Ο Εμανουέλ Μακρόν μπορεί να πέτυχε αυτό που δεν πέτυχαν ο Σαρκοζί και ο Ολάντ, αποφεύγοντας να γίνει «πρόεδρος μίας χρήσης» κερδίζοντας μια δεύτερη προεδρική θητεία, όμως είναι, όπως και να το δει κανείς, ένας… πρόεδρος μειοψηφίας. Και για πρώτη φορά στην πολιτική Ιστορία της Γαλλίας ένας νεοεκλεγμένος πρόεδρος δεν καταφέρνει να συμπαρασύρει την παράταξή του σε μια ευρεία, πλειοψηφική νίκη, ενώ αρκετά στελέχη πρώτης γραμμής της «Μακρονίας», όπως ο πρόεδρος της απερχόμενης Βουλής, δεν κατάφεραν να εκλεγούν καν. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν έκρυψε την απογοήτευσή του: «Δεν θέλω να κρύβομαι πίσω από το δάκτυλό μου. Οι έδρες που εξασφαλίζουμε είναι λιγότερες από όσες ελπίζαμε».
Του Νίκου Βασιλειάδη
Αποχωρήσεις
Πολλές σημαίνουσες μορφές της προεδρικής παράταξης γνώρισαν οδυνηρές ήττες, όπως ο πρόεδρος της απερχόμενης Εθνοσυνέλευσης Ρισάρ Φεράν, αλλά και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας της Κριστόφ Καστανέρ. Ακόμη, τρεις υπουργοί, η Αμελί ντε Μονσαλέν (Οικολογικής Μετάβασης), η Μπριζίτ Μπουργκινιόν (Υγείας) και η Ζιστίν Μπενέν (Θαλασσών και Ναυτιλίας) είχαν την ίδια τύχη κι αναμένεται να αποχωρήσουν ως αποδοκιμασθείσες από τις τάξεις της κυβέρνησης, κατά την άγραφη πολιτική παράδοση στη Γαλλία.
Η παράταξη του Μακρόν κέρδισε μεν τις περισσότερες βουλευτικές έδρες στις γαλλικές εκλογές, αλλά πολύ λιγότερες από αυτές που του έδιναν οι προεκλογικές εκτιμήσεις. Οι 224 βουλευτές απέχουν πολύ από τις 289 που χρειαζόταν για την απόλυτη πλειοψηφία και τις πάνω από 300 που είχε κερδίσει το 2017, παρότι το γαλλικό εκλογικό σύστημα είναι φτιαγμένο ώστε να δίνει πλειοψηφίες στο πολιτικό ρεύμα που είναι μπροστά, κάτι που με βάση τον προεδρικό χαρακτήρα της γαλλικής δημοκρατίας σημαίνει ότι είναι φτιαγμένο ώστε να μπορεί ο πρόεδρος να απολαύει και μιας φιλικής πλειοψηφίας στην Εθνοσυνέλευση. Και αυτό εξηγεί γιατί οι γαλλικές εκλογές εξελίχθηκαν τελικά σε πολιτική ήττα για τον Μακρόν βάζοντας τη Γαλλία σε ένα νέο τοπίο, άγνωστο.
Νικητές και ηττημένοι
Για τις ενωμένες δυνάμεις της Αριστεράς το αποτέλεσμα ήταν… γλυκόπικρο. Η Αριστερά αποτελεί πλέον τη βασική δύναμη της αντιπολίτευσης, αποκτά την προεδρία της ισχυρής επιτροπής της Βουλής για τα οικονομικά και τον προϋπολογισμό, αλλά ο Ζαν Λικ Μελανσόν δεν κατόρθωσε να κερδίσει την πλειοψηφία που θα τον εκτόξευε στην πρωθυπουργία ως βασικό αντίπαλο του Μακρόν.
Αν κάποια πολιτική δύναμη μπορεί να μιλά για νίκη, αυτή είναι η ακροδεξιά. Από 8 βουλευτές στην προηγούμενη Βουλή και μια ανύπαρκτη παρουσία, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν έφτασε στους 89 (!), υπερδεκαπλασιάζοντας την κοινοβουλευτική του δύναμη. Ο προσωρινός πρόεδρος της ακροδεξιάς πανηγύρισε για το «τσουνάμι» της ακροδεξιάς στροφής, το οποίο θα είχε ασφαλώς μικρότερη δύναμη αν προεκλογικά ο Μακρόν είχε υποστηρίξει την Αριστερά στις περιφέρειες όπου στον δεύτερο γύρο βρίσκονταν αντιμέτωποι αριστεροί και ακροδεξιοί.
Είναι ενδεικτικό ότι μια δημοσκόπηση έδειξε ότι στις περιπτώσεις μονομαχίας ανάμεσα στην Αριστερά και στον Εθνικό Συναγερμό το 72% των ψηφοφόρων του κόμματος του Μακρόν επέλεξε να μην ψηφίσει, το 16% ψήφισε προς τα αριστερά και το 12% υπέρ του Εθνικού Συναγερμού. Από τους ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων, του κόμματος δηλαδή της «κλασικής» Δεξιάς, το 58% δεν ψήφισε, το 30% θα ψήφιζε υπέρ του Εθνικού Συναγερμού και μόνο το 12% υπέρ της Αριστεράς.
Έτσι ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός, με 89 βουλευτές, θα έχει την πιο μεγάλη κοινοβουλευτική ομάδα της ακροδεξιάς από τo 1986, όταν η επιλογή του Φρανσουά Μιτεράν να γίνουν με βάση ένα πιο αναλογικό σύστημα ενός γύρου είχε επιτρέψει στο Εθνικό Μέτωπο του Ζαν-Μαρί Λεπέν, το κόμμα-προκάτοχο του Εθνικού Συναγερμού, να αποκτήσει 35 βουλευτές. Αποτέλεσμα είναι η ακροδεξιά να κατοχυρώνεται ως μια πολιτική δύναμη μέσα στην Εθνοσυνέλευση, πιέζοντας την κυβέρνηση μειοψηφίας σε θέματα που αφορούν τη δική της ατζέντα όπως το μεταναστευτικό ή η καταστολή.
Σε κάθε περίπτωση, ο συσχετισμός των δυνάμεων που προέκυψε από τις εκλογές δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία της γαλλικής δημοκρατίας, καθώς καμία από τις τρεις διακριτές παρατάξεις Κέντρο – Κεντροδεξιά του Μακρόν, Αριστερά του Μελανσόν και των συμμάχων του και ακροδεξιά, δεν μπορεί να κυβερνήσει από μόνη της. Ο Γάλλος πρόεδρος λοιπόν τώρα θα πρέπει να συμμαχήσει με την αποδυναμωμένη Δεξιά, για να σχηματίσει μια ασταθή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η αποχή μεγάλος νικητής
Σήμα κινδύνου όχι μόνο για τη Γαλλία αλλά για τη λειτουργία της Δημοκρατίας μέσα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αποχή, που έφτασε στο ποσοστό-ρεκόρ του 54% υπογραμμίζοντας για μία ακόμη φορά την αποστασιοποίηση μιας σημαντικής μερίδας των πολιτών -ιδίως της νεολαίας- από το πολιτικό σύστημα. Η Γαλλία εισέρχεται σε μια νέα, ανώτερη φάση της κρίσης που έχει ξεκινήσει με τη σημαντική αποδυνάμωση ή και την σχεδόν εξαΰλωση των κομμάτων (Δεξιά – Αριστερά) που κυβερνούσαν τη χώρα επί δεκαετίες. Από αύριο, η γαλλική δημοκρατία μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά.
Και αυτό γιατί τώρα που η παράταξη του Μαρκόν περιορίζεται σε σχετική πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, δεν είναι λίγοι αυτοί που αναρωτιούνται εάν και κατά πόσον θα μπορεί ο κ. Μακρόν να κυβερνήσει και να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις που υποσχόταν, ιδίως στις συντάξεις.
Είναι ένα μεγάλο ερώτημα εάν και σε ποιον βαθμό θα μπορέσει να περάσει τα μέτρα που θέλει σε μια συγκυρία όπου το κοινωνικό και οικονομικό τοπίο σε όλη την Ευρώπη επιδεινώνεται και όπου η ίδια η κυβέρνησή του θα βρίσκεται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά.
Υπάρχουν βεβαίως οι νεο-γκωλικοί του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, που θα μπορούσαν να τείνουν χείρα βοηθείας στον Μακρόν – πλην όμως και αυτοί, προς το παρόν, δηλώνουν πως θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση. Όχι όλοι όμως. Η πλέον αναγνωρίσιμη προσωπικότητα της παράταξης, ο πρώην πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί, τάσσεται απολύτως υπέρ της συνεργασίας με την παράταξη Μακρόν. Όμως ο κ. Σαρκοζί δεν είναι βουλευτής των Ρεπουμπλικάνων, ούτε σεβάστηκε προεκλογικά τον κομματικό πατριωτισμό.
Ελλείψει, μέχρι νεοτέρας, κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η παράταξη του Εμανουέλ Μακρόν θα αναζητεί, όπως είπε η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν, η οποία παραιτήθηκε αλλά δεν έγινε δεκτή από τον πρόεδρο η παραίτησή της, «πλειοψηφίες δράσης» από «ποικίλες ευαισθησίες» επί συγκεκριμένων θεμάτων.
Πολιτική κρίση
Η αδυναμία του Μακρόν να διαμορφώσει μια θετική «ηγεμονική δυναμική» αποτυπώνει ένα σύμπτωμα βαθύτερης πολιτικής κρίσης στη γαλλική δημοκρατία. Αυτό άλλωστε δείχνει και ο κατακερματισμός του εκλογικού σώματος που παραπέμπει σε έναν αντίστοιχο κατακερματισμό και της γαλλικής κοινωνίας.
Στη Γαλλία τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν πως διαμορφώνονται τρεις μεγάλοι κοινωνικοπολιτικοί πόλοι. Από τη μια ένα μεγάλο μέρος των αστικών και μεσαίων στρωμάτων που συσπειρώνεται γύρω από τον Μακρόν στη φιλοσοφία του Κέντρου, στοιχείο που εξηγεί την αποσάθρωση μέρους της παραδοσιακής εκλογικής βάσης των Σοσιαλιστών αλλά και της κλασικής Δεξιάς. Από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος της «βαθιάς Γαλλίας», συντηρητικών στρωμάτων αλλά και τμημάτων της «κλασικής εργατικής τάξης» που σταδιακά έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά και τοποθετείται πια ολοένα και περισσότερο στην ακροδεξιά. Και, τέλος, η νεολαία που αντιμετωπίζει την επισφάλεια, οι μισθωτοί που αγωνιούν για το μέλλον και φυσικά τα «προάστια» με τους πολίτες μεταναστευτικής καταγωγής (όπως και οι υπερπόντιες κτήσεις) που στρέφονται προς τα Αριστερά.
Αυτός ο κατακερματισμός της γαλλικής κοινωνίας εξηγεί και γιατί δεν μπορεί εύκολα να διαμορφωθεί μια «πλειοψηφική κοινωνική συμμαχία». Το «Κέντρο» μπορεί να στηρίζεται στα κοινωνικά στρώματα που βλέπουν θετικά τις επιλογές Μακρόν, όμως αυτά τα κοινωνικά στρώματα είναι μειοψηφικά, καθώς δείχνουν -αθροιστικά- να είναι περισσότερα εκείνα τα στρώματα που αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη ή και οργή την πολιτική του Μακρόν.
Η ακροδεξιά, η οποία έχει επενδύσει στη δυσαρέσκεια και την ανασφάλεια, αντιμετωπίζει βαθιά εχθρότητα από τη μεριά τμημάτων της νεολαίας, τους πολίτες μεταναστευτικής καταγωγής και σημαντικό μέρος των μορφωμένων εργαζομένων, κάτι που πρέπει να εκμεταλλευτεί η Αριστερά βρίσκοντας έναν τρόπο να «αποσπάσει» από την επιρροή της ακροδεξιάς όλους εκείνους που νιώθουν δυσαρεστημένοι, όπως για παράδειγμα όλους αυτούς που έβλεπαν με συμπάθεια και θετικά τα «Κίτρινα Γιλέκα».
Από τη στιγμή που κανένας σχηματισμός δεν είναι διατεθειμένος, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, να διαπραγματευτεί μια συνολική συμφωνία με την κυβέρνηση, είναι σαφές ότι ο Μακρόν θα επιχειρήσει να κυβερνήσει σε μια λογική διαρκούς διαπραγμάτευσης κάθε μέτρου με σκοπό τη διαμόρφωση μιας ad hoc πλειοψηφίας, με κίνδυνο κάθε φορά να ξεσπούν μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις, όπως επίσης και η δυνατότητα στην αντιπολίτευση να μπλοκάρει τις προεδρικές επιλογές ή να καταθέτει προτάσεις δυσπιστίας.
Η εφημερίδα «Le Monde» υποστηρίζει ότι το στρατόπεδο Μακρόν φοβάται «πλήρη παράλυση» η οποία θα προκαλέσει «διάλυση» της Εθνοσυνέλευσης σε έναν χρόνο, ενώ η οικονομική εφημερίδα «Les Échos» αναφέρει ότι τα αποτελέσματα αυτά είναι πρωτοφανή για την Πέμπτη Δημοκρατία και θέτουν το ερώτημα της ικανότητας του αρχηγού του κράτους να κυβερνήσει τη χώρα και να περάσει τις υποσχόμενες μεταρρυθμίσεις. Η «Figaro» κάνει λόγο για «θνησιγενή πενταετή θητεία» για τον πρόεδρο Μακρόν καθώς η πρόκληση είναι «να κυβερνήσει το ακυβέρνητο».
Στα καθ’ ημάς, όλα αυτά σημαίνουν πολλά. Ο Μακρόν είναι μέχρι στιγμής ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της Ελλάδας σε πολλά πεδία, από τα Ελληνοτουρκικά μέχρι την οικονομία. Είναι ένας από τους πιο συχνούς συνομιλητές του πρωθυπουργού, όμως πλέον είναι και ένας από τους πλέον αποδυναμωμένους. Με την πολιτική του εξασθένιση, αλλάζουν αναγκαστικά και τα δεδομένα για την επιρροή του στην Ευρώπη, πόσο μάλλον για τις δυνατότητές του να επιβάλλει προτάσεις και λύσεις.
Το πολιτικό βάρος του Μακρόν στην Ευρώπη
Ο Εμανουέλ Μακρόν, που έχει διεκδικήσει και έχει πετύχει να διαδραματίσει ηγετικό και πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη την Ευρώπη και όχι απλώς στη Γαλλία, δείχνει αποφασισμένος για αυτή τη «φυγή προς τα εμπρός» που απετέλεσε το σύνθημά του, παρά το γεγονός πως από απόλυτος κυρίαρχος που ήταν στην προηγούμενη Βουλή βρίσκεται σήμερα στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο άκρως επιθετικές κοινοβουλευτικές ομάδες.
Είναι ένας διεθνής παίκτης, ικανός να συμβιώσει μέσα σε ένα σκληρά ανταγωνιστικό κλίμα, αποφασισμένος να κυβερνήσει έστω και αν υποχρεωθεί σε ανταλλαγές, διαπραγματεύσεις, σε μία νέα κοινοβουλευτική κουλτούρα συμβιβασμών, στην οποία δεν είναι συνηθισμένοι οι Γάλλοι πολιτικοί.
Εξάλλου ο ίδιος ο Μακρόν υποσχέθηκε προεκλογικά να εφαρμόσει αυτήν τη «νέα μέθοδο» διακυβέρνησης στο πνεύμα της στρατηγικής του «En même temps», ήτοι «συγχρόνως δεξιά και αριστερά» που εφάρμοσε μέχρι τώρα πετυχημένα, έστω και αν το αποτέλεσμα των εκλογών μοιάζει να έγινε «μπούμερανγκ» για τον ίδιο. Εξάλλου σε έναν κόσμο πολέμου και καταστροφών, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται να ενωθεί ακόμα περισσότερο και για να γίνει αυτό χρειάζεται ηγέτες του μεγέθους Μακρόν, ο οποίος μπορεί να ισχυριστεί ότι θα κάνει την Ευρώπη πιο ισχυρή και ανεξάρτητη, πιο δημοκρατική, πιο αλληλέγγυα και πιο κοντά στον μέσο Ευρωπαίο πολίτη, σε μια περίοδο κατά την οποία η ακέφαλη Ευρώπη βολοδέρνει και ψάχνεται αναζητώντας τρόπους αντιμετώπισης της ακρίβειας και των απειλών κατά της ευημερίας των πολιτών της.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δυνητικά μπορεί να διαρκέσει μεγάλο διάστημα, γεγονός που θα απαιτήσει ακόμη μεγαλύτερη εμπλοκή της ΕΕ αλλά και της Γαλλίας, η οποία επιδιώκει να επιβεβαιώσει τον ηγετικό της ρόλο στον ευρωπαϊκό χώρο. Αν δεν το κάνει ο Μακρόν, τότε ποιος;
Όπως δημοσιεύθηκε στην “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ” που κυκλοφορεί
Διαβάστε επίσης
Γαλλία: Τα κόμματα απέρριψαν την έκκληση Μακρόν να αρθεί το αδιέξοδο στο κοινοβούλιο
Μακρόν: Απέκλεισε κυβέρνηση εθνικής ενότητας – Ζήτησε ευρύτερη συμμαχία