Οι καλλιτέχνες του Βραβείου ΔΕΣΤΕ 2015:
Η δουλειά της Ναταλί Γιαξή αντικατοπτρίζει το ενδιαφέρον της για την καταγραφή του απαρατήρητου, του φευγαλέου και του αυθόρμητου, γεγονός που την οδηγεί σε απρόβλεπτα αρχεία και βιωματικούς χάρτες καθημερινών γεγονότων, εσωτερικών και εξωτερικών. Η καλλιτέχνις τείνει να σκέφτεται σε «βιβλία». Μόλις έχει μια νέα ιδέα, ξεκινά αυτόματα να την οριοθετεί σε κεφάλαια ή σελίδες. Έτσι, επεκτείνεται, αποκτά δική της ροή και ρυθμό, δημιουργεί τη δική της διαδικασία. Συχνά αυτή η διαδικασία είναι και το τελικό αποτέλεσμα. Tο Διαδίκτυο είναι μια καθημερινή πηγή έμπνευσης για τη Γιαξή, ενώ η Εννοιολογική Γραφή (conceptual writing) έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή στην πρακτική της, μαθαίνοντάς της τα πλεονεκτήματα της «μη δημιουργικότητας» αλλά και το πώς ν’ αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως υλικό.
Το έργο του Πέτρου Μώρη φέρνει σε σύνθεση πρακτικές θεωρητικής, χειρωνακτικής και μετα-βιομηχανικής παραγωγής ώστε να εξετάσει ιστορικές και σύγχρονες εκφάνσεις εργασίας και οικονομίας, συστημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συλλογικής δημιουργικότητας. Η καλλιτεχνική πρακτική του αναπτύσσεται μέσω της παραγωγής γλυπτικών εγκαταστάσεων και δισδιάστατων έργων, μέσω της συγγραφής κειμένων και της δημιουργίας καλλιτεχνικών εκδόσεων, ενώ ανοίγεται σε διεπιστημονικές συνεργασίες που εμπλέκουν την επιμέλεια και την εκδοτική δραστηριότητα, την αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό. Μελετώντας τις υλικές και πολιτισμικές διαδικασίες που μετασχηματίζουν το φυσικό και το τεχνητό περιβάλλον, το έργο του αφορά σε μια επιχείρηση αξιολόγησης και σύνθεσης που μιλά για μια μεταλλακτική στιγμή μεταξύ μνήμης και προόδου.
Ο τρόπος εργασίας του Γιάννη Παπαδόπουλου μπορεί να ιδωθεί ως μια διύλιση της γνώσης με ποιητικούς μηχανισμούς. Ορμώμενος από περιέργεια και μια φυσική κλίση προς την ανθρώπινη νόηση, ο καλλιτέχνης τείνει ν’ ανατέμνει διαφορετικά πεδία των επιστημών-από τα καθαρά μαθηματικά στη γλωσσολογία ή την αρχαιολογία και τoν οπτικό πολιτισμό, έτσι ώστε ν’ αναλύει και να αναδιευθύνει τις λειτουργίες του καλλιτεχνικού αντικειμένου. Ως αποτέλεσμα, οι πρακτικές του Γιάννη Παπαδόπουλου εξερευνούν μέσω αντικειμένων, εκτυπώσεων ή επιτόπιων παρεμβάσεων, νέες σχέσεις μεταξύ προφανών πολιτισμικών συμβόλων και τοπικών ή περιπτωσιακών συστατικών. Υπαινίσσονται, δεν απαντούν, λειτουργούν περισσότερο προτρεπτικά και ερωτούν.
Η δουλειά του Άγγελου Πλέσσα περιστρέφεται γύρω από τα ζητήματα ελευθερίας του διαδικτύου αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς ή προσωπικότητας που μεταλλάσσεται από τα κοινωνικά δίκτυα. Tα τρία τελευταία χρόνια έχει εστιάσει πολύ στην Αιώνια Ιντερνετική Αδελφότητα, ένα ετήσιο project το οποίο οργανώνει ανεξάρτητα και το οποίο χρηματοδοτείται εξ’ ολοκλήρου διαδικτυακά. Με τη δουλειά του ο Πλέσσας προσπαθεί να μιλήσει για την τρέχουσα εποχή του διαδικτύου. Το επίκεντρό της είναι να δικτυώσει το online με το offline με τρόπους που θα μας κάνουν να κατανοήσουμε πτυχές και των δύο αυτών καταστάσεων και να δημιουργήσουμε νέους τρόπους που σχετιζόμαστε και με τις δύο.
Η δουλειά του Σωκράτη Σωκράτους δεν κατηγοριοποιείται εύκολα καθώς περιλαμβάνει μία πληθώρα εικαστικών εκφραστικών μέσων. Αποδομώντας και εξετάζοντας εξονυχιστικά τη συλλογική μνήμη και τους μηχανισμούς της, ο καλλιτέχνης δεν προσπαθεί να «μνημονεύσει» την ιστορία αλλά αντιθέτως να δράσει παρεμβατικά και να εμπλακεί κριτικά με αυτή. Ο Σωκράτης Σωκράτους χρησιμοποιεί στρατηγικά στα έργα του τεχνάσματα εμπλέκοντας ακόμα και την ομορφιά για να διαπραγματευτεί τα δύσκολα θέματα της απώλειας, της εκτόπισης και της καταστροφής αλλά και για ν’ ανατρέψει τις εθνικές και πολιτιστικές ταυτότητες που κατασκευάζονται από τον χειρισμό της συλλογικής συνείδησης. Πάνω απ’ όλα όμως υπάρχει η πρόθεση του καλλιτέχνη για μία ποιητική και συνάμα πολιτική ενασχόληση με το περιβάλλον του, είτε πρόκειται για μια κοινωνία σε κρίση, όπως αυτή της Αθήνας, όπου και διαμένει, την οποία έχει διερευνήσει οπτικά και κριτικά σε μία σειρά έργων από τις αρχές του 2000, ή μία γεωγραφική περιοχή σε σύγκρουση, όπως αυτή της Κύπρου, της χώρας καταγωγής του.
Με τα χρόνια η Μαρία Χασάπη έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη χορογραφική πρακτική που στρέφεται γύρω από τη σχέση σώματος και εικόνας. Βασικοί άξονές της είναι η γλυπτική απτότητα, η παρατεταμένη διάρκεια και η αισθητική ακρίβεια. Η δουλειά της αποτελεί άσκηση αφαίρεσης, όπου η δύναμή της έγκειται στις εντάσεις που πηγάζουν από τη σχέση ανθρώπινου υποκειμένου και εικαστικού αντικειμένου, από τη σχέση ανάμεσα στην επιτελεστική ιδιότητα του χορευτή (performer) και τη φυσική του οντότητα. Η χρήση της αφαίρεσης – εδώ με τη μορφή μιας περιστολής της κίνησης που πραγματοποιείται σε συνάρτηση με το χρόνο – δημιουργεί μια αντίληψη του σώματος ως θραυσματικής μορφής και, εν τέλει, ως συγκινησιακής δύναμης. Μέσω της χαρακτηριστικής βραδύτητάς τους και της σταδιακής τους εξέλιξης, οι χορογραφίες της Χασάπη δίνουν χώρο στην κατάσταση της «αναμονής», ενός διαστήματος εντός του οποίου η φόρμα γίνεται αφενός κατανοητή, αφετέρου αντικείμενο στοχασμού. Καθώς οι εικόνες αλλάζουν, η συνάρτηση ανάμεσα στο χώρο, τη διάρκεια και την κίνηση μεγεθύνεται και το αποτέλεσμά της γίνεται ολοένα και πιο ισχυρό. Δίνεται έτσι στο θεατή η ευκαιρία να εισέλθει σε ένα άλλο συναισθητικό και συνειδησιακό πεδίο.