Της Έρης Τσάκωνα
Σε μεγάλο «στοίχημα» εξελίσσεται για τις Υπηρεσίες Πληροφοριών στην Ε.Ε ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση τρομοκρατικών ενεργειών στο πρότυπο των επιθέσεων του Παρισιού, οι οποίες έχουν την γενικευμένη εποπτεία των τζιχαντιστικών οργανώσεων της Μέσης Ανατολής, ωστόσο την πρωτοβουλία για την επιλογή των στόχων και την διεκπεραίωση έχουν οι «μαχητές» – ακόλουθοί τους.
Οι «μοναχικοί λύκοι» ή «freelancer τρομοκράτες», όπως τους ονομάζουν οι αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες, δρουν είτε μόνοι τους, είτε σε μικρές ομάδες, όπως οι αδελφοί Κουασί που πραγματοποίησαν την επίθεση στο περιοδικό Charlie Hebdo, γεγονός που τους καθιστά «αόρατους» ή δύσκολα ανιχνεύσιμους. Η γαλλική Υπηρεσία Πληροφοριών, ίσως η πιο συγκροτημένη και εξελιγμένη στην ΕΕ, επικρίθηκε δημοσίως από τον γάλλο πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς για την αποτυχία της – παρότι η δράση των τριών δραστών ήταν γνωστή – να συλλέξει τις πληροφορίες που θα οδηγούσαν στις δύο πολύνεκρες επιθέσεις.
Ειδικότερα, στον Σερίφ Κουασί είχε επιτραπεί να ταξιδέψει αεροπορικώς στην Υεμένη το 2011 – οπού εκπαιδεύτηκε από την Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου – αν και οι δικαστικές αρχές του είχαν απαγορέψει την έξοδο από την χώρα, όντας ύποπτος τρομοκρατίας. Μία ακόμη σοβαρή παράλειψη είναι ότι αφότου επέστρεψε από την Υεμένη, το όνομά του δεν υπήρχε στις ευρωπαϊκές λίστες απαγόρευσης πτήσεων. Η ΕΕ δεν συγκεντρώνει ονόματα επιβατών πτήσεων με ύποπτους μαχητές της Τζιχάντ. Ωστόσο, οι αδελφοί Κουασί βρισκόταν στις αντίστοιχες λίστες του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Συνεπώς, το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί οι γαλλικές Υπηρεσίες υποβάθμισαν την παρακολούθηση των αδελφών Κουασί και του συνεργάτη τους, Αμεντί Κουλιμπαλί, δεδομένου ότι και οι τρεις συνυπήρχαν στον ίδιο ισλαμιστικό πυρήνα που δρούσε στο βόρειο Παρίσι.
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, εδώ έγκειται η περιπλοκότητα της τρομοκρατικής δράσης των «μοναχικών λύκων». Για να παρακολουθηθεί ένας ύποπτος επί ένα 24ωρο απαιτείται μια ομάδα 20 έως 30 ατόμων για να συλλέξει και να αναλύσει τις πληροφορίες –ένα αποθαρρυντικό νούμερο και συνεπώς ένα πολυδάπανο budget, αν ληφθεί υπόψιν ο μεγάλος αριθμός πιθανών τζιχαντιστών.
Αξιοσημείωτα είναι όσα ανέφερε σε ομιλία του ο επικεφαλής της βρετανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, MI5, Άντριου Πάρκερ, μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι. Εξήγησε ότι οι επιθέσεις τύπου «μοναχικών λύκων», όπως είδαμε προσφάτως στην Αυστραλία και τον Καναδά, εντοπίζονται πολύ δυσκολότερα από τις Υπηρεσίες Πληροφοριών. «Συνήθως, οι επιθέσεις αποτελούν έργο βίαιων προσωπικοτήτων που παρακινούνται από την τζιχαντιστική προπαγάνδα και δεν εκπονούνται από πολύπλοκα τρομοκρατικά δίκτυα. Συχνά δρουν άμεσα ή σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη στιγμή σχεδιασμού της επίθεσης». Γι’ αυτό και ο κ. Πάρκερ υπογράμμισε ότι είναι καθοριστική η συμβολή των πολιτών για την αναφορά στις Αρχές ύποπτων συμπεριφορών μεμονωμένων ατόμων, που σχεδιάζουν να δράσουν μόνοι και συνεπώς δεν μοιράζονται πληροφορίες για τις επιθέσεις τους με συνεργούς. Η MI5, σημείωσε, έχει αποτρέψει τρεις επιθέσεις αυτού του τύπου, ωστόσο, δεν είναι σε θέση να αποτρέψει κάθε παρόμοιο σχέδιο τρομοκρατικής επίθεσης στο βρετανικό έδαφος.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τις επιθέσεις του Παρισιού, υπάρχει ένα παράδοξο. Σύμφωνα με τον Κουλιμπαλί – ο οποίος δήλωνε μέλος του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) – η επίθεσή του στο εβραϊκό παντοπωλείο ήταν σε συνέργεια με εκείνη των αδελφών Κουασί της Αλ Κάιντα. Δηλαδή, κρατούσε ομήρους με αντάλλαγμα τη διαφυγή των δραστών επίθεσης στο Charlie Hebdo. Ίσως δεν είναι ευρέως διαδεδομένο, όμως η Αλ Κάιντα είχε αποκηρύξει το ISIS και έκτοτε οι δύο οργανώσεις βαδίζουν σε ανταγωνιστικά μονοπάτια. Διαγκωνίζονται για την πρωτοκαθεδρία της Ισλαμικής Τζιχάντ, συνεπώς δεν θα σχεδίαζαν μια κοινή επίθεση. Συνεπώς, εκτιμώ ότι ενισχύεται το σενάριο της γενικότερης εποπτείας των επιθέσεων από Αλ Κάιντα και ISIS και της εκτέλεσής τους από «freelancers τρομοκράτες» που δρούσαν στον ίδιο ισλαμιστικό πυρήνα του Παρισιού και εν τέλει συνεργάστηκαν.
Στην δημόσια ανάληψη ευθύνης της Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου για την επίθεση στο Charlie Hebdo, θα μπορούσε να δοθεί μία, περισσότερο, δημοσιοσχετίστικη ερμηνεία, άλλωστε ειδικοί αναλυτές σε θέματα τρομοκρατίας αδυνατούν να αποδείξουν με στοιχεία την άμεση εμπλοκή της οργάνωσης. Πάραυτα, η διεκδίκηση της «πατρότητας» μίας επίθεσης στην «καρδιά» της Ευρώπης που προκάλεσε παγκόσμιο αποτροπιασμό, δίνει μπόνους στο «τρομο-μέτρο» με το οποίο η Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου μετρά σήμερα την διαχρονική της «υπεροχή» έναντι του ανταγωνιστικού ISIS.
Ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για καθοδηγούμενες η μη, τρομοκρατικές επιθέσεις, η Αλ Κάιντα και το ISIS έχουν επιτύχει έναν στόχο. Να δημιουργούν μικρούς κοιμώμενους πυρήνες τζιχάντ στις δυτικές κοινωνίες, έτοιμους να σπείρουν τον θάνατο και το κυριότερο, δύσκολα ανιχνεύσιμους από τις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες. Είμαστε έτοιμοι να τους αντιμετωπίσουμε;