Στη Δύση υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό πολιτικών που παραμένει αγκυλωμένο στην αντίληψη ότι η Τουρκία αποτελεί τον προμαχώνα της Δύσης έναντι της Μόσχας και του ριζοσπαστικού Ισλάμ.
Του Νίκου Βασιλειάδη
Όσο και να θέλουμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, δυστυχώς για την Ελλάδα και την Κύπρο πολλές ευρωπαϊκές αλλά και αμερικανικές κυβερνήσεις εξακολουθούν να πιστεύουν, χωρίς δεύτερες σκέψεις, ότι η Τουρκία είναι πολύτιμη. Και ασφαλώς θα ήταν πολύτιμη αν η πολιτική της δεν ήταν βαθύτατα τουρκοκεντρική και επιφανειακά συμμαχική.
Γυαλιά πρεσβυωπίας
Και φυσικά όσο η Δύση προσπαθεί να δει μέσα από τα βαριά γυαλιά πρεσβυωπίας της, η Τουρκία διά του Ερντογάν, ο οποίος αποδεικνύεται «εφτάψυχος», γλεντάει την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ χωρίς κανείς να μπορεί να τον σταματήσει… Όλοι ανεξαιρέτως εξακολουθούν να του χαϊδεύουν τ’ αυτιά παρά το γεγονός ότι δημιουργεί σοβαρά ρήγματα στη συνοχή τόσο της Ευρώπης όσο και της Συμμαχίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση της εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ντάνα Σπινάντ, που όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν για τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, η απάντησή της ήταν ένα απλό, λιτό «ουδέν σχόλιον». Άσχετα αν σε δεύτερο χρόνο επιχειρώντας να αμβλύνει την αρχική της τοποθέτηση, ότι δηλαδή «προσπαθούμε ως ΕΕ να ενθαρρύνουμε την καλή συνεργασία μεταξύ των ηγετών», η Ντάνα Σπινάντ δήλωσε πως «ο κ. Μητσοτάκης είναι ο ηγέτης μιας κυβέρνησης κράτους-μέλους της ΕΕ, τον οποίο αναγνωρίζει όλος ο κόσμος».
Πολύ αργά, πολύ λάθος! Το «ουδέν σχόλιον» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου που επιτέθηκε προσωπικά στον Έλληνα πρωθυπουργό κατέδειξε πως οι Βρυξέλλες είτε δεν κατανοούν (!) το εύρος και τη βαρύτητα των προκλήσεων στα νοτιοανατολικά σύνορα της ΕΕ, είτε παραμένουν εγκλωβισμένες και προσηλωμένες σε μια τακτική ίσων αποστάσεων, σε οποιεσδήποτε ακρότητες και αν επιδίδεται ο Ερντογάν.
Όχι, δεν είμαστε σκληροί! Η Κομισιόν «νομιμοποιείται» και πρέπει να επιθυμεί να λαμβάνει θέση ως προς τις δηλώσεις ενός ηγέτη κράτους, ακόμη κι αν αυτό τελεί υπό ένταξη (θεωρητικώς) στην ΕΕ, όταν αυτές στρέφονται εναντίον ενός ηγέτη της Ένωσης.
Και αν αναρωτιέστε τι ήταν εκείνο που την εμπόδισε να καταδικάσει τις νέες τουρκικές κορώνες που στρέφονται κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, που επίσης αποτελεί κράτος-μέλος της Ένωσης, θα πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω και να ρίξουμε το βλέμμα μας προς την κραταιά Γερμανία και την παραδοσιακή φιλοτουρκική πολιτική του Βερολίνου που συνηθίζει να υπαγορεύει την ευρωπαϊκή πολιτική, καθώς αυτή εκκινεί από την παλαιόθεν σχέση των δύο χωρών και καταλήγει στην πληθωρική τουρκική παρουσία στην πολιτική και την οικονομική ζωή της Γερμανίας.
Γεωπολιτικός έρωτας
Είναι διαχρονικός ο γεωπολιτικός έρωτας που συνδέει τη Γερμανία με την Τουρκία από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία ήταν σύμμαχος της Γερμανίας, ενώ στον Β΄ η Τουρκία τήρησε ουδέτερη στάση απέναντι στη φασιστική επιδρομή του Χίτλερ. Φυσικά είχε λόγο σοβαρό, αφού γερμανικές επιχειρήσεις ήταν εγκατεστημένες στο έδαφος της Τουρκίας ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Έκτοτε οι σχέσεις των δύο χωρών σφυρηλατήθηκαν με την ισχυρή οικονομική και εμπορική συνεργασία τους και είναι ιδιαίτερα σημαντικές και για τις δύο χώρες.
Εξάλλου, μεγάλο μέρος της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής παράγεται στην Τουρκία, η οποία είναι η πλησιέστερη στη Γερμανία χώρα παραγωγής γερμανικών προϊόντων, με φθηνό εργατικό κόστος και «πειθαρχημένο» εργατικό δυναμικό που δεν αναλώνεται σε διαρκείς συνδικαλιστικές διεκδικήσεις, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα. Η παραγωγή χρειάζεται σταθερό οικονομικό και εργατικό περιβάλλον για να επενδύσει. Και αυτό το προσφέρουν η νοοτροπία του εργατικού δυναμικού της Τουρκίας και τα οικονομικά προνόμια που της παρέχει το πολιτικό σύστημα.
Να λοιπόν πώς ο κ. Όλαφ Σολτς επέλεξε να κρατήσει ίσες αποστάσεις και να δηλώσει απλώς ότι «παρακολουθεί με προσοχή» τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά και «απευθύνει έκκληση να υπάρξει συνεννόηση με διάλογο» μεταξύ των δύο πλευρών, ακολουθώντας την πάγια τακτική της γερμανικής πολιτικής απέναντι στα ελληνοτουρκικά. Και θα έμενε σε αυτή τη θέση αν ο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος μετά την απομάκρυνση της Μέρκελ και τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές προβάλλει ως ο νέος ηγέτης της Ένωσης, δεν έβαζε τα πράγματα στη… θέση τους παίρνοντας σαφώς το μέρος της Ελλάδας και αναγκάζοντας τον καγκελάριο της Γερμανίας να ανασκευάσει και να «αναβαθμίσει» τη γερμανική ρητορική για τις προκλήσεις της Τουρκίας με μια πιο δυναμική δήλωση που να καταδικάζει το τουρκικό κρεσέντο.
Και αυτή η δήλωση ήταν που προκάλεσε έκπληξη στην Τουρκία (δεν είναι καθόλου συνηθισμένη σε τέτοιες δηλώσεις από τους Γερμανούς), με αποτέλεσμα να βγάλει μια σκληρή ανακοίνωση εναντίον της γερμανικής κυβέρνησης λέγοντάς της ούτε λίγο ούτε πολύ να… κοιτάει τη δουλειά της και να μην πέφτει στην παγίδα, βρίσκοντας παράλληλα ευκαιρία να επαναλάβει για ακόμη μία φορά πως η Ελλάδα είναι η «μόνη χώρα στον κόσμο που διεκδικεί μεγαλύτερο εναέριο χώρο από τα χωρικά της ύδατα» και συνεχίζοντας με τα περί στρατιωτικοποίησης των νησιών και του νομίμου δικαιώματος της χώρας μας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο.
Εριστικός γείτονας
Μη γελιόμαστε. Οι σχέσεις της Άγκυρας με την Αθήνα είναι σχέσεις εκβιαστή – εκβιαζόμενου. Από το 1974 οι Τούρκοι εγείρουν πρωτοφανείς απαιτήσεις στο Αιγαίο. Επιδιώκουν να εφαρμόσουν τους δικούς τους κανόνες, αγνοώντας απόλυτα όσα αναγνωρίζουν όλα τα κράτη του κόσμου και περιφρονώντας έκδηλα τις προβλέψεις του Δικαίου της Θάλασσας.
Την ίδια αυτή σημαδιακή χρονιά, το 1974, η Τουρκία εγκλημάτησε με τη στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο και την από τότε παράνομη κατοχή του ενός τρίτου των εδαφών ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ και αργότερα της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Έτσι, αντί η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ναι είναι χώρος σταθερότητας και ειρήνης, έχει αποκτήσει ως μόνιμο χαρακτηριστικό την αβεβαιότητα. Αβεβαιότητα την οποία προκαλεί και συντηρεί ένα κράτος, το οποίο στην ουσία μόνο προβλήματα προκαλεί ακόμα και σε εκείνους που το θεωρούν σύμμαχό τους. Όμως, πέρα από τους άμεσους γείτονές του, ο Τούρκος πρόεδρος συνεχίζει να είναι προκλητικός και απέναντι στις ΗΠΑ. Να θυμηθούμε την άρνηση της Άγκυρας το 2003 να επιτρέψει την είσοδο των αμερικανικών στρατευμάτων από το τουρκικό έδαφος προκειμένου να ανοίξουν το βόρειο μέτωπο στον πόλεμο εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν, την προμήθεια των ρωσικών S400 και τα προβλήματα που φέρνει με το Βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Βρίσκει και τα κάνει…
Παρ’ όλα αυτά, και η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να σύρεται από την παραδοσιακή αντίληψη των αμερικανικών υπηρεσιών για την ιδιάζουσα γεωπολιτική σημασία της Τουρκίας. Μιας χώρας η οποία πρωτίστως για λόγους εσωτερικής και περιφερειακής κατανάλωσης πιστεύει ότι μπορεί να παίζει τον ρόλο του σημαντικού περιφερειακού ηγέτη, χωρίς αυτό να έχει συνέπειες για την ίδια.
Τώρα λοιπόν που η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη μία φορά αντιμέτωπη με την τουρκική προκλητικότητα, με παραβιάσεις της κυριαρχίας της ή των κυριαρχικών της δικαιωμάτων ή με τη γνωστή πια επιθετική ρητορική εκ μέρους της γείτονος, οφείλουμε να μην έχουμε απορίες ως προς την πηγή από την οποία αντλεί «δικαίωμα» η Τουρκία να επιδοθεί σε αυτές τις πρακτικές: βρίσκει και τα κάνει.
Η Τουρκία εκμεταλλεύεται την ανοχή και την ανεκτικότητα με την οποία την περιβάλλουν οι κοινοτικοί και λοιποί μας εταίροι, εγκλωβισμένοι στο σύνδρομο του Ποντίου Πιλάτου, γεγονός αυτοκτονικό στο τρέχον περιβάλλον της μεγάλης διεθνούς και περιφερειακής ρευστότητας.
Η αναθεωρητική ατζέντα
Το ότι η Άγκυρα επιλέγει κάθε φορά πότε θα ανεβάζει τους τόνους και πότε θα τους ρίχνει δείχνοντας το «καλό» της πρόσωπο δεν αναιρεί τη μεγάλη εικόνα. Την εικόνα μιας αναθεωρητικής δύναμης που παρά τις εξάρσεις και τις υφέσεις κινείται μεθοδικά σε βάθος χρόνου προς μία και μόνο κατεύθυνση: αυτήν της αμφισβήτησης όλο και περισσότερων πτυχών της ελληνικής κυριαρχίας, η οποία θεωρείται εμπόδιο στην πλήρη «υλοποίηση» της ισχύος της.
Από το ανοικτό ερώτημα της υφαλοκρηπίδας και του εναέριου χώρου στο casus belli ως προς το εύρος των χωρικών υδάτων, τις ζώνες δικαιοδοσίας και τα εδάφη των «παρανόμως κατειλημμένων από την Ελλάδα» νήσων και νησίδων.
Η αναθεωρητική αυτή ατζέντα επανέρχεται τώρα εξυπηρετώντας εσωτερικά τον προεκλογικό αγώνα του Ερντογάν και εξωτερικά εκβιάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες για να άρουν τις κυρώσεις προμήθειας οπλικών συστημάτων που τόσο έχει πια ανάγκη η χώρα για να κρατήσει τις ισορροπίες μετά την ανατροπή των συσχετισμών ασφαλείας στο Αιγαίο με τα Rafale και τις γαλλικές φρεγάτες.
Με το πρόσχημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, η Τουρκία προετοιμάζει μεθοδικά την αναίρεση των όσων κατοχυρώθηκαν προ 100 ετών με τη Συνθήκη της Λωζάννης, λανσάροντας τη θεωρία ότι η παραχώρηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του 1923 συντελέσθηκε «υπό όρους» (άρα, υπονοείται, μπορεί να αναιρεθεί σε περίπτωση μη υλοποίησής τους) και πάντως «εξαρτάται» από την αποστρατιωτικοποίησή τους – που ήδη αναθεωρήθηκε κατόπιν της Σύμβασης του Μοντρέ το 1936. Με άλλα λόγια επιχειρεί τη σταδιακή «απονομιμοποίηση» της Μελληνικής παρουσίας στο Ανατολικό Αιγαίο.
Με το βλέμμα (κυρίως) στα νότια σύνορα και τις εσωτερικές…πληγές
Η Τουρκία αυτή τη στιγμή δοκιμάζεται από έναν θηριώδη πληθωρισμό και διολίσθηση του νομίσματος, γεγονός που μπορεί να φέρει μεγάλη κοινωνική αναταραχή εν όψει των τουρκικών εκλογών του 2023. Και αυτός είναι ένας σημαντικός λόγος για να ψάχνει ο Ερντογάν τις ευκαιρίες αναβάθμισης, όπως αυτές που του προσφέρονται με την αναταραχή του πολέμου στην Ουκρανία.
Έτσι, από τη μια προσπαθεί να κλείσει παλιά μέτωπα όπως αυτό με τη Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, ακόμη και τη Συρία, και από την άλλη επιδεικνύει την ισχύ του μέσω της Ατλαντικής Συμμαχίας. Το βέτο Ερντογάν στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη Σουηδία και τη Φινλανδία αποτελεί το φόντο των μηνυμάτων που εκπέμπει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Η Τουρκία παζαρεύει τη συγκατάθεσή της σε αυτή τη διεύρυνση θέτοντας όρους που αφορούν την ανεκτική στάση Σουηδίας και Φινλανδίας απέναντι στην «κουρδική τρομοκρατία», αλλά στην ουσία ο πραγματικός αποδέκτης δεν είναι παρά η Ουάσιγκτον και το πραγματικό επίδικο δεν είναι η Βαλτική (εξάλλου δεν έχει κανένα συμφέρον εκεί), αλλά η Μέση Ανατολή.
Την Τουρκία δεν την ενοχλούν τα λιγοστά σκόρπια μέλη του ΡΚΚ που έχουν βρει άσυλο στη Βόρεια Ευρώπη, αλλά η κουρδοκρατούμενη ζώνη που έχει δημιουργηθεί με αμερικανική στρατιωτική στήριξη σε σχεδόν όλο το μήκος των νοτίων συνόρων της Τουρκίας. Και αυτό θα είναι το τρόπαιο για να αποσύρει το βέτο της στο ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, με το ουκρανικό και τη γνωστή «επιτήδεια ουδετερότητα» υποδύεται τον διαιτητή Δύσης – Ανατολής, συνομιλώντας με τον Πούτιν και θέλοντας να παραμείνει παρά τους λεονταρισμούς της «απαραίτητη».
Κλιμάκωση
Όλες οι εξελίξεις δείχνουν ότι ο Ερντογάν ακολουθεί πορεία κλιμάκωσης, σε μια χρονική στιγμή που ο ίδιος συνειδητά έχει επιλέξει γνωρίζοντας πολύ καλά πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν ξέρουν ή φοβούνται να συμπεριφερθούν αποφασιστικά απέναντι στις αιτιάσεις του. Άλλωστε, τα δημοκρατικά κράτη πάντα αντιμετωπίζουν ένα θεμελιώδες δίλημμα. Δεν έχουν τα μέσα, δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν σε μη δημοκρατικές χώρες, σε περιπτώσεις όπως η Τουρκία ή η Ρωσία, και έχουν βέβαια και τον φόβο η Τουρκία να ξεκόψει από το ΝΑΤΟ και να πέσει στην αγκαλιά της Ρωσίας, ενώ παράλληλα φοβούνται και για τις επενδύσεις τους στην Τουρκία, καθώς υπάρχουν χιλιάδες ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται εκεί.
Το πώς θα καταλήξει όλη αυτή η ιστορία κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Και κυρίως δεν μπορεί να προβλέψει έως πότε τα δυτικά κράτη θα ανέχονται τον Ερντογάν, ο οποίος φαίνεται πια ότι έχει υπερβεί τα εσκαμμένα φθάνοντας στα όρια της ύβρεως.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΜΠΑΜ στο ρεπορτάζ” που κυκλοφορεί.
Διαβάστε επίσης
Ταγίπ Ερντογάν: Δεν θα επαναλάβω τα λάθη προηγούμενων κυβερνήσεων που άφησαν τα νησιά στην Ελλάδα