23 Ιουλίου 2018. Μέρα Δευτέρα. Μέρα που κανείς δεν θα ξεχάσει. Κυρίως όσοι έχασαν κάποιον από τους 102 νεκρούς στη φωτιά στο Μάτι. Σχεδόν έναν χρόνο μετά, εκείνοι που έζησαν τις στιγμές της φρίκης και επέζησαν, φυσικά δεν έχουν ξεχάσει. Και οι μαρτυρίες τους μόνο κόμπο στο στομάχι προκαλούν.
Συγκλονίζει η περιγραφή των στιγμών της φωτιάς όταν εκατοντάδες άνθρωποι στο Μάτι προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την πύρινη λαίλαπα. Τα τελευταία λόγια των ανθρώπων που έχασαν και η δύσκολη «επόμενη μέρα» στην οποία αναγκάζονται να τα βγάλουν πέρα με τις μνήμες.
Η Ιωάννα Πεταλά έμενε στο Μάτι. Ο Γιώργος Καΐρης στον Νέο Βουτζά. Και οι δυο με κείμενά τους στην Καθημερινή της Κυριακής περιγράφουν τα όσα έζησαν εκείνη τη «μαύρη Δευτέρα», την ημέρα της πολύνεκρης εθνικής τραγωδίας και κυρίως τις μέρες που ακολούθησαν. Μέρες δύσκολες…
«Δεν κατάλαβα πως καιγόμουν»
Η μαρτυρία της Ιωάννας Πεταλά από το Μάτι για τα όσα έζησε εκείνο το μοιραίο απόγευμα, σοκάρουν. Περιγράφει πως έχασε τη μητέρα και τον πατέρα της. Πως εκείνη μηχανικά έπεσε στη θάλασσα και κρατιόταν από έναν βράχο, βλέποντας τα πάντα γύρω της να καίγονται. Και τις φρικιαστικές στιγμές με ανθρώπους να καίγονται ζωντανοί.
«Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 έζησα την κόλαση. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε και η μάνα μου από τη μέση και πάνω κάηκε τόσο πολύ που δεν είχε καν μαλλιά και τα ρούχα της είχαν λιώσει στο δέρμα της, σύμφωνα με μαρτυρία φίλης. Γιατί με τους γονείς μου χαθήκαμε μέσα στον πανικό και στον μαύρο πυκνό καπνό, που έκανε τη μέρα νύχτα, και στον εκκωφαντικό θόρυβο της φωτιάς και του σφοδρού ανέμου.
Γύρω στις 17.30 ανακοινώθηκε στην τηλεόραση η φωτιά στη Νταού. Μετά 10-15 λεπτά κόπηκε το ρεύμα και γύρω στις 18.00 είχαν λαμπαδιάσει οι καλαμιές απέναντι. Η μάνα μου ούρλιαζε «Ιωάννα φεύγουμε τώρα». Και οι τρεις μπήκαμε στο αμάξι της γειτόνισσας, με πορεία προς τη θάλασσα. Στη συμβολή Περικλέους και Ποσειδώνος φρακάραμε. Η φωτιά μας κυνηγούσε από πίσω και από αριστερά. Γύρισα και είδα τις τεράστιες φλόγες στα λίγα μέτρα. «Βγείτε γιατί θα καούμε», ούρλιαξα. Μόλις βγήκαμε, μαύρισε ο ουρανός. Δεν έβλεπα, έπεσα κάτω. Εκεί με έπιασε η φωτιά πίσω και στα χέρια.
Σηκώθηκα ψάχνοντας τους γονείς μου. Δεν είχα καταλάβει ότι καιγόμουν μέχρι που άκουσα τη φωνή ενός κυρίου. «Κοπελιά καίγεσαι πίσω». Από ένστικτο επιβίωσης, όπως καταλαβαίνω τώρα, και εντελώς μηχανικά, πήγα και έπεσα στην κοντινότερη θάλασσα. Πάνω γκρεμός με πεύκα καίγονταν όλα. Δεν μπορούσα να βγω έξω. Είχε κύμα, κρατιόμουν από ένα βράχο για να μη φύγω μέσα. Έβλεπα τα χέρια μου και θυμάμαι να βγαίνει το δέρμα σαν ένα γάντι. Μέσα κρύωνα, έξω η ζέστη πόναγε τις πληγές μου. Ήμουν εκεί 5-6 ώρες, μόνη, χωρίς τους δικούς μου, που δεν έπαψα να τους σκέφτομαι, αφού όλες εκείνες τις ώρες το μόνο που έκανα ήταν να προσεύχομαι στην Παναγία να είναι καλά. Με έσωσε ένας Αιγύπτιος ψαράς. Στο νοσοκομείο έμεινα 75 ημέρες. Από αυτές δέκα στη ΜΕΘ. Κόντεψα να πεθάνω, από θαύμα ζω. Η μάνα μου πέθανε στη διπλανή παραλία, ο πατέρας μου δεν ξέρω πού. Οι σκηνές που είδα, φρικιαστικές, θα με στοιχειώνουν για πάντα. Πώς να τις ξεχάσεις; Άνθρωποι τυλιγμένοι στις φλόγες να τρέχουν ουρλιάζοντας. Μανάδες να κρατάνε τα παιδιά τους στην αγκαλιά ζητώντας βοήθεια. Όμως δεν υπήρχε κανείς. Ούτε Πυροσβεστική, ούτε Αστυνομία, ούτε Λιμενικό. Τίποτα. Μας άφησαν να καούμε.
Τώρα παλεύω να φανώ δυνατή, να φτιάξω τη ζωή μου από τις στάχτες. Να θεραπευτώ σωματικά και ψυχικά. Θα πάρει χρόνο, αλλά θα τα καταφέρω κάποτε. Ευτυχώς έχω ανθρώπους δίπλα μου και τους γονείς μου από ψηλά να με προσέχουν».
Γιώργος Καΐρης: Το τελευταίο τηλεφώνημα, σταμάτησε το χρόνο
Ο Γιώργος Καΐρης περιγράφει το τελευταίο τηλεφώνημα από τον πιο δικό του άνθρωπο. Τον άνθρωπο με τον οποίο έζησε 21 χρόνια από τη ζωή του. «Ξέρω ότι θα πεθάνω, τι δεν καταλαβαίνεις!», του είπε. Και τότε, σταμάτησε ο χρόνος. Όλα έγιναν Γολγοθάς. Μας άφησαν να καούμε, λέει. Εκείνο το βράδυ «σώπαιναν οι λύκοι και ούρλιαζαν οι άνθρωποι», όπως είπε κάποιος.
«Στις 18.49 έγινε το τελευταίο τηλεφώνημα. «Ξέρω ότι θα πεθάνω, τι δεν καταλαβαίνεις!». Εκεί σταμάτησε ο χρόνος. Είκοσι ένα χρόνια συνύπαρξης κατέρρευσαν. Γολγοθάς πλέον τα πάντα. Ένα κράτος χωρίς υποδομή, ένα κράτος που ζει στην αλαζονεία του, που δεν μπόρεσε και δεν μπορεί και τώρα ακόμα να στηρίξει τους πολίτες του. Όλα μοιάζουν κόκκινα, όπως η καρδιά που αιμορραγεί. Ξαναζείς τις στιγμές. Καίγονται τα πάντα γύρω σου, άνθρωποι, σπίτια, κατοικίδια, αυτοκίνητα. Εκείνο το βράδυ, στις 23/7/2018, όπως κάποιος είπε: «Σώπαιναν οι λύκοι και ούρλιαζαν οι άνθρωποι».
Ένα χρόνο μετά δεν μπορείς να αγγίξεις το πρόσωπο του ανθρώπου σου, του παιδιού σου, του γονιού σου. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να καταλάβει τι έγινε, κι όμως εμείς ξέρουμε: «Μας έκαψαν». Οι μέρες περνούν και όλα γίνονται πιο δύσκολα. Προσπαθώντας να γυρίσεις τον χρόνο πίσω για να συνειδητοποιήσεις τι συνέβη φαίνονται όλα μάταια. Μένεις με ένα «γιατί» και δεν βρίσκεις απάντηση. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια σου αντικρίζοντας τις διάφορες εικόνες της ζωής. Σφίγγει η καρδιά σου την ώρα που ακούς τυχαία το όνομα του ανθρώπου σου που χάθηκε. Η κατάθλιψη σε έχει καταβάλει και όλα μοιάζουν πλέον μαύρα. Και το κράτος απουσιάζει όπως πάντα. Μόνο οι άνθρωποι σου δίνουν χέρι βοήθειας και σου λένε «είμαστε εδώ δίπλα σου», σε αγκαλιάζουν, σου μιλούν, σε βάζουν στις παρέες τους. Περνούν οι μέρες, πλησιάζει η ώρα για τα μνημόσυνα και όποτε κυλάει ένα δάκρυ στα μάτια σου προσπαθείς να το κρύψεις για να μην σε πουν «αδύναμο» ή «γραφικό». Όμως ο πόνος και το αίσθημα της θλίψης δεν σβήνουν, ενώ ακόμη περιμένεις να προχωρήσει η υπόθεση δικαστικά και να αποδοθεί Δικαιοσύνη. Θυμάσαι ακόμη τις συνομιλίες εκείνης της ημέρας με την Πυροσβεστική: – Καίγεται το σπίτι μου, το παιδί μου. – Κάντε υπομονή κυρία μου. Δυστυχώς, τα μέρη μας δεν είναι πλέον όπως τα ζούσαμε παλιά. Μαζί με το τοπίο και τα σπίτια αλλάξαμε κι εμείς. Μαθαίνεις για τις δυσκολίες των γονιών που έχουν παιδιά με εγκαύματα.
Οι ιστορίες των ανθρώπων που έχουν χάσει κάποιον δικό τους λυγίζουν και τον πιο σκληρό. Ένα χρόνο μετά βλέπεις ακόμη εφιάλτες, πετάγεσαι μέσα στη νύχτα. Αναζητείς τη βοήθεια ψυχολόγου, παίρνεις ηρεμιστικά και όλα αυτά εξαιτίας εκείνων των ανθρώπων τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στη δικογραφία. Ανθρώπων που αποδείχθηκε ότι ήταν ανίκανοι για τις θέσεις που κατείχαν. Είναι αυτοί που μας άφησαν να καούμε. Εκείνοι που κατέστρεψαν τις ζωές μας. Δεν ξεχνώ, ζητώ δικαίωση και σεβασμό».
Πηγή: Newsit