To θέμα της καταδίκης του πρώην υπουργού Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου σε 20 χρόνια κάθειρξη για «ξέπλυμα μαύρου χρήματος από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα από την κατ´ εξακολούθηση παθητική δωροδοκία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου» απασχολεί μεγάλη μερίδα του γερμανικού έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της Frankfurter Allgemeine Zeitung, στο οποίο ο δημοσιογράφος Μίχαελ Μάρτενς κάνει λόγο για «Το τέλος της ατιμωρησίας». Ο δημοσιογράφος υπενθυμίζει την πρόσφατη καταδίκη του πρώην δημάρχου Θεσσαλονίκης Βασίλη Παπαγεωργόπουλου σε ισόβια κάθειρξη σχολιάζοντας ότι «η ετυμηγορία αυτή ξύπνησε σε πολλούς Έλληνες την ελπίδα ότι οι καιροί κατά τους οποίους οι έλληνες πολιτικοί βρίσκονταν στο απυρόβλητο αποτελούν επιτέλους παρελθόν».
Όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος, η καταδικαστική απόφαση εναντίον του Άκη Τσοχατζόπουλου αποτελεί μία νέα ένδειξη ότι η ελπίδα για το τέλος της ατιμωρησίας μπορεί να εκπληρωθεί. «Όπως σε πολλές σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς, έτσι και σε αυτό το δούναι και λαβείν ενεπλάκησαν Γερμανοί» σχολιάζει ο γερμανός δημοσιογράφος, επισημαίνοντας ότι η υπόθεση Τσοχατζόπουλου δεν είναι η τελευταία που απασχολεί την ελληνική δικαιοσύνη, καθώς αναμένεται η εκδίκαση της υπόθεσης του πρώην υπουργού Οικονομικών Γεώργιου Παπακωνσταντίνου σχετικά με τη «λίστα Λαγκάρντ».
Ο παράγοντας «ύφεση» παραβλέπεται
Η Tagesspiegel σχολιάζει το ζήτημα του ελληνικού χρέους και τα σενάρια των χειρισμών για τη συρρίκνωσή του. Δεδομένου ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει αρχίσει ακόμη σχετικές διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, «είναι πολύ νωρίς για εικασίες γύρω από τις πιθανότητες να αποδεχθούν οι εταίροι στην ευρωζώνη τα ελληνικά σχέδια για παράταση αποπληρωμής της δανειακής βοήθειας». Όπως επισημαίνει το σχόλιο, το μόνο βέβαιο είναι ότι το υπέρογκο κρατικό χρέος της Ελλάδας πρέπει να συρρικνωθεί και ένα κούρεμα χρέους δεν είναι πολιτικά επιθυμητό. Όπως αναφέρει, απομένουν οι επιλογές της παράτασης του χρόνου αποπληρωμής και της μείωσης των επιτοκίων. Το σχόλιο υπογραμμίζει, όμως και ένα τρίτο στοιχείο: «Ένας τρίτος καθοριστικός παράγοντας συχνά παραβλέπεται. Το υπέρογκο χρέος είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα της ύφεσης, στην οποία οδηγήθηκε η χώρα μέσω των προγραμμάτων λιτότητας. (…) Για να καταστεί βιώσιμο το χρέος της Ελλάδας, η χώρα χρειάζεται διαρκή ανάπτυξη. Αυτό θα πρέπει να το λάβουν υπόψη τους όσοι θέλουν να επιβάλουν στη χώρα νέους όρους λιτότητας με ένα τρίτο πακέτο βοήθειας».
«Η Ελλάδα θέλει περισσότερο χρόνο» τιτλοφορείται σχετικό ρεπορτάζ του Γκερντ Χέλερ από τη Αθήνα για λογαριασμό της Tagesspiegel. Ο γερμανός δημοσιογράφος σημειώνει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν επιθυμεί ούτε νέα δάνεια -που θα μεγάλωναν κι άλλο το φορτίο του χρέους- ούτε ένα νέο κούρεμα χρέους -το οποίο θα έπληττε περαιτέρω την ήδη κλονισμένη αξιοπιστία της χώρας.
«Η Ελλάδα επιστρέφει»
Για δυναμική επάνοδο της ελληνικής οικονομίας κάνει λόγο η Die Welt. Η εφημερίδα του Βερολίνου σημειώνει στον υπότιτλο του δημοσιεύματος ότι «σχεδιάζεται πλεόνασμα προϋπολογισμού το 2014. Τα hedge funds οσφραίνονται υψηλά κέρδη». Το δημοσίευμα παραπέμπει σε σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, σύμφωνα με το οποίο ο αμερικανός δισεκατομμυριούχος και ιδιοκτήτης hedge funds Τζον Πόλσον στοιχηματίζει σε προσεχή ανάκαμψη του κλονισμένου τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα. Όπως επισημαίνει η Die Welt, ο Πόλσον ισχυρίζεται ότι διαθέτει μεγάλο μερίδιο μετοχών στις τράπεζες Πειραιώς και Alpha Bank, τις οποίες «διαφημίζει» λέγοντας ότι «διαθέτουν κεφαλαιακή επάρκεια, καλό μάνατζμεντ και βρίσκονται στο δρόμο της ανάκαμψης». Το δημοσίευμα επισημαίνει ότι «προφανώς κι άλλοι επενδυτές ποντάρουν σε ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Αυτό μαρτυρούν οι πτωτικές αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και η άνοδος των δεικτών στο χρηματιστήριο Αθηνών».
Η Ελλάδα κινείται «μεταξύ ελπίδας και φόβου», επισημαίνει με αφορμή το ίδιο ζήτημα η Süddeutsche Zeitung. Η εφημερίδα του Μονάχου σημειώνει: «Τα hedge funds επενδύουν πάλι στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση επιδιώκει ήδη εντός του χρόνου να πετύχει περισσότερα έσοδα από δαπάνες». Όπως σχολιάζει, υπάρχει μια «αχτίδα ελπίδας», ωστόσο για τη διαχείριση του χρέους θα απαιτηθεί πρόσθετη χρηματική βοήθεια.