Γράφει ο Πέτρος Κουσουλός
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία για τον τρόπο απόκτησης παράνομου περιουσιακού οφέλους από μέρους του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ και κατάδικου για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, Άκη Τσοχατζόπουλου, προκύπτουν από το περιεχόμενο της (υπ’ αριθ. 2173/2013) απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Στις 29 σελίδες της απόφασης του V τμήματος του Ανώτατου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου της χώρας, περιγράφεται η μέθοδος η οποία ακολουθήθηκε προκειμένου ο πρώην υπουργός Εθνικής Άμυνας να αποκρύψει 613.218 ευρώ.
Το συγκεκριμένο ποσό αφορά αδικαιολόγητη αύξηση που παρατηρήθηκε στους τραπεζικούς λογαριασμούς και της πρώην συζύγου του, Γκούντρουν, καθώς 450.000 ευρώ που φέρεται να κατέβαλλε η Βίκυ Σταμάτη για την αγορά του ακινήτου της Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Στον αντίποδα οι δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου απέρριψαν καθ΄ ολοκληρία τις αιτιάσεις που προέβαλλε ο πρώην υπουργός, μέσω έγγραφων υπομνημάτων. Ο κ. Τσοχατζόπουλος προσπάθησε να δικαιολογήσει την αύξηση των περιουσιακών του στοιχείων κάνοντας λόγο για την αγορά δύο ρέπος συνολικής αξίας 197.817.16€ από την ALPHA BANK, από την πρώην σύζυγό του και τον γιό του. Επιπλέον, υποστήριξε ότι από το 1999 μέχρι και το 2003 σημειώθηκε αύξηση των καταθέσεων των λογαριασμών του λόγω τροφοδότησης τους απόκυμαινόμενα ποσά λόγω αποπληρωμής ασφαλιστικού συμβολαίου που είχε συνάψει στο όνομα του με την DRESDER BANK στο Μόναχο της Γερμανίας τη δεκαετία του 1960.
Ακόμα, ο κ. Τσοχατζόπουλος ισχυρίστηκε πως το ποσό των 450.000€ δαπανήθηκε σταδιακά κατά τα οικονομικά έτη 2007 εώς 2010 για λογαριασμό της εταιρίας “NOBILIS INTERNATIONAL LLC” ιδιοκτήτριας (μέχρι την 16/4/2010) του διαμερίσματος επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου 33 στο οποίο διέμενε.
Το ιστορικό
Η αντίστροφη μέτρηση για τον εντοπισμό της απόκλισης εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ σε ό, τι αφορά την πραγματική περιουσιακή κατάσταση του Άκη Τσοχατζόπουλου, ξεκίνησε από τον έλεγχο που πραγματοποίησαν τρεις ορκωτοί ελεγκτές για την περίοδο 1998-2009. Το πολυσέλιδο πόρισμα το οποίο συντάχθηκε στις 30 Μαϊου 2011 ήταν κόλαφος για τον πρώην υπουργό και τις δυο συζύγους του.
Ειδικότερα προέκυψε ότι:
α) διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των οικογενειακών καταθέσεων που είχαν δηλωθεί στις ως άνω δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και αυτών που προέκυψαν από τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών κατά την ημερομηνία υποβολής των εν λόγω δηλώσεων,
β) στη χρήση 2000 προέκυψε αύξηση, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, των τραπεζικών καταθέσεων του Άκη Τσοχατζόπουλου και της πρώην συζύγου του Gudrun Moldenhauer, ποσού 55.616.733 δραχμών, η οποία δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματά τους (οικονομικού έτους 2001), μη συμπεριλαμβανομένων των δαπανών διαβίωσης αυτών και
γ) στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας με το οποίο η Βίκυ Σταμάτη προέβη στην αγορά από την εταιρεία ΝΟΜΠΙΛΙΣ το ακίνητο της Διονυσίου Αεροπαγίτου, αναφέρεται ότι 450.000 ευρώ δόθηκαν στην εκπρόσωπο της πωλήτριας εταιρείας, χωρίς το συγκεκριμένο ποσό να καταγραφεί στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης που υποβλήθηκαν από τον Τσοχατζόπουλο. Μάλιστα το συγκεκριμένο ποσό φέρεται να δόθηκε σε μετρητά σε βάθος τριών ετών πριν την υπογραφή του συμβολαίου, ενώ το υπόλοιπο δε τίμημα (650.000 ευρώ), καθώς και ο φόρος μεταβίβασης, ποσού 157.028,03 ευρώ, εξοφλήθηκαν με στεγαστικό δάνειο, ποσού 800.000 ευρώ, που είχε λάβει η Βίκυ Σταμάτη με εγγυητή τον Άκη Τσοχατζόπουλο από την τράπεζα EUROBANK.
Έωλα επιχειρήματα
Από το ιστορικό της υπόθεσης προκύπτει ότι με έγγραφο υπόμνημα ο Άκης Τσοχατζόπουλος προσπάθησε να δικαιολογήσει τα 450.000 ευρώ που δόθηκαν ως «προκαταβολή» στη ΝΟΜΠΙΛΙΣ, από την οποία αγοράστηκε το ακίνητο της Αεροπαγίτου.
Μίλησε για μια υποτιθέμενη προφορική συμφωνία την οποία είχε πραγματοποιήσει με την εταιρία η οποία προέβλεπε την ανάληψη του κόστους επισκευής από εκείνον και την επιστροφή του δαπανηθέντος ποσού με την αφαίρεση των 450.000 ευρώ από το συνολικό τίμημα της πώλησης.
Ωστόσο το σκεπτικό της απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποδομεί τα επιχειρήματα του πρώην υπουργού:
«…Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του καθ’ ου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, ενόψει της μη κατάρτισης οποιουδήποτε σχετικού με την επικαλούμενη συμφωνία δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου, δεν αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω δαπάνες επισκευών, ύψους 450.000 ευρώ, συνδέονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την καταβολή του τιμήματος για την αγορά του επίμαχου ακινήτου, που επακολούθησε», αναφέρεται στην απόφαση του Δημοσιονομικού Δικαστηρίου. H ίδια απόφαση συμπεραίνει ότι «δεν αποδεικνύεται ούτε η διενέργεια προκαταβολών κατά τη διάρκεια των ανωτέρω ετών σε εκτέλεση οποιασδήποτε συμφωνίας περί σταδιακής καταβολής του τιμήματος για την αγορά του επίμαχου ακινήτου, όπως αναφέρεται στο οικείο συμβόλαιο, δεδομένου ότι ούτε ο έλεγχος εντόπισε, αλλά ούτε και ο ίδιος ο καθ’ ου προσκόμισε -αν και του είχε ζητηθεί με το πραναφερόμενο 2501/18.4.2011 έγγραφο του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής- σχετικά παραστατικά, όπως κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών, στους οποίους να εμφαίνονται σχετικές αναλήψεις, μεταφορές ποσών σε λογαριασμούς της πωλήτριας εταιρείας, έκδοση επιταγών στο όνομα αυτής ή έστω απλές αποδείξεις καταβολής αντίστοιχων ποσών».
Αντίθετα σύμφωνα με το σκεπτικό των δικαστών του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο Άκης Τσοχατζόπουλος περιορίσθηκε στην επίκληση εκδοθέντων στο όνομα της ΝΟΜΠΙΛΙΣ και «ευρισκόμενων εις χείρας των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ» παραστατικών σχετικά με τις δαπάνες επισκευών που φέρευαι να πραγματοποίησε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα στο επίμαχο ακίνητο. Όμως, καταλήγει η απόφαση «οι δαπάνες δεν προκύπτει ότι συνδέονται με την καταβολή του τιμήματος για την επακολουθήσασα ως άνω αγοραπωλησία».
ΤΜΗΜΑ V
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Δεκεμβρίου 2012, με την ακόλουθη σύνθεση: Νικόλαος Μηλιώνης, Προεδρεύων Σύμβουλος, ο οποίος αναπληρώνει νόμιμα τον Πρόεδρο του Τμήματος Αντιπρόεδρο Γεώργιο Κωνσταντά, ο οποίος κωλύεται, Ελένη Λυκεσά και Δημήτριος Πέππας, Σύμβουλοι, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου (εισηγήτρια) και Ευάγγελος Καραθανασόπουλος, Πάρεδροι (με συμβουλευτική ψήφο).
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παρέστη ο Αντεπίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Κωνσταντίνος Τόλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα.
Γραμματέας: Μαρία Λήμνιαλη, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α΄).
Για να δικάσει την από 11 Οκτωβρίου 2011 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για καταλογισμό του Αποστόλου-Αθανασίου Τσοχατζόπουλου του Ευαγγέλου, πρώην Υπουργού και βουλευτή, κατοίκου Αθηνών (οδός Διονυσίου Αρεοπαγίτου 33), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Λεωνίδα Κοτσαλή (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 7483).
Το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, παρέστη δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.
Με την αίτησή του αυτή, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ζητεί να καταλογιστεί υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ο καθ’ ου η αίτηση, πρώην Υπουργός και βουλευτής, με το ποσό των εξακοσίων δεκατριών χιλιάδων διακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (613.218,58 €), που αντιστοιχεί σε ισόποσο συνολικό περιουσιακό όφελος, που φέρονται ότι απέκτησαν ο ίδιος και η σύζυγός του κατά τη διάρκεια και εντός τριετίας από τη λήξη της ως άνω θητείας του καθ’ ου, η προέλευση του οποίου δεν δικαιολογείται.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη αυτής,
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης. Και
Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε, επίσης, την παραδοχή της αίτησης. Και
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Αποφάσισε τα εξής:
Ι. Με την υπό κρίση, από 11.10.2011, αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που ασκήθηκε κατόπιν του 2564/26.7.2011 εγγράφου του Γ΄ Αντιπροέδρου της Βουλής και Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών κομμάτων, των υποψήφιων βουλευτών και των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών (άρθρο 21 του ν. 3023/2002), ζητείται, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 του ν. 3213/2003, όπως προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3849/2010, ο καταταλογισμός του καθ’ ου η αίτηση, πρώην Υπουργού και βουλευτή, με το ποσό των εξακοσίων δεκατριών χιλιάδων διακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (613.218,58 €), που αντιστοιχεί σε ισόποσο συνολικό περιουσιακό όφελος, που φέρονται ότι απέκτησαν ο ίδιος και η σύζυγός του κατά τη διάρκεια και εντός τριετίας από τη λήξη της ως άνω θητείας του καθ’ ου, η προέλευση του οποίου δεν δικαιολογείται. Η αίτηση αυτή, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (βλ. άρθρο 56 παρ. 1 του π.δ/τος 774/1980, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 3659/2008), έχει ασκηθεί νομότυπα και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.
ΙΙ. Με τις διατάξεις των περί πόθεν έσχες αλληλοδιαδόχως ισχυσάντων νόμων (ν. 1738/1987, ν. 2429/1996 και ν. 3213/2003) καθορίστηκαν οι κατηγορίες των προσώπων, τα οποία υποχρεούνται σε ετήσια υποβολή δηλώσεων περί της περιουσιακής τους κατάστασης, ορίστηκε δε περαιτέρω ότι αν κατά τον έλεγχο των οικείων δηλώσεων διαπιστωθεί ότι ο ελεγχόμενος, ο/η σύζυγος ή ανήλικο τέκνο του απέκτησε «περιουσιακό όφελος του οποίου η προέλευση δεν δικαιολογείται» (άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 1738/1987, άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2429/1996, άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3213/2003 και ήδη άρθρο 12 του ανωτέρω νόμου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 10 του ν. 3849/2010), ο ανωτέρω καταλογίζεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου από το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης ύστερα από σχετική αίτηση που κατατίθεται ενώπιόν του από το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 1738/1987, άρθρο 26 παρ. 6 του ν. 2429/1996, άρθρα 3 παρ. 4 και 6 παρ. 3 του ν. 3213/2003 και ήδη άρθρο 12 του ανωτέρω νόμου). Περαιτέρω, στο δεύτερο μέρος του ν. 2429/1996 «Χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων κ.λπ.» (ΦΕΚ 155 Α΄), που φέρει τον τίτλο «Δήλωση περιουσιακής κατάστασης πολιτικών, κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και εντύπων και άλλων κατηγοριών προσώπων» το άρθρο 24 όριζε ότι: «1. Υποχρεούνται να υποβάλουν δήλωση τη περιουσιακής τους κατάστασης, του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 25: α. (…) γ. Οι υπουργοί, οι αναπληρωτές υπουργοί και οι υφυπουργοί δ. Οι βουλευτές (…)». Εξάλλου, το άρθρο 1 του ν. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων» (ΦΕΚ 309 Α΄), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ορίζει στην παρ. 1 ότι: «Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν: α. (…) γ. Οι υπουργοί, οι αναπληρωτές υπουργοί και οι υφυπουργοί δ. Οι βουλευτές (…)» και στην παρ. 2, όπως το πρώτο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με την παρ. 4α του άρθρου 13 του ν. 3242/2004 (ΦΕΚ 102 Α΄), ότι: «Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους (…). Επίσης, η δήλωση αυτή υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για τρία (3) χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο την 30ή Ιουνίου κάθε έτους». Περαιτέρω, το άρθρο 3 του ίδιου νόμου (3213/2003) στην παρ. 1 περ. α΄ ορίζει ότι: «Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποβάλλονται στην Επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002». Τέλος, το άρθρο 2 του ίδιου νόμου στην παρ. 1 περ. β΄ i ορίζει ότι: «Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφιστάμενου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύψος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. (…)».
ΙΙΙ. Με τις προαναφερόμενες διατάξεις, που σκοπό έχουν την ενίσχυση της διαφάνειας, τον περιορισμό της διαφθοράς στον πολιτικό και εν γένει δημόσιο βίο και την πάταξη των αθέμιτων επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών από πολιτικά πρόσωπα, δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους, που κατέχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο του κρατικού μηχανισμού, αλλά και από πρόσωπα εκτός αυτού, τα οποία ασκούν δραστηριότητες που επηρεάζουν αποφασιστικά το δημόσιο βίο, θεσπίστηκε και οργανώθηκε μια διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης των προσώπων αυτών, τα οποία δύνανται, επωφελούμενα της ως άνω κρίσιμης ιδιότητάς τους, να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτους αθέμιτο περιουσιακό όφελος. Για το λόγο αυτό, επιβλήθηκε στις εν λόγω κατηγορίες προσώπων η υποχρέωση για ετήσια υποβολή δήλωσης περί των κατεχόμενων από αυτά και από τα μέλη της οικογένειάς τους (σύζυγο και ανήλικα τέκνα) περιουσιακών στοιχείων, ενώ περαιτέρω θεσπίστηκαν όργανα ελέγχου και επαλήθευσης των δηλώσεων αυτών (Ε.Σ. αποφ. V Τμ. 3479, 757, 53/2012, 3040, 2704/2011, 1558/2008). Ειδικότερα, σε υποβολή ετήσιας δήλωσης περί της περιουσιακής τους κατάστασης υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, οι υπουργοί και οι βουλευτές, οι οποίοι υπάγονται, ως εκ τούτου, στις ρυθμίσεις του εκάστοτε ισχύοντος περί πόθεν έσχες νόμου (ν. 2429/1996 και ν. 3213/2003). Σε περίπτωση δε που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι κατά τη διάρκεια ή και εντός τριετίας από τη λήξη της θητείας του ελεγχομένου στις εν λόγω κρίσιμες θέσεις αποκτήθηκε από τον ίδιο ή τα ως άνω μέλη της οικογενείας του περιουσιακό όφελος, η προέλευση του οποίου δεν δύναται να δικαιολογηθεί, με βάση τις γνωστές στα ελεγκτικά όργανα νόμιμες πηγές εσόδων του ιδίου και των υπόλοιπων ως άνω προσώπων, προβλέπονται σε βάρος του ελεγχομένου ποινικές και χρηματικές (αστικής φύσης) κυρώσεις. Οι χρηματικές κυρώσεις συνίστανται στον έχοντα το χαρακτήρα αποζημιωτικού μέτρου καταλογισμό του ελεγχομένου, κατόπιν απόφασης του αρμόδιου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με χρηματικό ποσό ισάξιο του αδικαιολόγητου περιουσιακού οφέλους, το οποίο τεκμαίρεται μαχητά ότι προέρχεται από την κατ’ εκμετάλλευση της θέσης του διάπραξη αθέμιτων σε βάρος και επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών (Ε.Σ. αποφ. Ολομ. 1/2013, 2825/2006 και V Τμ. 757/2012, 3346/2009). Στην περίπτωση αυτή, το βάρος απόδειξης για τη νομιμότητα απόκτησης του περιουσιακού οφέλους έχει ο ίδιος ο ελεγχόμενος, ο οποίος υποχρεούται να αποδείξει, μεταξύ άλλων, τη νομιμότητα της προέλευσης τόσο των κεφαλαίων που εντοπίζονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς του, όσο και αυτών που διατίθενται για την αγορά κινητών ή ακίνητων περιουσιακών στοιχείων και τα οποία (κεφάλαια) δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από τα εισοδήματα και την εν γένει οικονομική του κατάσταση. Προς το σκοπό δε αυτό, πρέπει να προσκομίζει στις αρμόδιες διοικητικές και δικαστικές αρχές κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, από το οποίο να προκύπτει με σαφήνεια ο ακριβής τρόπος απόκτησης των κεφαλαίων αυτών, καθώς και η προέλευσή τους από νόμιμες πηγές (πρβλ. Ε.Σ. αποφ. V Τμ. 3479, 1180, 757, 52/2012, 3295/2011). Η επίκληση δε από τον ελεγχόμενο ορισμένης αποταμιευτικής δυνατότητας αυτού με βάση τα ετήσια οικογενειακά εισοδήματα παρελθόντων ετών, χωρίς να αποδεικνύει ταυτόχρονα την ύπαρξη αντίστοιχου, πράγματι υφιστάμενου κατά τον κρίσιμο χρόνο κτήσης ορισμένου περιουσιακού στοιχείου, αποταμιευτικού υπολοίπου, το οποίο να προκύπτει με σαφήνεια ότι αποτέλεσε την πηγή προέλευσης των σχετικών κεφαλαίων, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την κτήση του αμφισβητούμενου περιουσιακού οφέλους, ως προερχόμενου από εμφανείς νόμιμες πηγές.
IV. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε εκτέλεση της 14128/9494/25.10.2010 εντολής της Επιτροπής Ελέγχου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και συνασπισμών κομμάτων, των υποψήφιων βουλευτών και των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών (άρθρο 21 του ν. 3023/2002), η οποία είχε συγκροτηθεί με τη 12248/8807/29.10.2009 απόφαση του Προέδρου της Βουλής, οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές Αθανασία Αραμπατζή, Θεόδωρος Κουτσουλέντης, Βασίλειος Παπαγεωργακόπουλος και Ιωάννης Τολιόπουλος διενήργησαν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 3327/2005, επανέλεγχο, για τα έτη 1998 έως 2009, των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου, πρώην Υπουργού και βουλευτή. Οι ανωτέρω Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές, αφού έλαβαν, επίσης, υπόψη τους τραπεζικούς λογαριασμούς του καθ’ ου, που είχαν υποβληθεί στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης «SIEMENS» στο σύνολό της από την αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, συνέταξαν το από 30.5.2011 πόρισμα, σύμφωνα με το οποίο: α) διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των οικογενειακών καταθέσεων που είχαν δηλωθεί στις ως άνω δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και αυτών που προέκυψαν από τον έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών κατά την ημερομηνία υποβολής των εν λόγω δηλώσεων (βλ. τον οικείο πίνακα), β) στη χρήση 2000 προέκυψε αύξηση, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, των τραπεζικών καταθέσεων του καθ’ ου και της πρώην συζύγου του Gudrun Moldenhauer, ποσού 55.616.733 δραχμών, η οποία δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματά τους (οικονομικού έτους 2001), μη συμπεριλαμβανομένων των δαπανών διαβίωσης αυτών και γ) ενώ στο 15.867/16.4.2010 συμβόλαιο αγοραπωλησίας οριζόντιων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού-Τρανταλίδου, δυνάμει του οποίου η δεύτερη σύζυγος του καθ’ ου Βασιλική Σταμάτη προέβη στην αγορά από την εταιρεία με την επωνυμία «ΝΟΜΠΙΛΙΣ ΙΝΤΕΡΝΑΣΙΟΝΑΛ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» (NOBILIS INTERNATIONAL LLC) και έδρα στη Cheyenne της Πολιτείας Γουαϊόμιν των ΗΠΑ ενός ακινήτου (κατοικία β΄ πάνω από το ισόγειο ορόφου, με εμβαδόν 202,21 τ.μ., αποκλειστική χρήση δώματος, επιφάνειας 202,21 τ.μ. και ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του υπογείου χώρου της οικοδομής, με εμβαδόν 202,21 τ.μ.) στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου 33 (στην περιοχή Μακρυγιάννη κατά τη νότια πλευρά του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης), αντικειμενικής αξίας 1.388.676,45 ευρώ -η οποία (αγορά) δεν δηλώθηκε στην υποβληθείσα το έτος 2010 δήλωση περιουσιακής κατάστασης- αναφέρεται ότι από το τίμημα του 1.100.000 ευρώ, ποσό 450.000 ευρώ πληρώθηκε η εκπρόσωπος της πωλήτριας εταιρείας από την αγοράστρια σύζυγο του καθ’ ου σε μετρητά σταδιακά κατά τη διάρκεια της προηγούμενης του συμβολαίου τριετίας -το υπόλοιπο δε τίμημα (650.000 ευρώ), καθώς και ο φόρος μεταβίβασης, ποσού 157.028,03 ευρώ, εξοφλήθηκαν με στεγαστικό δάνειο, ποσού 800.000 ευρώ, που είχε λάβει η σύζυγος του καθ’ ου, με εγγυητή τον ίδιο, από την τράπεζα EUROBANK ERGASIAS A.E.- στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, που υποβλήθηκαν από τον καθ’ ου κατά την προηγούμενη της εν λόγω αγοράς τριετία (έτη 2007-2009), δεν αναφέρονται ποσά, συνολικού ύψους 450.000 ευρώ, ως προκαταβολή για την κτήση του συγκεκριμένου ακινήτου. Εξάλλου, στο ίδιο πόρισμα οι Ορκωτοί Ελεγκτές Λογιστές επεσήμαναν ότι με την από 16.5.2011 απαντητική επιστολή του καθ’ ου δεν καλύφθηκαν τα ερωτήματα, που είχαν τεθεί με το 2501/18.4.2011 έγγραφο του Προέδρου της ανωτέρω Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής. Με το έγγραφο αυτό είχαν ζητηθεί από τον καθ’ ου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 παρ. 5 του ν. 3213/2003, διευκρινίσεις, καθώς και η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την πηγή προέλευσης των ως άνω υπό στοιχ. β΄ και γ΄ ποσών, που αφορούσαν αφενός στην αύξηση των οικογενειακών καταθέσεων στη χρήση 2000, αφετέρου στη σταδιακή καταβολή του προαναφερόμενου μέρους του τιμήματος για την αγορά του ως άνω ακινήτου από τη δεύτερη σύζυγό του. Ακολούθως, η Επιτροπή Ελέγχου της Βουλής, όπως προκύπτει από την από 26.7.2011 έκθεσή της, αφού έλαβε υπόψη: α) τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου για τα έτη 1998 έως 2009, στο οποίο και αφορά η τελευταία δήλωσή του, που υποβλήθηκε στη Βουλή, β) το ως άνω από 30.5.2011 πόρισμα των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, γ) την προαναφερόμενη από 16.5.2011 απαντητική επιστολή του καθ’ ου, καθώς και την από 27.6.2011 όμοια, που υποβλήθηκε κατόπιν του 2546/9.6.2011 εγγράφου του Προέδρου της εν λόγω Επιτροπής, με το οποίο ζητήθηκαν εκ νέου διευκρινίσεις, καθώς και η προσκόμιση των οικείων παραστατικών, σχετικά με τη σταδιακή, κατά τη διάρκεια της τελευταίας πριν από την αγορά του ανωτέρω ακινήτου τριετίας, καταβολή του επίμαχου ποσού των 450.000 ευρώ, ειδικότερα δε σε σχέση με την επικαλούμενη στην ως άνω πρώτη επιστολή καταβολή αυτού για την «κάλυψη δαπανών», που πραγματοποιήθηκαν στο εν λόγω ακίνητο, δ) τα πρακτικά της από 2.6.2011 συνεδρίασης της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής «Για τη διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης κατά πρώην Υπουργού, σχετικά με την από 15.2.2000 σύμβαση κατασκευής και παράδοσης στο Πολεμικό Ναυτικό υποβρυχίων τύπου 214», καθώς και τα πρακτικά της από 1.7.2011 συνεδρίασης της Ολομέλειας της Βουλής, έκρινε ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων των νόμων 2429/1996 και 3213/2003 περί πόθεν έσχες. Τούτο δε, ενόψει, μεταξύ άλλων, της ως άνω διαπιστωθείσας από τον έλεγχο των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών αύξησης στη χρήση 2000 των οικογενειακών καταθέσεων του καθ’ ου, ποσού 55.616.733 δραχμών, η οποία δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα αυτού και της πρώην συζύγου του (οικονομικού έτους 2001), καθώς και της μη αναγραφής στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης, που υπέβαλε ο καθ’ ου στις 30.6.2010, της αγοράς του ανωτέρω ακινήτου από τη δεύτερη σύζυγό του, δυνάμει του προαναφερόμενου συμβολαίου, στο οποίο, περαιτέρω, αναφέρεται ότι: «από το πιο πάνω τίμημα του ενός εκατομμυρίου εκατό χιλιάδων ευρώ (1.100.000 €), τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες (450.000 €) πληρώθηκε η εκπρόσωπος της πωλήτριας από την αγοράστρια σε μετρητά σταδιακά κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας», ενώ στην προαναφερόμενη από 27.6.2011 επιστολή του καθ’ου αναφέρεται ότι το ποσό των 450.000 ευρώ δαπανήθηκε σταδιακά κατά τα οικονομικά έτη 2007 έως 2010 για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας «NOBILIS INTERNATIONAL LLC», ιδιοκτήτριας έως 16.4.2010 του διαμερίσματος, στο οποίο διέμενε, για επισκευές αυτού, κατόπιν προφορικής συμφωνίας με την ανωτέρω εταιρεία, λόγω οικονομικής της αδυναμίας και με δέσμευση αυτής είτε επιστροφής του δαπανηθέντος ποσού είτε, σε περίπτωση πώλησης του ως άνω διαμερίσματος, προτίμησης αυτού ως υποψήφιου αγοραστή και αφαίρεσης του εν λόγω ποσού από το συνολικό τίμημα, το ποσό δε αυτό καλύπτεται πλήρως από το υπόλοιπο των εισοδημάτων του, με βάση τις διατάξεις του ν. 2238/1994 (άρθρα 16, 17, 19 και 22), των οικονομικών ετών 2003 έως 2005, ύψους 183.097,88 ευρώ και 2006 έως 2010, ύψους 386.271,94 ευρώ, πλέον του ποσού δύο τραπεζικών δανείων, συνολικού ύψους 150.000 ευρώ, που έλαβε κατά το οικονομικό έτος 2010. Κατόπιν αυτών, η ανωτέρω έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής απεστάλη στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος άσκησε ενώπιον του Τμήματος τούτου την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητείται ο καταλογισμός του καθ’ ου με το συνολικό ποσό των 613.218,58 (163.218,58 + 450.000) ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε ισόποσο συνολικό περιουσιακό όφελος, που φέρονται ότι απέκτησαν αυτός και η σύζυγός του, χωρίς να δικαιολογείται η νόμιμη προέλευσή του. Ειδικότερα δε, και αφού κρίθηκαν αβάσιμες οι σχετικές διευκρινίσεις του καθ’ ου, διότι: α) ενόψει του ότι από τον μεν έλεγχο της περιουσιακής κατάστασής του, οικονομικού έτους 2001 (χρήση 2000) και του προηγούμενου οικονομικού έτους (2000), διαπιστώθηκε αύξηση οικογενειακών καταθέσεων, ποσού 91.412.372 (132.847.593 – 41.435.221) δραχμών, από δε τον ίδιο δηλώθηκαν εισοδήματα για το έτος 2000, ποσού 35.795.639 δραχμών, προέκυψε διαφορά (αύξηση) στην περιουσιακή του κατάσταση, ποσού 55.616.733 δραχμών (91.412.372 – 35.795.639) και ήδη 163.218,58 ευρώ, το οποίο δεν δικαιολογείται από τα ως άνω δηλωθέντα εισοδήματα και β) ενώ στο προαναφερόμενο 15.867/16.4.2010 συμβόλαιο αγοράς του ανωτέρω ακινήτου -το οποίο δεν συμπεριελήφθη στην υποβληθείσα στις 30.6.2010, μετά την κτήση αυτού, δήλωση περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου- αναφέρεται ότι από το τίμημα του 1.100.000 ευρώ, με το ποσόν των 450.000 ευρώ πληρώθηκε η εκπρόσωπος της πωλήτριας εταιρείας από την αγοράστρια σε μετρητά, σταδιακά κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, που υποβλήθηκαν από τον καθ’ ου κατά την προηγούμενη της αγοράς τριετία (έτη 2007-2009), δεν αναφέρονται ποσά, συνολικού ύψους 450.000 ευρώ, ως προκαταβολή για την κτήση του συγκεκριμένου ακινήτου, ούτε από τις δηλώσεις αυτές προκύπτει συνολικό οικογενειακό εισόδημα, που να δικαιολογεί την τμηματική αυτή πληρωμή (εισόδημα έτους 2007 ποσού 147.536,45 ευρώ, εκ παραδρομής αναφερομένου ποσού 100.955,87 ευρώ, έτους 2008 ποσού 115.762,29 ευρώ και έτους 2009 ποσού 100.955,87 ευρώ), μη συμπεριλαμβανομένων των δαπανών διαβίωσης, ενώ, εξάλλου, αναφέρονται καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς ως περίσσευμα των εισοδημάτων της περιόδου αυτής.
V. Ο καθ’ ου, με το νομίμως κατατεθέν από 18.12.2012 υπόμνημά του, ως προς το α΄ σκέλος της υπό κρίση αίτησης προβάλλει ότι η ως άνω αύξηση, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, των οικογενειακών καταθέσεων κατά το οικονομικό έτος 2001 (ποσού 55.616.733 δραχμών και ήδη 163.218,58 ευρώ) οφείλεται στην αγορά το έτος 2000 από την ALPHA BANK, στο όνομα της πρώην συζύγου του Gudrun Moldenhauer και του υιού τους Αλέξανδρου Τσοχατζόπουλου, δύο (2) repos, συνολικού ποσού 197.817,16 ευρώ, η οποία (αγορά) από αμέλεια δεν δηλώθηκε στην αντίστοιχη δήλωση περιουσιακής κατάστασης (οικονομικού έτους 2001) λόγω της έντασης που επικρατούσε τότε στις σχέσεις του με την ως άνω πρώην σύζυγό του, χρηματοδοτήθηκε δε από τραπεζικό λογαριασμό, που η τελευταία διατηρούσε στη BAYERISHE HIPO BANK στην πατρίδα της στο Μόναχο Γερμανίας και τον οποίο είχε συμπεριλάβει στις δηλώσεις περιουσιακής κάταστασης ετών 1998 έως 2001, με διακύμανση από 120.000 έως 250.000 γερμανικά μάρκα. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του καθ’ ου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, αν και ο ίδιος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ, έχει το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν προσκομίζει -όπως, άλλωστε, ούτε ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής προσκόμισε, αν και του είχε ζητηθεί, όπως προαναφέρθηκε, με το 2501/18.4.2011 έγγραφο του Προέδρου αυτής- στοιχεία που να δικαιολογούν τη νόμιμη προέλευση του ανωτέρω ποσού (55.616.733 δραχμών), όπως αντίγραφο της κίνησης του επικαλούμενου λογαριασμού, από την οποία να προκύπτει με βεβαιότητα η χρηματοδότηση της αγοράς των ως άνω repos από το υπόλοιπο αυτού (π.χ. με την έκδοση εμβάσματος ή την ανάληψη αντίστοιχου χρηματικού ποσού κατά τον κρίσιμο χρόνο αγοράς), ούτε, περαιτέρω, στοιχεία για τη νόμιμη προέλευση των ποσών του τελευταίου αυτού φερόμενου ως τροφοδότη λογαριασμού. Τούτο δε, πέραν του ότι η προσκομισθείσα από τον ίδιο από 12.5.2011 βεβαίωση της ALPHA BANK αναφέρει ως ημερομηνία έναρξης του 359.00.5994000858 λογαριασμού repos την 16.2.2004. Ο ισχυρισμός δε του καθ’ ου ότι η μη δήλωση της αγοράς των εν λόγω repos στην οικεία δήλωση περιουσιακής κατάστασης οφείλεται στην ένταση που επικρατούσε τότε στις σχέσεις του με την πρώην συζύγό του, αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού δεν δύναται, σε κάθε περίπτωση, να άρει τον αδικαιολόγητο χαρακτήρα της ως άνω αύξησης των οικογενειακών καταθέσεων, σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τούτο δε, καθόσον σχετίζεται με τη διαπίστωση του βαθμού υπαιτότητας του καθ’ ου ως προς την ανακρίβεια της ίδιας δήλωσης, η οποία συνίσταται στη διαπιστωθείσα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη IV, διαφορά μεταξύ των οικογενειακών καταθέσεων που δηλώθηκαν και αυτών που προέκυψαν από το διενεργηθέντα έλεγχο και, ως εκ τούτου, αφορά σε ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο κρίσης στο πλαίσιο της σχετικής ποινικής διαδικασίας. Εξάλλου, το γεγονός ότι στις δηλώσεις περιουσιακής κάταστασης του καθ’ ου, ετών 1998 έως 2001, δηλώθηκαν καταθέσεις της πρώην συζύγου αυτού σε γερμανικά μάρκα, δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την αγορά των ως άνω repos, αφού, και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι πρόκειται για τον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύεται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η σύνδεσή του με την εν λόγω αγορά, υπό την έννοια της χρηματοδότησης αυτής. Πολλώ δε μάλλον, αφού, σύμφωνα και με το πόρισμα των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, δεν προσκομίστηκαν αντίγραφα κινήσεων τραπεζικών λογαριασμών σε γερμανικά μάρκα, οι σχετικές δε καταθέσεις, όπως δηλώθηκαν από τον καθ’ ου στις οικείες δηλώσεις, εμφανίζουν μία αυξητική πορεία κατά τα ως άνω έτη (διακύμανση από 120.000 έως 250.000 DM), γεγονός που καθιστά ακόμη πιο αμφίβολη την επικαλούμενη τροφοδότηση από αυτές των λοιπών λογαριασμών του καθ’ ου και της πρώην συζύγου του το έτος 2000. Περαιτέρω, ο καθ’ ου ισχυρίζεται ότι κατά τα έτη 1999 έως 2003 υπήρξε σταδιακή αύξηση των καταθέσεων των λογαριασμών του λόγω τροφοδότησής τους από ποσά, κυμαινόμενα από 90.000 έως 105.000 γερμανικά μάρκα, τα οποία κατατέθηκαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σε ατομικό του λογαριασμό συναλλάγματος σε γερμανικά μάρκα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, λόγω αποπληρωμής ασφαλιστικού συμβολαίου, που είχε συνάψει στο όνομά του με τη DRESDNER BANK στο Μόναχο Γερμανίας κατά τη δεκατία του ’60. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, πέραν του ότι αορίστως προβάλλεται, αφού δεν αναφέρει τον αριθμό του επικαλούμενου λογαριασμού, ούτε προσδιορίζει τα ποσά των καταβολών που πραγματοποιήθηκαν, για την ανωτέρω αιτία, κατά το επίμαχο έτος (2000), πρέπει, επίσης, να απορριφθεί, πρωτίστως διότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη του λογαριασμού αυτού, αφού, σύμφωνα με το πόρισμα των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, οι λογαριασμοί που τέθηκαν υπόψη τους, μετά την άρση του τραπεζικού απορρήτου (βλ. σχετ. πίνακα με 99 λογαριασμούς του καθ’ ου και των μελών της οικογενείας του σε διάφορες τράπεζες, μεταξύ των οποίων και η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), περιλαμβάνουν καταθέσεις μόνο σε δραχμές και ευρώ και όχι σε γερμανικά μάρκα, όπως ο ως άνω επικαλούμενος λογαριασμός συναλλάγματος. Εξάλλου, ούτε ο ίδιος ο καθ’ ου προσκομίζει αντίγραφο της κίνησης του λογαριασμού αυτού -πολλώ δε μάλλον, αφού, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, πρόκειται για δικό του, και όχι της πρώην συζύγου του, λογαριασμό- ούτε, περαιτέρω, στοιχεία για τη νόμιμη προέλευση των σχετικών ποσών, όπως το οικείο ασφαλιστικό συμβόλαιο και κυρίως βεβαιώσεις καταβολής, για την ανωτέρω αιτία, από τον ως άνω ασφαλιστικό φορέα. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του ότι για τα λοιπά έτη, πλην του επίμαχου (2000), ο σχετικός ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται.
VΙ. Περαιτέρω, ως προς το β΄ σκέλος της υπό κρίση αίτησης, ο καθ’ ου, με το ως άνω υπόμνημά του, ισχυρίζεται ότι το ποσό των 450.000 ευρώ δαπανήθηκε σταδιακά κατά τα οικονομικά έτη 2007 έως 2010 για λογαριασμό της εταιρείας «NOBILIS INTERNATIONAL LLC», ιδιοκτήτριας έως 16.4.2010 του διαμερίσματος επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου 33, στο οποίο διέμενε. Ειδικότερα, ο καθ’ ου ισχυρίζεται ότι κατόπιν προφορικής συμφωνίας με την ανωτέρω εταιρεία, με σκοπό τη χρηματική διευκόλυνσή της, λόγω οικονομικής της αδυναμίας, ανέλαβε ο ίδιος το κόστος των επισκευών του ως άνω διαμερίσματος, με δέσμευση αυτής είτε για επιστροφή του δαπανηθέντος ποσού είτε, σε περίπτωση πώλησης του ως άνω ακινήτου, για προτίμηση αυτού ως υποψήφιου αγοραστή και αφαίρεση του εν λόγω ποσού από το συνολικό τίμημα. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός του καθ’ ου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, ενόψει της μη κατάρτισης οποιουδήποτε σχετικού με την επικαλούμενη συμφωνία δημόσιου ή ιδιωτικού εγγράφου, δεν αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω δαπάνες επισκευών, ύψους 450.000 ευρώ, συνδέονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την καταβολή του τιμήματος για την αγορά του επίμαχου ακινήτου, που επακολούθησε. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται ούτε η διενέργεια προκαταβολών κατά τη διάρκεια των ανωτέρω ετών σε εκτέλεση οποιασδήποτε συμφωνίας περί σταδιακής καταβολής του τιμήματος για την αγορά του επίμαχου ακινήτου, όπως αναφέρεται στο οικείο συμβόλαιο, δεδομένου ότι ούτε ο έλεγχος εντόπισε, αλλά ούτε και ο ίδιος ο καθ’ ου προσκόμισε -αν και του είχε ζητηθεί με το πραναφερόμενο 2501/18.4.2011 έγγραφο του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής- σχετικά παραστατικά, όπως κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών, στους οποίους να εμφαίνονται σχετικές αναλήψεις, μεταφορές ποσών σε λογαριασμούς της πωλήτριας εταιρείας, έκδοση επιταγών στο όνομα αυτής ή έστω απλές αποδείξεις καταβολής αντίστοιχων ποσών. Αντιθέτως, ως προς τη φερόμενη ως σταδιακή (προ)καταβολή του τιμήματος, ο καθ’ ου περιορίσθηκε στην επίκληση εκδοθέντων στο όνομα της ανωτέρω ιδιοκτήτριας εταιρείας και «ευρισκόμενων εις χείρας των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ» παραστατικών σχετικά με τις δαπάνες επισκευών, που ο ίδιος, κατά τους ισχυρισμούς του, πραγματοποίησε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα στο επίμαχο ακίνητο, οι οποίες (δαπάνες), όμως, σύμφωνα με όσα έγιναν προηγουμένως δεκτά, δεν προκύπτει ότι συνδέονται με την καταβολή του τιμήματος για την επακολουθήσασα ως άνω αγοραπωλησία. Η αναγραφή δε στο οικείο συμβολαιογραφικό έγγραφο ότι, κατά τη ρητή δήλωση των συμβαλλομένων, από το συνολικό τίμημα του 1.100.000 ευρώ, 450.000 ευρώ πληρώθηκε η εκπρόσωπος της πωλήτριας εταιρείας από την αγοράστρια «σε μετρητά σταδιακά κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας», δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, αφού το συγκεκριμένο περιεχόμενο του δημόσιου αυτού εγγράφου, στο μέτρο που δεν αφορά σε γεγονός που βεβαιώνεται ότι επιχειρήθηκε από το συντάκτη του ή ενώπιόν του, εκτιμάται ελεύθερα (άρθρα 171 παρ. 1 και 3 και 148 του Κ.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97 Α΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, ΦΕΚ 135 Α΄). Εξάλλου, δεν νοείται, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, τμηματική (προ)καταβολή τιμήματος, συνολικού ύψους 450.000 ευρώ, με αφετηρία, μάλιστα, τρία (3) έτη πριν από την κατάρτιση του οικείου συμβολαίου αγοραπωλησίας, δυνάμει προφορικής αποκλειστικά συμφωνίας, χωρίς οποιαδήποτε εξασφάλιση του μελλοντικού αγοραστή. Αντιθέτως, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας -εφόσον δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συμφωνίας με διαφορετικό περιεχόμενο ούτε, περαιτέρω, η διενέργεια καταβολών σε εκτέλεση αυτής- η προκαταβολή σε μετρητά του τιμήματος για την αγορά ακινήτου, η οποία και αναγράφεται ως ήδη συντελεσθείσα, κατά τη ρητή δήλωση των συμβαλλομένων, στο οικείο συμβόλαιο, λαμβάνει χώρα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από την υπογραφή αυτού. Στην προκειμένη δε περίπτωση, ενόψει της υπογραφής του ανωτέρω συμβολαίου στις 16.4.2010, το εύλογο αυτό χρονικό διάστημα δεν νοείται να εκτείνεται πριν από το τέλος του έτους 2009, πολλώ δε μάλλον σε βάθος τριετίας μέσω τμηματικών καταβολών. Σε διαφορετική δε περίπτωση, γεννάται κίνδυνος καταστρατήγησης των περί πόθεν έσχες διατάξεων, αφού, ενόψει του ότι ο χρόνος, καθώς και το ύψος της προκαταβολής του τιμήματος για την αγορά ενός ακινήτου συνιστούν καθοριστικά στοιχεία για τη διαπίστωση της ύπαρξης τυχόν αδικαιολόγητου περιουσιακού οφέλους, η κατάτμηση του σχετικού ποσού σε μερικότερες καταβολές, οι οποίες φέρονται να λαμβάνουν χώρα σταδιακά κατά τη διάρκεια πλειόνων ετών, δύναται να αλλοιώσει το αποτέλεσμα του σχετικού ελέγχου, καταλήγοντας είτε σε μη καταλογισμό ή είτε σε καταλογισμό μικρότερου ποσού σε σχέση με αυτό, που θα προέκυπτε, εάν είχε ληφθεί υπόψη ο πραγματικός χρόνος διενέργειας της εν λόγω προκαταβολής.
VII. Περαιτέρω, ο καθ’ ου ισχυρίζεται ότι το ως άνω ποσό των 450.000 ευρώ καλύπτεται πλήρως από το υπόλοιπο των εισοδημάτων του οικονομικών ετών 2003 έως και 2010, το οποίο, με βάση τις οικείες δηλώσεις φόρου εισοδήματος, ανέρχεται σε 183.097,88 ευρώ για τα οικονομικά έτη 2003 έως 2005 και 386.271,94 ευρώ για τα οικονομικά έτη 2006 έως 2010, καθώς και ότι κατά το οικονομικό έτος 2010 έλαβε δύο δάνεια, συνολικού ύψους 150.000 ευρώ, από την τράπεζα EUROBANK ERGASIAS A.E. (100.000 ευρώ) και την Τράπεζα Πειραιώς (50.000 ευρώ), τα οποία δήλωσε στην αντίστοιχη δήλωση περιουσιακής του κατάστασης, με αποτέλεσμα το συνολικό μη αναλωθέν κεφάλαιο για την κάλυψη οποιασδήποτε αγοράς περιουσιακών στοιχείων, που προκύπτει από τα οικονομικά έτη 2003 έως 2010 (569.369,82 ευρώ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16, 17, 19 και 22 του ν. 2238/1994 «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος» (ΦΕΚ 151 Α΄), πλέον του ποσού των ως άνω δανείων (150.000 ευρώ), να ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 719.369,82 ευρώ. Από τα στοιχεία του φακέλου, όμως, ειδικότερα δε από τον οικείο πίνακα του πορίσματος των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, προκύπτει ότι το πραγματικό υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών του καθ’ ου και της συζύγου του στις 30.6.2009 ανερχόταν στο ποσό των 51.131,10 ευρώ. Σύμφωνα δε με την υποβληθείσα στις 30.6.2010 δήλωση της περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου, η οποία, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στο ως άνω υπόμνημά του, αφορά στα υφιστάμενα στο τέλος του έτος 2009 περιουσιακά στοιχεία, το υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών αυτού και της συζύγου του στις 31.12.2009 ανερχόταν μόλις στο ποσό των 11.522 ευρώ. Εξάλλου, το υπόλοιπο από την «ανάλωση κεφαλαίου», που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων των φορολογικών νόμων και των τεκμηρίων που καθιερώνονται με αυτές, με σκοπό τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος, δεν συμπίπτει, κατ’ ανάγκη, ούτε με το διαθέσιμο υπόλοιπο του ελεγχομένου, για τον υπολογισμό του οποίου το αρμόδιο όργανο, ως προς τα έσοδα και έξοδα του ελεγχομένου, στηρίζεται σε πάσης φύσεως στοιχεία, που ανταποκρίνονται, κατά το δυνατόν, στην πραγματικότητα, με σκοπό τη διαπίστωση τυχόν απόκτησης από αυτόν αδικαιολόγητου περιουσιακού οφέλους, σύμφωνα με τις διατάξεις περί πόθεν έσχες (πρβλ. Ε.Σ. απόφ. V Τμ. 3479/2012), ούτε, πολλώ δε μάλλον, με το πραγματικό υπόλοιπο αυτού, το οποίο αντιπροσωπεύει την πραγματική δυνατότητά του για την απόκτηση κάποιου περιουσιακού στοιχείου. Τούτο δε, διότι δεν αποκλείεται το υπόλοιπο από την «ανάλωση κεφαλαίου», το οποίο αποτελεί λογιστικό μέγεθος, που αντιπροσωπεύει απλώς μια αποταμιευτική δυνατότητα του ελεγχομένου (δυνητική αποταμίευση), να μην ταυτίζεται με το πραγματικό υπόλοιπο αυτού (πραγματική αποταμίευση) σε δεδομένη χρονική στιγμή, αλλά να έχει ήδη αναλωθεί για διάφορους σκοπούς (πρβλ. Ε.Σ. απόφ. V Τμ. 757/2012). Στην τελευταία δε αυτή περίπτωση, η δυνατότητα επίκλησης από τον ελεγχόμενο, προκειμένου να δικαιολογήσει την κτήση κάποιου περιουσιακού στοιχείου, της ύπαρξης υπολοίπου από την «ανάλωση κεφαλαίου», σύμφωνα με τις διατάξεις των φορολογικών νόμων, ενόψει και του ότι είναι χρονικά απεριόριστη, αφού δύναται να εκτείνεται σε εκείνο ακριβώς το βάθος χρόνου, που απαιτείται για να δικαιολογηθεί η κτήση του αμφισβητούμενου περιουσιακού οφέλους, με βάση το περίσσευμα εισοδημάτων παρελθόντων ετών, οδηγεί στην καταστρατήγηση των διατάξεων περί πόθεν έσχες, οι οποίες σκοπό έχουν, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη ΙΙΙ, την ενίσχυση της διαφάνειας στον πολιτικό και εν γένει δημόσιο βίο και τον εντοπισμό αθέμιτων συναλλαγών των ελεγχομένων. Για το λόγο δε αυτό, η κατ’ εφαρμογή των τελευταίων αυτών διατάξεων επιβολή καταλογισμού λόγω κτήσης αδικαιολόγητου περιουσιακού οφέλους προϋποθέτει τη διαπίστωση της πραγματικής περιουσιακής και εν γένει οικονομικής κατάστασης του ελεγχομένου, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το πραγματικό αποταμιευτικό υπόλοιπο αυτού, το οποίο και μόνο, ως υπαρκτό κεφάλαιο, που σχηματίστηκε σταδιακά με την πάροδο των ετών, δύναται, εφόσον δικαιολογείται από τα εν γένει έσοδα, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης του ελεγχομένου, να αποτελέσει εμφανή νόμιμη πηγή προέλευσης των ποσών για την κτήση κάποιου περιουσιακού στοιχείου, κατ’ επίκληση της αποταμίευσης προηγουμένων ετών. Στην προκειμένη δε περίπτωση, η αποτυπωθείσα στον προαναφερόμενο πίνακα του πορίσματος των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών εικόνα των οικογενειακών τραπεζικών καταθέσεων του καθ’ ου κατά την επικαλούμενη οκταετία (έτη 2002 έως 2009) δεν συνάδει με την ύπαρξη ενός κλιμακούμενου, από έτος σε έτος, αντίστοιχου με το επικαλούμενο, με βάση την «ανάλωση κεφαλαίου», αποταμιευτικού υπολοίπου (569.369,82 ευρώ), αφού από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι το υπόλοιπο στους λογαριασμούς αυτού και της συζύγου του ανερχόταν στο ποσό των 103.729,59 ευρώ στις 12.6.2003, 26.177,44 στις 16.4.2004, 183.493,58 στις 30.6.2005, 132.482,80 στις 28.6.2006, 163.965,01 στις 28.6.2007, 50.096,51 στις 30.6.2008 και 51.131,10 ευρώ στις 30.6.2009. Πέραν αυτού, δεν νοείται, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, η σταδιακή, κατά τη διάρκεια οκτώ (8) ετών -αρχής γενομένης, μάλιστα, από το έτος 2002, δηλαδή πολύ νωρίτερα από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης- διαμόρφωση ενός συνολικού αποταμιευτικού υπολοίπου, ύψους άνω των 500.000 ευρώ, εκτός τραπεζικού συστήματος, αφού, πέραν των σοβαρών ζητημάτων ασφάλειας που δημιουργεί, συνεπάγεται, επίσης, σημαντική απώλεια τόκων (πρβλ. Ε.Σ. απόφ. V Τμ. 757/2012) ή πάσης φύσεως ωφελημάτων, λόγω της μη επένδυσής του. Τούτο δε, πολλώ μάλλον, για έναν υπόχρεο σε δήλωση πόθεν έσχες, συνταξιούχο πολιτικό μηχανικό, πρώην Υπουργό και εν ενεργεία κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρονικού αυτού διαστήματος βουλευτή (μέχρι το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2007), με μέσο ετήσιο οικογενειακό εισόδημα κατά τα ως άνω έτη, που δεν ξεπερνά τα 126.000 ευρώ και ιδιαίτερα αυξημένες, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δαπάνες διαβίωσης λόγω του υψηλού κοινωνικού status αυτού, αλλά και πρόσθετες δαπάνες, λόγω της ως άνω πολιτικής του δραστηριότητας. Επομένως, αφού, στην προκειμένη περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι ο καθ’ ου είχε πράγματι στην κατοχή του στο τέλος του έτους 2009 ποσό αντίστοιχο με το επικαλούμενο υπόλοιπο προς «ανάλωση κεφαλαίου», δεδομένου ότι από τον έλεγχο, μετά την άρση του τραπεζικού απορρήτου, δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη αυτού (υπολοίπου), αλλά ούτε και ο ίδιος δήλωσε, αν και είχε υποχρέωση -ενόψει της ενδεικτικής απαρίθμησης των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3213/2003, που αποσκοπεί στην πλήρη διαφάνεια της περιουσιακής κατάστασης των ελεγχομένων- την κατοχή «εις χείρας» του ενός τέτοιου ποσού, ο σχετικός ισχυρισμός του πρέπει, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ, να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος. Περαιτέρω, ο καθ’ ου, πέραν του ότι δεν αποδεικνύει τη λήψη των δανείων, συνολικού ύψους 150.000 ευρώ, που ισχυρίζεται ότι έλαβε εντός του έτους 2009, αφού δεν προσκομίζει σχετικά παραστατικά (π.χ. δανειακές συμβάσεις, βεβαιώσεις από τις οικείες τράπεζες, κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ.), σε κάθε περίπτωση, αορίστως προβάλλει το σχετικό ισχυρισμό, καθόσον δεν επικαλείται ότι η λήψη των δανείων αυτών συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την καταβολή του τιμήματος για την αγορά του επίμαχου ακινήτου και ότι, ως εκ τούτου, το προϊόν αυτών διατέθηκε αποκλειστικά για το σκοπό αυτό. Αντιθέτως, ο καθ’ ου όχι μόνο δεν ισχυρίζεται, ούτε, περαιτέρω, αποδεικνύει ότι έλαβε εντός του έτους 2009 στεγαστικά δάνεια, με σκοπό την αγορά του επίμαχου ακινήτου, αλλά στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης, που υπέβαλε για το έτος 2009, δήλωσε κατάθεση ποσού 3.000 ευρώ στην τράπεζα EUROBANK ERGASIAS A.E. ως υπόλοιπο επισκευαστικού δανείου και 4.000 ευρώ στην Τράπεζα Πειραιώς ως υπόλοιπο καταναλωτικού δανείου. Κατόπιν των ανωτέρω και ενόψει του ότι ο καθ’ ου, πέραν του ως άνω υπολοίπου προς «ανάλωση κεφαλαίου» κατά την προηγούμενη οκταετία (χρήσεις 2002 έως 2009), δεν επικαλέσθηκε κάποια άλλη πηγή προέλευσης του επίμαχου ποσού των 450.000 ευρώ (π.χ. από την εκποίηση περιουσιακού στοιχείου του ιδίου ή της συζύγου του), αφού από τον έλεγχο δεν διαπιστώθηκε, αλλά ούτε και ο ίδιος ο καθ’ ου δήλωσε στην υποβληθείσα στις 30.6.2010 δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αφορούσε στα υφιστάμενα στο τέλος του έτους 2009 περιουσιακά τους στοιχεία, ότι αυτός και η σύζυγός του διέθεταν επαρκές υπόλοιπο στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, το οποίο και θα μπορούσε, πράγματι, να χρησιμοποιηθεί, μέσω σχετικής ανάληψης, μεταφοράς σε λογαριασμό ή έκδοσης τραπεζικής επιταγής, στο αμέσως επόμενο -εύλογο, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη VI σκέψη- χρονικό διάστημα για την καταβολή ποσού 450.000 ευρώ, ως μέρους του συνολικού τιμήματος για την αγορά του επίμαχου ακινήτου στις 16.4.2010, καθίσταται άδηλη η προέλευση του ποσού αυτού και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η κτήση του εν λόγω περιουσιακού οφέλους.
VIII. Τέλος, και εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι το ως άνω μέρος του τιμήματος (450.000 ευρώ) καταβλήθηκε σε μετρητά σταδιακά κατά τη διάρκεια της τελευταίας πριν από την επίμαχη αγορά τριετίας, όπως αναγράφεται στο οικείο συμβόλαιο, ενόψει του ότι ο καθ’ ου πραγματοποίησε επισκευές στο εν λόγω διαμέρισμα, στο οποίο και διέμενε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (βλ. δήλωση φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2008, από την οποία προκύπτει έναρξη καταβολής ενοικίου στην ως άνω ιδιοκτήτρια εταιρεία, ποσού 2.000 ευρώ μηνιαίως, από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007), με δικές του, όπως ο ίδιος συνομολογεί, δαπάνες, συνολικού ύψους 450.000 ευρώ (βλ. και τα πρακτικά, σ. 154, της από 2.6.2011 συνεδρίασης της ανωτέρω Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, κατά την οποία κατέθεσε ότι αυτός και η σύζυγός του πλήρωσαν δέκα-δεκαπέντε συνεργεία σε τρία χρόνια περίπου), εφόσον από τα εισοδήματα των οικονομικών ετών 2008, 2009 και 2010, τα οποία ανέρχονται, αντίστοιχα, σε 147.536,45, 115.762,29 και 100.955,87 ευρώ και συνολικά σε 364.254,61 ευρώ, αφαιρεθούν τόσο οι δαπάνες, που δηλώθηκαν στις αντίστοιχες δηλώσεις φόρου εισοδήματος (ενοίκια ακινήτων, ασφάλιστρα, αγορά επιβατικού αυτοκινήτου Ι.Χ., έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης και παρακράτηση φόρου από μισθούς και συντάξεις), οι οποίες ανέρχονται, αντίστοιχα, σε 60.544,08, 68.978,22 και 58.881,73 ευρώ και συνολικά σε 188.404,03 ευρώ, όσο και οι ως άνω πραγματικές δαπάνες για επισκευές του επίμαχου διαμερίσματος, συνολικού ύψους 450.000 ευρώ, οι οποίες, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην VI σκέψη, δεν συνδέονται με την καταβολή του τιμήματος για την επακολουθήσασα αγορά του ίδιου ακινήτου, προκύπτει αρνητικό διαθέσιμο υπόλοιπο [364.254,61-(188.404,03+450.000) = -274.149,42 ευρώ] κατά την τριετία αυτή, το οποίο δεν δικαιολογείται με βάση τα προερχόμενα από εμφανείς και νόμιμες πηγές έσοδα του καθ’ ου και της συζύγου του. Αρνητικό δε διαθεσιμο υπόλοιπο προκύπτει ακόμη και εάν στο σκέλος των εσόδων συνυπολογισθούν οι οικογενειακές καταθέσεις, σύμφωνα με τον οικείο πίνακα του πορίσματος των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, ύψους 132.482,80 ευρώ στις 28.6.2006 (-274.149,42+132.482,80 = -141.666,62 ευρώ) ή ακόμη και, σύμφωνα με την υποβληθείσα στις 28.6.2007 δήλωση περιουσιακής κατάστασης, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του καθ’ ου, αφορά στα υφιστάμενα στο τέλος του έτους 2006 περιουσιακά στοιχεία, ύψους 142.000 ευρώ (-274.149,42+142.000 = -132.149,42 ευρώ) και χωρίς, περαιτέρω, να συνυπολογισθούν στις δαπάνες αφενός αυτές, που αφορούν στη διαβίωση του καθ’ ου, της συζύγου και του ανήλικου τέκνου τους, οι οποίες, μάλιστα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη VII σκέψη, είναι ιδιαίτερα αυξημένες, λόγω του υψηλού κοινωνικού status του πρώτου, αφετέρου οι οικογενειακές καταθέσεις στο τέλος της ελεγχόμενης περιόδου (βλ. τον οικείο πίνακα του πορίσματος των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, σύμφωνα με τον οποίο στις 30.6.2009 ανέρχονταν στο ποσό των 51.131,10 ευρώ, σύμφωνα δε με την υποβληθείσα στις 30.6.2010 δήλωση της περιουσιακής κατάστασης του καθ’ ου, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αφορά στα υφιστάμενα στο τέλος του έτους 2009 περιουσιακά στοιχεία, ανέρχονταν στο ποσό των 11.522 ευρώ). Κατά συνέπεια, αφού από τον έλεγχο των ως άνω εσόδων και δαπανών του καθ’ ου κατά τα οικονομικά έτη 2008, 2009 και 2010 (χρήσεις 2007, 2008 και 2009) προκύπτει αρνητικό διαθέσιμο υπόλοιπο, δεν δικαιολογείται ούτε τυχόν τμηματική (προ)καταβολή του τιμήματος για την εν λόγω αγορά, συνολικού ύψους 450.000 ευρώ, κατά τη διάρκεια της εν λόγω τριετίας, όπως διαλαμβάνεται και στην υπό κρίση αίτηση. Το γεγονός δε ότι ο καθ’ ου παρέλειψε να δηλώσει στην υποβληθείσα στις 30.6.2010 δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης την κτήση του επίμαχου ακινήτου, μολονότι αποτελούσε, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3213/2003, «υφιστάμενο κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης» περιουσιακό στοιχείο, αφού το οικείο συμβόλαιο αγοράς είχε ήδη καταρτιστεί από 16.4.2010, επιβεβαιώνει τον αδικαιολόγητο, σε κάθε περίπτωση, χαρακτήρα της κτήσης αυτού, ο οποίος συναρτάται με την προέλευση του ως άνω καταβληθέντος για την αγορά του εν λόγω ακινήτου ποσού των 450.000 ευρώ από άδηλους πόρους.
ΙX. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο καθ’ ου η αίτηση, πρώην Υπουργός και βουλευτής, παρουσίασε κατά τη διάρκεια της ως άνω θητείας του και εντός τριετίας από τη λήξη αυτής, που υπείχε υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, αδικαιολόγητο περιουσιακό όφελος, συνολικού ύψους 613.218,58 ευρώ, όπως αυτό προκύπτει από το άθροισμα των χρηματικών ποσών, που αντιστοιχούν αφενός στην αύξηση το έτος 2000 των οικογενειακών καταθέσεων αυτού και της πρώην συζύγου του, ποσού 55.616.733 δραχμών και ήδη 163.218,58 ευρώ, η οποία δεν δικαιολογείται με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα των ανωτέρω του αντίστοιχου οικονομικού έτους (2001), αφετέρου στο υπόλοιπο του τιμήματος, που καταβλήθηκε σε μετρητά, για την αγορά του ανωτέρω ακινήτου από τη δεύτερη σύζυγο του καθ’ ου, ύψους 450.000 ευρώ, το οποίο δεν δικαιολογείται από τις εμφανείς νόμιμες πηγές εσόδων αυτών. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να καταλογισθεί ο καθ’ ου με το ποσό των εξακοσίων δεκατριών χιλιάδων διακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (613.218,58 €), το δε προβαλλόμενο, με το ως άνω υπόμνημα, αίτημά του για καταδίκη του Ελληνικού Δημοσίου στη δικαστική του δαπάνη πρέπει να απορριφθεί (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3472/2006).
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την από 11 Οκτωβρίου 2011 αίτηση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Και
Καταλογίζει σε βάρος του Αποστόλου-Αθανασίου Τσοχατζόπουλου του Ευαγγέλου και υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το ποσό των εξακοσίων δεκατριών χιλιάδων διακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (613.218,58 €).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου και 4 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΔΡΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΛΗΜΝΙΑΛΗ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 23 Mαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΜΑΡΙΑ ΛΗΜΝΙΑΛΗ