματικό κτήριο της Θεσσαλονίκης, στο οποίο φιλοξενείται η έκθεση, τη Βίλα Καπαντζή, ένα μοναδικό αρχοντικό του τέλους του 19ου αιώνα, από τα ελάχιστα σωζόμενα της «Συνοικίας των Εξοχών» στην Β. Όλγας 108. Εκεί θα παραμείνει έως τις 31 Ιανουαρίου 2024, με ώρες λειτουργίας τις καθημερινές 10:00-17:00 και το Σάββατο 12:00-18:00, με ελεύθερη είσοδο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Τα τελευταία λόγια του 65χρονου πριν τον δολοφονήσει ο γιος του: «Το παιδί είναι σε σύγχυση…»

Νέο περιστατικό βίας στην Κρήτη: Μαθητές πιάστηκαν στα χέρια – 14χρονος χτύπησε 12χρονο έξω από το σχολείο

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ