«Το γεγονός ότι ο κ. Βενιζέλος υπήρξε μαθητής μου με έκανε να ελπίζω ότι θα μπορούσα να αναμείνω εκ μέρους του περισσότερο μέτρο στην προπέτεια και ολιγότερη μετριότητα στα νομικά του…» «… Είναι δε επιτήδειος να μεταφέρει τη συζήτηση σε άλλα επίπεδα που τα θεωρεί πρόσφορα για την παρουσίαση των απόψεών του ως ορθών στην αγχώδη προσπάθειά του να κάνει “τον ήττονα λόγον κρείττω” …»
Αυτά έγραφε για τον.. «πολύ» σήμερα Βαγγέλη Βενιζέλο στο ΝΟΜΙΚΟ ΒΗΜΑ, τεύχος 40, το 1992 ο μεγάλος δάσκαλος της Νομικής, αντιστασιακός, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και ακαδημαϊκός Αριστόβουλος Μάνεσης, περίπου οκτώ χρόνια πριν πεθάνει. Αφορμή ήταν τότε μία μελέτη του μεγάλου μας ακαδημαϊκού μαζί με τον Αντ. Μανιτάκη που είχε τίτλο «Ο θεσμός της αναπλήρωσης του προέδρου της Δημοκρατίας κατά το ισχύον Σύνταγμα», που δημοσιεύθηκε στο «Νομικό Βήμα» (39. 1-41). Τότε, είχε δεν είχε 8 χρόνια που είχε «βγει από το αυγό» ως υφηγητής ο Βαγγέλης Βενιζέλος και επιχείρησε να απαντήσει στον δάσκαλό του με μειωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως θα αποκαλύψουμε πιο κάτω…. «Πείραξε», φαίνεται τον… Βαγγέλη ότι ο δάσκαλός του έγραφε στη μελέτη του πως «η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής είναι δεδομένη και εμφανίζεται εντονότερη στο Συνταγματικό Δίκαιο…». (Ένα χρόνο αργότερα ο Βενιζέλος εξελέγη βουλευτής Α΄Θεσσαλονίκης με το ΠΑΣΟΚ!)
Αξίζει όμως τον κόπο να διαβάσουμε τι έγραφε ο μεγάλος ακαδημαϊκός δάσκαλος απαντώντας (με την ευγένεια και τη γαλήνη που τον διέκρινε) στον πρώην μαθητή του, με τον χαρακτηριστικό τίτλο: ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ.
«Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής είναι δεδομένη, εμφανίζεται δε εντονότερη στο Συνταγματικό Δίκαιο, ως το κατ εξοχήν “πολιτικό δίκαιο” , όπως άλλωστε το αποκαλούσαν παλαιότερα. Από αυτή τη διαπλοκή πηγάζει η δύναμη και η αδυναμία της επιστήμης του Συνταγματικού Δικαίου. Πέρα όμως από αυτά τα δεδομένα υπάρχει ένα παθολογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο πολιτικό βίο της χώρας μας: Αφ ενός η υπέρμετρη νομικοποίηση των πολιτικών θεμάτων και αφ ετέρου η έντονη πολιτικοποίηση του νομικού επιστημονικού λόγου. Νομίζω ότι πρόκειται σε τελική ανάλυση για δύο όψεις μιας εξουσιαστικής συμπεριφοράς των αντιπαρατιθέμενων πολιτικών παρατάξεων που επιδιώκουν, με αναγκαίο συνεργό την επιστήμη, την ιδεολογική-νομική επικάλυψη πολιτικών θέσεων και αποφάσεών τους, των οποίων η συμφωνία προς το Σύνταγμα και το εν γένει ισχύον δίκαιο είναι αμφίβολη ή οριακή…. Πρέπει όμως να λήξει κάποτε αυτή η κατάσταση που εμφανίζει τη νομική επιστήμη ως οιονεί θεραπαινίδα της πολιτικής. Κατά πρώτο δε λόγω η επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου οφείλει να αποστασιοποιηθεί, όσο είναι αντικειμενικά και υποκειμενικά εφικτό, από την εμπλοκή αυτή, η οποία βέβαια δεν ταυτίζεται με την επισημανθείσα εγγενή και πάγια διαπλοκή δικαίου και πολιτικής. Και προς τούτο αποφασιστική μπορεί να αποβεί η συμβολή των συνταγματολόγων με την “αυτοσυγκράτησή” τους αλλά και με την ποιότητα του επιστημονικού τους λόγου».
«..Δυστυχώς δεν τείνει προς αυτή την κατεύθυνση ούτε το περιεχόμενο ούτε η διατύπωση του άρθρου του κ. Ευ. Βενιζέλου που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος του Νομικού Βήματος υπό τον τίτλο “Η αναπλήρωση του προέδρου της Δημοκρατίας και η δοκιμασία της ερμηνείας του Συντάγματος”, με το οποίο επιχειρεί να αντικρούσει όσα ανέπτυξα μαζί με τον συνάδελφο Αντ. Μανιτάκη στη μελέτη μας με τίτλο “Ο θεσμός της αναπλήρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το ισχύον Σύνταγμα” που δημοσιεύθηκε στο “Νομικό Βήμα” (39. 1-41)».
Και συνεχίζει, καταπέλτης:
«Όσον αφορά μεν τη νομική επιχειρηματολογία, το κείμενο του κ. Βενιζέλου δεν προσθέτει κανένα νέο επιχείρημα ούτε επαναλαμβάνει κάποιο παλαιότερο με τρόπο πιο συστηματικό ή με εμβάθυνση. Συνεπώς δεν νομίζω ότι χρειάζεται απάντηση επί της ουσίας. Το μόνο που χρειάζεται είναι η επισήμανση της επιτηδειότητας του αρθρογράφου να μεταβάλλει τη βάση της συζήτησης και να τη μεταφέρει σε άλλα επίπεδα, που τα θεωρεί πρόσφορα για την παρουσίαση των απόψεών του ως ορθών, στην αγχώδη προσπάθειά του να κάνει τον “ήττονα λόγον κρείττω”. Πάντως διερωτώμαι αν, δυοίν θάτερον: δεν μπόρεσε ο κ Βενιζέλος να κατανοήσει τις θέσεις μας ή τις παραποιεί ηθελημένως, παραπλανώντας έτσι τον αναγνώστη…»
«Όσον αφορά δε το ύφος που ο αρθρογράφος επέτρεψε στον εαυτό του να χρησιμοποιήσει, τούτο επιρρωννύει την απόφασή μου να μην απαντήσω. Διότι αλλιώς θα ήμουν υποχρεωμένος να μιλήσω χωρίς καλωσύνη. Όταν αυτάρεσκα φθέγγεται με δοκησίσοφο ύφος ότι “…εγώ αρνούμαι να αποδεχθώ αυτή τη μέθοδο…”, “ …δεν είμαι καθόλου έτοιμος να συμφωνήσω…”, “ …θεωρώ αξιοπερίεργο το γεγονός…” και όταν προσάπτει στη μελέτη μας… “παράδοξα…”, “…φαντασίες θεωρητικών”… “σύγχυση”… “πλημμέλειες”…. “ανενδοίαστη”…. “αντιφατική και απλουστευτική θέση που αδυνατεί να διαχωρίσει, να αξιολογήσει και να συνθέσει”… κλπ, είναι απορίας άξιον πώς δεν έχει συναίσθηση ότι γράφοντας αυτά κάνει λάθος στη διεύθυνση και ότι ένα κείμενο διάσπαρτο από τέτοιους χαρακτηρισμούς υποβιβάζει το επίπεδο της συζήτησης και προδίδει πάντως ένδεια επιστημονικών επιχειρημάτων. Παράλληλα, δεν διστάζει να μας κατηγορήσει για.. “επιστημολογικό ηθικισμό” όπως θα έκανε ένας επιστημολογικά αμοραλιστής (!) Ένα πρόσθετο δείγμα ύφους αλλά και ήθους είναι ότι μνημονεύοντας στη σημείωση 11 του άρθρου του τα όσα του καταλογίσαμε για τη βοερά εσφαλμένη επιχειρηματολογία που είχε σπεύσει πρόχειρα να διατυπώσει σχετικά με την περίπτωση της αναπλήρωσης του προέδρου της Δημοκρατίας συλλογικά από την Κυβέρνηση, εμφανίζεται τώρα ζητώντας και ”ρέστα” και μάλιστα “υφολογικά, επιστημονικά και πολιτικά”…»
Και δίνοντάς του το τελευταίο και ηχηρότερο «χαστούκι» ο Αριστόβουλος Μάνεσης καταλήγει, γράφοντας:
«Δεν μπορώ να αποσιωπήσω πόσο απογοητευτικά με αιφνιδίασε η “απάντηση” του κ. Βενιζέλου. Διότι, το γεγονός ότι υπήρξε μαθητής μου με έκανε να ελπίζω ότι θα μπορούσα να αναμείνω εκ μέρους του περισσότερο μέτρο στην προπέτεια και ολιγότερη μετριότητα στα νομικά του…»
Αυτός είναι ο άνθρωπος με τον μακροσκελή και βαρύγδουπο τίτλο που συγκυβερνά σήμερα την Ελλάδα: Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και… καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου». Είναι αυτός που (μαζί με άλλους) έχει ευτελίσει το Σύνταγμα. Αυτός που κυκλοφορεί μέσα σε μια καθημαγμένη χώρα με θωρακισμένη BMW των 750.000 ευρώ και απαιτεί να μετακινείται με τα κυβερνητικά αεροσκάφη με κόστους ανά ταξίδι από 150.000 έως και 250.000 ευρώ. Αυτός που «αθώωσε» τον Άκη και κράτησε στην τσέπη του 8 μήνες τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά επέβαλε στον Έλληνα πολίτη το «χαράτσι της ΔΕΗ», της «Αλληλεγγύης», «των υποβρυχίων» και τόσα άλλα…
«Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής είναι δεδομένη και εμφανίζεται εντονότερη στο Συνταγματικό Δίκαιο» (Αρ. Μάνεσης).
Τι λέτε καλέ, θα αστειεύεστε!