Το θρίλερ των Ανωγείων με το διπλό φονικό στην Κρήτη που συντάραξε την ελληνική κοινωνία. Τι καταγγέλλει ο δικηγόρος της οικογένειας Καλομοίρη για το μακελειό: «Εχω πει ότι κάποιοι επιχειρούν μεθοδεύσεις. Το όπλο δεν έχει καμία σχέση με αυτό που παραδόθηκε».
Του Κυριάκου Θεοδοσίου
Tον δρόμο των φυλακών πήρε ο 29χρονος Μανώλης Καλομοίρης που κατηγορείται για το φονικό στο Περαχώρι Ανωγείων, όπου έπεσαν νεκροί, ο 63χρονος πατέρας του Λευτέρης Καλομοίρης και ο 30χρονος Γιώργος Ξυλούρης.
Ο κατηγορούμενος προσπαθούσε επί δύο ολόκληρες ώρες να πείσει ανακριτή και εισαγγελέα πως «θόλωσε» όταν είδε νεκρό τον πατέρα του από τα πυρά, όπως υποστήριξε του Γιώργου Ξυλούρη, και γι’ αυτό τον σκότωσε.
Ο Διονύσης Βέρρας, δικηγόρος της οικογένειας Καλομοίρη, κατήγγειλε μεθόδευση υποστηρίζοντας πως:
«Εχω πει ότι κάποιοι επιχειρούν μεθοδεύσεις. Το όπλο δεν έχει καμία σχέση με αυτό που παραδόθηκε. Είναι χείριστες οι κινήσεις αυτές που επηρεάζουν και τις δύο οικογένειες. Δεν τις βοηθούν να νιώσουν ασφαλείς και να προχωρήσει η υπόθεση. Απεναντίας δυναμιτίζεται το κλίμα και βάζει άλλα ζητήματα. Πρέπει να σταματήσουν και να βοηθήσουν τις οικογένειες. Δεν μπορούν να φέρνεις ένα όπλο που δεν έχει καμία σχέση».
Μάλιστα, ο δικηγόρος σε αποκλειστικές δηλώσεις του στο eReportaz.gr είχε αναφέρει: «Ολα τα στοιχεία δείχνουν πως το όπλο με το οποίο χτυπήθηκε θανάσιμα ο 63χρονος κρύφτηκε από κάποιους λίγο μετά τη δολοφονία και μετά από δύο μέρες εμφανίστηκε ξανά.
Εμφανίστηκε ένα άλλο όπλο από την άλλη πλευρά για να μην οδηγήσει κάπου η βαλιστική εξέταση. Πολύ γρήγορα θα υπάρξουν ραγδαίες εξελίξεις στην υπόθεση».
Τα αναπάντητα ερωτήματα
Η υπόθεση της δολοφονίας του γνωστού μαντιναδολόγου Λευτέρη Καλομοίρη και του 30χρονου κτηνοτρόφου Γιώργου Ξυλούρη, έχει δεκάδες αναπάντητα ερωτήματα και πολλά «θολά» σημεία. Το πιο βασικό από όλα είναι αν τελικώς τα όπλα που έχουν οι Αρχές στη διάθεσή τους, είναι αυτά που χρησιμοποιήθηκαν το βράδυ του φόνου. Επίσης, απορία προκαλεί η καθυστέρηση των αποτελεσμάτων των εγκληματολογικών εργαστηρίων που θα αποκαλύψουν αν από αυτά προήλθαν οι μοιραίοι πυροβολισμοί. Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκδοχή που δίνει η οικογένεια Ξυλούρη στην οποία τονίζεται πως στα χέρια του 30χρονου θύματος δεν υπήρχε πυρίτιδα.
Τα στόματα στα Ανώγεια παραμένουν κλειστά, αλλά οι «ψίθυροι» υποστηρίζουν πως ο 30χρονος Καλομοίρης στην προσπάθειά του να πυροβολήσει τον Ξυλούρη, σκότωσε κατά λάθος και τον πατέρα του. Ολα αυτά όμως αναμένεται να αποδειχθούν στο πλαίσιο της έρευνας, καθώς είναι χαρακτηριστική η καθυστέρηση ανακοινώσεων από την ΕΛ.ΑΣ. Άγνωστα παραμένουν επίσης, δείγμα της σύγχυσης που επικρατεί σχετικά με την υπόθεση, τα κίνητρα που οδήγησαν στον αρχικό διαπληκτισμό. Πρώτα ειπώθηκε πως αφορμή ήταν οι κτηματικές διαφορές, μετά μια θέση πάρκινγκ, για να φτάσουμε στην μάλλον χωρίς νόημα εκδοχή, πως ο Ξυλούρης όταν αντίκρισε τον 63χρονο Καλομοίρη, του επιτέθηκε λεκτικά λέγοντας τον «γκεσταμπίτη» και στη συνέχεια ο γιος του τού επιτέθηκε και τον χτύπησε. Κομβικό ρόλο στην υπόθεση, παίζει ο τρίτος 30χρονος που βρέθηκε στη σκηνή του φόνου και τραυματίστηκε ελαφρά. Ο άνδρας αυτός όταν ρωτήθηκε για τις συνθήκες του συμβάντος, αρκέστηκε να απαντήσει πως δεν θυμάται τι έγινε.
Η εφημερίδα «ΜΠΑΜ» φέρνει στο φως την απολογία του Μανώλη Καλομοίρη μέσω της οποίας ο προφυλακιστέος δίνει τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα της 2ας Μαΐου. Ο συνήγορος υπεράσπισής του, Διονύσης Βέρρας, μετά την απολογία του είχε δηλώσει με δάκρυα στα μάτια ότι ήταν μία από τις συγκλονιστικότερες απολογίες της νομικής του καριέρας.
Τι ισχυρίζεται όμως ο Ε. Καλομοίρης.
Οτι καθόταν έξω από την πατρική του οικία στα Ανώγεια Μυλοποτάμου όπου εμφανίστηκε ο Γ. Ξυλούρης οδηγώντας το αγροτικό αυτοκίνητό του και αφού το πάρκαρε ακριβώς απέναντι από το πατρικό μου, «κατέβηκε από αυτό αγριεμένος και κινήθηκε προς το μέρος μου λέγοντάς μου ότι ψάχνει τον πατέρα μου. Οταν του ζήτησα εξηγήσεις γιατί τον ψάχνει άρχισε να βρίζει με τις φράσεις ‘είναι ρουφιάνος και είστε γκεσταμπίτες όλοι σας’, αλλά ‘έλουζε’ και με άλλους, ακατανόητους, χαρακτηρισμούς τον πατέρα μου». Και συνεχίζει περιγράφοντας τα όσα συνέβησαν: «Συγχρόνως, όμως, είχε πλησιάσει πολύ κοντά σε εμένα και αιφνιδιαστικά σήκωσε τα χέρια του και με δύναμη με χτύπησε στο στήθος για να με απωθήσει, δίνοντάς μου την εντύπωση με την απώθηση που μου έκανε, πως θέλει να κατευθυνθεί στο σπίτι μου που ήταν ο πατέρας μου. Στην άδικη και ανάρμοστη συμπεριφορά του προς τα εμένα αντέδρασα και εγώ, χτυπώντας τον στο πρόσωπο με τα χέρια μου».
Το περιστατικό έληξε γρήγορα και ο ίδιος ανέβηκε στο σπίτι του για να πλυθεί όπου στη συνέχεια άκουσε έναν πυροβολισμό και τα ουρλιαχτά της μητέρας του και «βλέποντας ότι ο πατέρας μου δεν ήταν μέσα στο σπίτι μας, άρπαξα τότε το πιστόλι του από το συρτάρι του επίπλου της τηλεόρασης που το φύλαγε και με την ψυχή στο στόμα και μη γνωρίζοντας τι ακριβώς συμβαίνει, φοβούμενος όμως για το χειρότερο λόγω των ουρλιαχτών της μητέρας μου και του προηγηθέντος πυροβολισμού, πετάχτηκα έξω από το σπίτι».
Και στη συνέχεια περιγράφει τα όσα συνέβησαν. «Βλέποντας ότι ο πατέρας μου ήταν σωριασμένος στο οδόστρωμα και πυροβολημένος στο στήθος, από το όπλο του Ξυλούρη Γεωργίου του Ιωάννη που κρατούσε ακόμη στα χέρια του δίπλα του και τη μητέρα μου από δίπλα να ουρλιάζει και να καταριέται τον Ξυλούρη, θόλωσε το μυαλό μου από το τραγικό και συνάμα εφιαλτικό σκηνικό που δε μπορώ να ξεχάσω, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, τυφλώθηκα και δεν έβλεπα τίποτα πια μπροστά μου, με ανείπωτο πόνο ψυχής και κυριευμένος από συναισθήματα βαθιάς θλίψης και οργής, το μόνο που μπορώ να θυμηθώ ήταν η ενστικτώδη αντίδρασή μου να στρέψω το όπλο που κρατούσα προς το μέρος του Ξυλούρη Γεώργιου του Ιωάννη και ο οποίος βρισκόταν πια ακριβώς δίπλα μου και να τον πυροβολήσω, σχεδόν από μηδενική απόσταση, χωρίς να θυμάμαι πόσες φορές πυροβόλησε το όπλο μου».
Η εικόνα που χαράχθηκε στην μνήμη του: «Αυτό που ακόμα και σήμερα αισθάνομαι και δεν πρόκειται ποτέ μου να ξεπεράσω, όσα χρόνια και να περάσουν και μέχρι να πεθάνω, είναι ο σκληρός και ανείπωτος πόνος που ένιωσα και τα βαθιά συναισθήματα θλίψης και οργής που με κυρίευσαν τη στιγμή που αντίκρισα την εικόνα του πυροβολημένου και ξαπλωμένου στο οδόστρωμα πατέρα μου, από τα χέρια του στεκόμενου δίπλα από αυτόν, με το όπλο στο χέρι, Ξυλούρη Γεωργίου του Ιωάννη αλλά και την φτωχιά και άμοιρη μητέρα μου που ούρλιαζε συνεχώς από δίπλα και έβριζε και καταριόταν τον Ξυλούρη Γεώργιο. Θέλω να πιστέψετε ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν νομίζω πως υπάρχουν άνθρωποι που το μυαλό τους να μη θολώσει, το αίμα να μην ανέβει στο κεφάλι τους και τυφλωμένα να μην αντιδράσουν ενστικτωδώς, όπως δηλαδή αντέδρασα εγώ». Στη συνέχεια της απολογίας του ο προφυλακισμένος Ε. Καλομοίρης αναφέρεται με λεπτομέρειες στο σκηνικό και στους κάλυκες που βρέθηκαν και αμφισβητεί ότι το όπλο που παρέδωσε η οικογένεια Ξυλούρη στις Αρχές είναι αυτό που χρησιμοποιήθηκε για τη δολοφονία του πατέρα του.
Τα αποτελέσματα της βαλλιστικής εξέτασης
Oλοκληρώθηκε στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ. η βαλλιστική εξέταση στα δύο όπλα που παραδόθηκαν στην Αστυνομία μετά το διπλό φονικό. Πρόκειται για το όπλο που παρέδωσε ο γιος του 63χρονου θύματος Λευτέρη Καλομοίρη και το όπλο που παρέδωσε στο ΑΤ Ανωγείων η οικογένεια του 30χρονου Γιώργου Ξυλούρη, ένα Glock διαμετρήματος 9Χ19. Σύμφωνα με πληροφορίες του ekriti.gr, οι κάλυκες που βρέθηκαν στον τόπο του φονικού ταυτοποιήθηκαν με τα δύο όπλα που έχουν κατασχεθεί από την αστυνομία. Η ταυτοποίηση αναμένεται να δώσει εξηγήσεις για σημαντικές πτυχές της υπόθεσης.
Διαβάστε εδώ την σημερινή είδηση για τα στοιχεία που προκύπτουν από την βαλλιστική έρευνα.
Η κατάθεση του τραυματία
Το διπλό φονικό άφησε πίσω του κι έναν τραυματία. Ο Εμμανουήλ Νταγιάντας στην κατάθεσή του λίγο πριν το σχηματισμό της δικογραφίας, αναφέρει ότι είδε μια αναμπουμπούλα, καθώς προχωρούσε με το αυτοκίνητό του και σταμάτησε να δει τι συμβαίνει. Μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε, άκουσε πυροβολισμό και ένιωσε έναν πόνο στο αριστερό του πόδι, κάτω από το γόνατο.
Οι Βεντέτες που συγκλόνησαν: Το ατελείωτο µίσος µε τους δεκάδες νεκρούς στη Μεγαλόνησο
Στην Κρήτη δεκάδες είναι οι νεκροί από τις βεντέτες, με θύματα κάθε ηλικίας, ενώ το μίσος μεταξύ οικογενειών έχει οδηγήσει ακόμη και στην ερήμωση χωριών.
Η περίπτωση του Παπαδόσηφου και ο φόνος στο δικαστήριο
«Τώρα λευτερώθηκα…». Αυτές ήταν οι πρώτες κουβέντες του Γιάννη Παπαδόσηφου όταν εκτέλεσε μέσα στο δικαστικό Μέγαρο του Πειραιά, τον δολοφόνο του γιου του, Γιάννη Βενιεράκη. Ο Παπαδόσηφος, είχε κρύψει το πιστόλι μέσα στα γένια του και όταν έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τον φονιά του γιου του άνοιξε πυρ. Περίμενε πέντε χρόνια να αποδώσει ο ίδιος δικαιοσύνη. Το ημερολόγιο έγραφε 20 Δεκεμβρίου του 1988. Η βεντέτα μεταξύ Παπαδόσηφου και Βενιεράκη, ξεκίνησε στις 7 Αυγούστου του 1983. Ο 27χρονος γιος του Παπαδόσηφου, Μανώλης, δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στο πατάρι μιας καφετέριας στο Ρέθυμνο. Ο δράστης, Γιάννης Βενιεράκης, του ζήτησε να συναντηθούν, όταν έμαθε πως ο Παπαδόσηφος είχε συμβουλεύσει την κοπέλα με την οποία είχε σχέση «να είναι πιο προσεκτική μαζί του» και του ζήτησε να συναντηθούν για να λύσουν την παρεξήγηση. Μόλις ανέβηκαν στο πατάρι ο Βενιεράκης τράβηξε πιστόλι και σκότωσε εν ψυχρώ τον Παπαδόσηφο. Ο Γιάννης Παπαδόσηφος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 12 ετών και 8 μηνών. Εμεινε στη φυλακή για πέντε χρόνια και μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στο Ρέθυμνο. Πέθανε σε ηλικία 87 ετών, το 2012.
Πήρε εκδίκηση 25 χρόνια μετά τον φόνο του αδερφού του
Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση βεντέτας που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εμπλεκόμενου, ήταν αυτή στην οποία ο Δαμιανός Παρασύρης, έσφαξε κυριολεκτικά μέσα στο πταισματοδικείο Περάματος τον Γιάννη Βρέτζο το 1969. Ο Παρασύρης περίμενε να πάρει την εκδίκησή του για την δολοφονία του αδερφού του, Γιώργου, 25 ολόκληρα χρόνια. Ο Βρέτζος είχε σκοτώσει τον Γιώργο Παρασύρη το 1945 στο Ηράκλειο μετά από διαμάχη για κτηματικές διαφορές. Τον Δαμιανό Παρασύρη προσπάθησε να εκτελέσει άγνωστος μέσα σε καφενείο στα Ζωνιανά, όπως είπαν οι αυτόπτες μάρτυρες άνδρας, χωρίς επιτυχία. Αξίζει να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη βεντέτα λέγεται πως είναι ο λόγος που δεν έγινε η ένωση των Ζωνιανών με τα Ανώγεια κατά τη διάρκεια του σχεδίου «Καποδίστρια», καθώς ο Παρασύρης ήταν Ζωνιανός και ο Βρέτζος από τα Ανώγεια και το μίσος δεν επέτρεψε την διοικητική συνένωση των δύο χωριών.
Ερήμωσε το χωριό πάτημα Αποκορώνου
Εξι νεκροί, ανελέητο κυνήγι σε όλη τη χώρα και ένα χωριό που ερήμωσε, είναι το αποτέλεσμα της θανάσιμης βεντέτας μεταξύ των οικογενειών Μουζουράκη και Δικωνυμάκη. Η αρχή της βεντέτας έγινε στις 23 Μαΐου, όταν ο 25χρονος Μιχάλης Δικωνυμάκης με τον φίλο του Νίκο Πολάκη, ηλικίας 29 χρόνων, στραγγάλισαν την 55χρονη Φωτούλα Μουζουράκη. Οι δράστες ανάγκασαν τη Μουζουράκη να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητο που οδηγούσε, την βίασαν και τη στραγγάλισαν. Η Μουζουράκη ήταν μητέρα τριών αγοριών και μιας κοπέλας. Το πτώμα της άτυχης γυναίκας εντόπισε ένας από τους γιούς της. Από εκεί ξεκινάει ο κύκλος του αίματος. Στις 16 Αυγούστου 1994, σε ορεινή περιοχή της κοινότητας Κουρνά Αποκορώνου, βρέθηκε νεκρός με δύο σφαίρες στον θώρακα ο 24χρονος Κώστας Μουζουράκης, γιος της άτυχης γυναίκας. Τον σκότωσε, σύμφωνα με την Αστυνομία, ο 33χρονος Ευάγγελος Σελιανάκης από το Ρέθυμνο, για κτηματικές διαφορές. Στις 10 Νοεμβρίου 1994 ο Γιάννης Μουζουράκης, 26 χρόνων, μαζί με δύο φίλους του σκοτώνει στην Αμαλιάδα τον 54χρονο Μανώλη Δικωνυμάκη, πατέρα του φονιά της μάνας του, τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για όσα είχαν συμβεί. Στις 13 Δεκεμβρίου 1994, ο 27χρονος Σήφης Δικωνυμάκης, αδελφός του Μιχάλη και γιος του 54χρονου Μανώλη Δικωνυμάκη, βρέθηκε νεκρός με μια σφαίρα στο στήθος στη Μυτιλήνη, όπου είχε καταφύγει με την οικογένειά του. Στις 22 Σεπτεμβρίου 1995, ο 23χρονος κτηνοτρόφος Βαγγέλης Σελιανάκης, από την Αρχοντική Ρεθύμνου, δολοφονήθηκε με κυνηγετική καραμπίνα. Το θύμα ήταν ανιψιός του Ευάγγελου Σελιανάκη, που είχε σκοτώσει τον Αύγουστο του 1994 τον Κωνσταντίνο Μουζουράκη, στον Κουρνά Αποκορώνου Χανίων. Στις 6 Δεκεμβρίου 1997, το Εφετείο Κακουργημάτων Χανίων επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης στους Μιχάλη Δικωνυμάκη και Νίκο Πολάκη που τον Μάιο του 1994 είχαν βιάσει και στραγγαλίσει τη Φωτούλα Μουζουράκη. Ο γιός της γυναίκας, Γιάννης, δολοφονήθηκε στις 6 Ιανουαρίου του 1999 στην οδό Κένεντυ στο Περιστέρι.
Πώς η εκλογή Σαρτζετάκη έβαλε τέλος σε βεντέτα 44 ετών
Η εκλογή στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας του Χρήστου Σαρτζετάκη το 1985, ήταν η αιτία να κλείσει ένας κύκλος αίματος που είχε ξεκινήσει το 1941. Σε αυτό βέβαια συνετέλεσε τα μέγιστα, η ψήφος του Βασίλη Πεντάρη, βουλευτή ΠΑΣΟΚ. Οι δύο οικογένειες, Σαρτζετάκη και Πενταράκη είχαν μια από τις πιο αιματηρές βεντέτες με 140 θύματα . Αφορμή για την έναρξη της, ήταν, σύμφωνα με αναφορές, η ατίμωση μιας κοπέλας το 1941. Εκτοτε οι δολοφονίες μεταξύ των δύο οικογενειών ήταν ανελέητες. Ο κύκλος της βίας, έκλεισε όμως με την άτυπη συμφωνία και την εκλογή Σαρτζετάκη στο ανώτατο αξίωμα της χώρας με τη στήριξη Πεντάρη.
*Όπως δημοσιεύθηκε στην «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί