Η πρόσφατη αποκάλυψη ότι πολιτικοί από το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland – AfD) συναντήθηκαν με ακροδεξιούς ακτιβιστές τον περασμένο Νοέμβριο για να συζητήσουν ένα εξτρεμιστικό σχέδιο «επανα-μετανάστευσης» έχει φέρει τη συζήτηση για την απαγόρευση του ακροδεξιού κόμματος στην επιφάνεια.
Η δημοκρατία σε κίνδυνο
Αυτή η μυστική συνάντηση, που πραγματοποιήθηκε σε ένα παραλίμνιο ξενοδοχείο κοντά στο Πότσνταμ, φέρεται να επικεντρώθηκε στην πιθανότητα μαζικών απελάσεων μεταναστών εάν η ακροδεξιά κατακτούσε την εξουσία.
Θορυβημένοι από αυτό το τρομακτικό σενάριο, ηγέτες από όλο το πολιτικό φάσμα, δημόσιοι διανοούμενοι και σχολιαστές με επιρροή στα μέσα ενημέρωσης υποστηρίζουν τώρα ότι η απαγόρευση του AfD είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της γερμανικής δημοκρατίας.
Η αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη του AfD απλώς ενίσχυσε την αίσθηση του επείγοντος, ειδικά με τις περιφερειακές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί σε τρία από τα ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας, που αποτελούν και προπύργια του κόμματος αργότερα αυτό το έτος.
Πιο πρόσφατα, το AfD έχει προσφέρει πλήρη υποστήριξη στις διαμαρτυρίες των αγροτών ενάντια στις προτεινόμενες περικοπές των επιδοτήσεων, εγείροντας ανησυχίες ότι το κόμμα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτή την εκρηκτική κατάσταση στο οικονομικό πεδίο για πολιτικό όφελος.
«Σαββατοκύριακο της ελπίδας»
Τώρα, σχεδόν το μισό γερμανικό κοινό τάσσεται υπέρ της απαγόρευσης του AfD και εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί συμμετείχαν σε διαδηλώσεις κατά του κόμματος τις τελευταίες ημέρες.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο πάνω από 100.000 πολίτες διαδήλωσαν στο Βερολίνο μπροστά από το ιστορικό κτίριο του Ράιχσταγκ σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ενώ για σχεδόν 350.000 διαδηλωτές έκαναν λόγο οι διοργανωτές. Ομοίως στο Μόναχο και στην Κολωνία αλλά και σε άλλες πόλεις εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες βγήκαν μαζικά στους δρόμους κατά της ακροδεξιάς και του AfD στέλνοντας ένα εντυπωσιακά ηχηρό μήνυμα: «Ποτέ ξανά», με τα γερμανικά Μέσα να κάνουν λόγο για το «Σαββατοκύριακο της ελπίδας».
Από την πλευρά του ο Γερμανός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ με βιντεοσκοπημένο μήνυμά του προς τους πολίτες ευχαρίστησε τους διαδηλωτές για την προσήλωσή τους και τη δέσμευση για τη δημοκρατία. «Όλοι αυτοί οι άνθρωποι μάς δίνουν θάρρος. Υπερασπίζονται τη δημοκρατία μας και το Σύνταγμά μας απέναντι στους εχθρούς τους».
Πολλά είναι στο μεταξύ τα μηνύματα από υπουργούς της γερμανικής κυβέρνησης και κορυφαίους πολιτικούς όλων των κομμάτων, όπως η κριτική του επικεφαλής των Χριστιανοδημοκρατών Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος σε συνέντευξή του το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο δημόσιο δίκτυο ARD μεταξύ άλλων άσκησε δριμεία κριτική στην Εναλλακτική για τη Γερμανία που καπηλεύεται αξίες αλλά και παραδοσιακούς ψηφοφόρους του δημοκρατικού συντηρητικού χώρου.
Αντοχή παρά τις αντιδράσεις
Σύμφωνα πάντως και με την τελευταία δημοσκόπηση του ινστιτούτου Insa για λογαριασμό της κυριακάτικης Bild, η Εναλλακτική για τη Γερμανία δεν εμφανίζεται αποδυναμωμένη ούτε από τις πρόσφατες αποκαλύψεις του ερευνητικού δικτύου Correctiv, ούτε από τις μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους και καταγράφει εκ νέου ποσοστά που ξεπερνούν το 22% σε όλη τη χώρα.
Επιπλέον, μια ηλεκτρονική αίτηση που καλεί την κυβέρνηση να αφαιρέσει από τον Björn Höcke, τον διαβόητο ηγέτη του AfD στην πολιτεία της Θουριγγίας, τα πολιτικά του δικαιώματα –μια πρόταση πραγματικά άνευ προηγουμένου στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας– έχει συγκεντρώσει περισσότερες από ενάμισι εκατομμύριο υπογραφές.
Αμφισβητήσιμη η απαγόρευση
Αλλά η προσπάθεια να τεθεί εκτός νόμου το δεύτερο δημοφιλέστερο κόμμα της χώρας θα ήταν δημοκρατικά αμφισβητήσιμη και θα είχε απροσδόκητες –και δυνητικά εκτεταμένες– αρνητικές συνέπειες.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφασίζει εάν θα απαγορεύσει ένα πολιτικό κόμμα, αφού λάβει επίσημο αίτημα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, το ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο ή το δεύτερο Σώμα της Γερμανίας, το Bundesrat (Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συμβούλιο), το οποίο εκπροσωπεί τα ομοσπονδιακά κράτη.
Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει θέσει ένα υψηλό όριο για τον πολιτικό αποκλεισμό, όπως αποδεικνύεται από προηγούμενες προσπάθειες διάλυσης κομμάτων.
Το 2017 απέρριψε μια ανάλογη αίτηση για να τεθεί εκτός νόμου το νεοναζιστικό Εθνικοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (NPD), παρά την απροκάλυπτα ρατσιστική και αντιδημοκρατική ατζέντα της ομάδας.
Στην πραγματικότητα το Δικαστήριο χρησιμοποίησε για τελευταία φορά αυτόν τον μηχανισμό το 1956, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, όταν απαγόρευσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD).
Μπροστά σε ένα πολιτικό φιάσκο
Δεδομένης της δημοτικότητας του AfD, ακόμη και το να ζητηθεί από το Δικαστήριο να απαγορεύσει το κόμμα θα εκλαμβανόταν ευρέως ως ένα τακτικό τέχνασμα από καθιερωμένα κόμματα για την εξάλειψη ενός ολοένα και ισχυρότερου ανταγωνιστή, ενισχύοντας το επιχείρημα της ακροδεξιάς ότι το σύστημα είναι στημένο.
Επιπλέον, οι διαδικασίες του Συνταγματικού Δικαστηρίου είναι αναπόφευκτα αργές –σημειωτέον πως η υπόθεση κατά του νεοναζιστικού NPD διήρκεσε περισσότερα από τρία χρόνια– και θα ολοκληρώνονταν πολύ μετά το τέλος των επερχόμενων εκλογών.
Από πολλές απόψεις, ακόμη και η συζήτηση για νομικές ενέργειες κατά του AfD το ενισχύει ακόμη περισσότερο δίνοντάς του τη δυνατότητα να πολιτεύεται καλλιεργώντας την αίσθηση του θύματος που βρίσκεται υπό διωγμόν.
Ένα επιπλέον πρόβλημα που δεν μπορεί να παραβλεφθεί είναι πως ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που το AfD απαγορευθεί, μόνο το κόμμα θα εξαφανιζόταν. Οι υποστηρικτές του –και τα παράπονά τους– δεν θα εξαφανιστούν και τίποτα δεν εμποδίζει τα μέλη του AfD να ιδρύσουν ένα νέο δεξιό κόμμα – μια εναλλακτική στην Εναλλακτική.
Εκτός χρηματοδότησης οι ναζιστές
Προ μιας τέτοιας προοπτικής, προς το παρόν η Γερμανία προχώρησε σε μια απόφαση-σταθμό, με το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης να αποφασίζει τη διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης για το άλλο ακροδεξιό κόμμα «Η Πατρίδα», διάδοχο του νεοναζιστικού Εθνικοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (NPD), το οποίο έχει καταφέρει να αποκτήσει πρόσβαση σε κρατική χρηματοδότηση χάρη στα ποσοστά που έλαβε σε τοπικές εκλογές στο κρατίδιο του Μεκλεμβούργου-Πομερανίας το 2020, λαμβάνοντας πάνω από 300.000 ευρώ από το γερμανικό κράτος.
Ο αντίκτυπος στην Ευρώπη
Έπειτα από αυτές τις εξελίξεις, οι πιο νουνεχείς φωνές στη Γερμανία εκτιμούν πως η καταπολέμηση του λαϊκισμού με νόμιμο ακτιβισμό δεν θα λειτουργήσει και μπορεί ακόμη και να επιδεινώσει το πρόβλημα. Η δε πρόκληση της ακροδεξιάς –μάλιστα ενόψει ευρωεκλογών, σύμφωνα με μελέτη που αφορά και τις 27 χώρες-μέλη της ΕΕ, η οποία εκτιμά πως μπορεί να καταλάβει «τη δεύτερη ή την τρίτη θέση σε άλλες εννέα χώρες», συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Σουηδίας– πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά! Με λύσεις που αντιμετωπίζουν τις βαθύτερες αιτίες της δυσαρέσκειας: υψηλές τιμές ενέργειας, στάσιμη οικονομική ανάπτυξη, επίμονα υψηλά επίπεδα εσωτερικής μετανάστευσης και αποτυχημένη ενσωμάτωση των νεοφερμένων.
Ασφαλώς, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες πρέπει να επαγρυπνούν – και έχουν και υποχρέωση και δικαίωμα να αντεπιτεθούν, είτε στα δικαστήρια είτε στα εθνικά Κοινοβούλια. Αλλά η προσπάθεια απαγόρευσης ενός πολιτικού ανταγωνιστή είναι καταδικασμένη να αποβεί άκαρπη, με δεδομένο το γεγονός ότι οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι έχουν νόμιμο δικαίωμα να εκφράσουν τα παράπονά τους. Ούτως ειπείν, οι δημοκρατικές αξίες δεν μπορούν να προστατευθούν με τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών.
Η πρόκληση της ακροδεξιάς όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με φόντο τον επιτεινόμενο λαϊκισμό, που θα μπορούσε να φθάσει σε νέα ύψη με την (ενδεχόμενη) επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, πρέπει να αντιμετωπισθεί στον εκλογικό θάλαμο, όχι στο εδώλιο του δικαστή. Μια νίκη επί της Εναλλακτικής για τη Γερμανία μέσω νομικής απαγόρευσης θα ήταν ηθική και πολιτική ήττα με αντίκτυπο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Spiegel: Το παράδειγμα της Ελλάδας κατά της ακροδεξιάς