Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Τραγωδία Τεμπών: Το κατηγορητήριο – κόλαφος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για την αμαρτωλή σύμβαση «717»

Το κατηγορητήριο-καταπέλτης που συνέταξε το Γραφείο των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων (EPPO) για τη σύμβαση «717» της ΕΡΓΟΣΕ, που είχε να κάνει με την πολύπαθη σηματοδότηση και τηλεδιοίκηση στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, χαρτογραφεί λεπτομερώς το πώς η κρατική και η επιχειρηματική διαφθορά οδήγησαν στο να καθυστερήσει για περισσότερα από οκτώ χρόνια η τεχνολογική αναβάθμιση του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, με αποτέλεσμα να μην αποφευχθεί το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών που κόστισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους νέα παιδιά.

Του ΠΕΤΡΟΥ ΚΟΥΣΟΥΛΟΥ

  • Πώς εκτροχιάσθηκε, λόγω διαφθοράς, το έργο της τηλεδιοίκησης
  • Ο ρόλος της κοινοπραξίας ΤΟΜΗ Alstom, οι επιχειρηματικές κόντρες και τα ψευδή στοιχεία
  • Απίστευτο! Έβαλαν στο έργο παντελώς άσχετη εταιρεία από τον Βόλο
  • Τα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ που λειτουργούσαν ως «υπάλληλοι της κοινοπραξίας» και οι πασίγνωστοι εργολάβοι

Η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» αποκαλύπτει σήμερα όλο το κατηγορητήριο που συντάχθηκε από τους Ευρωπαίους Εισαγγελείς σε βάρος 23 προσώπων (στελεχών της ΕΡΓΟΣΕ, εργολάβων κ.ά.) που ενεπλάκησαν στην υλοποίηση της αμαρτωλής σύμβασης και το οποίο αφορά εγκλήματα που ζημίωσαν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ελληνικού Δημοσίου για ποσό άνω των 15,6 εκατ. ευρώ.

Στο επίκεντρο βρίσκονται στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ, στελέχη της κοινοπραξίας ΤΟΜΗ – Alstom και αξιωματούχοι της Διαχειριστικής Αρχής του υπουργείου Μεταφορών. Τα αδικήματα που φέρονται να τέλεσαν στο διάστημα 2015-2021 αφορούν απάτη, ηθική αυτουργία σε απάτη, απιστία και ηθική αυτουργία σε απιστία και ψευδή βεβαίωση, και διώκονται σε βαθμό κακουργήματος.

Μπορεί οι διατελέσαντες υπουργοί Μεταφορών την επίμαχη περίοδο, ήτοι ο Χρήστος Σπίρτζης και ο Κώστας Καραμανλής, να μην αναφέρονται στο κατηγορητήριο που συνέταξε το Γραφείο των Ευρωπαίων Εντεταλμένων Εισαγγελέων, ωστόσο οι πολιτικές ευθύνες είναι διάχυτες.

Ο Κώστας Καραμανλής

Όπως προκύπτει ξεκάθαρα, η ΕΡΓΟΣΕ, ο ΟΣΕ και εν γένει ο ελληνικός σιδηρόδρομος είχαν επί σειρά ετών καταστεί προνομιακός χώρος δραστηριοποίησης εργολάβων και προμηθευτών που λάμβαναν παχυλά συμβόλαια με αδιαφανείς διαδικασίες για υπηρεσίες και εξοπλισμό που τελικά δεν κατέληγαν στο να βελτιώσουν το σιδηροδρομικό δίκτυο.

Καθώς η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τη σύμβαση «717» δεν αναμένεται να ρίξει πραγματικό φως στην υπόθεση, αλλά θα εξελιχθεί σε αρένα μικροπολιτικής αντιπαράθεσης και αλληλοκατηγοριών, το κατηγορητήριο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων που αποκαλύπτει η «Μ» είναι η μοναδική ευκαιρία να μάθει η κοινή γνώμη το πώς φθάσαμε στην τραγωδία των Τεμπών, αλλά και πόσο τυχεροί είμαστε που μια ανάλογη τραγωδία δεν είχε συμβεί νωρίτερα.

 Χρήστος Σπίρτζης
Χρήστος Σπίρτζης

Οι αμαρτωλές συμβάσεις

Το πολυσέλιδο κατηγορητήριο των Ευρωπαϊκών Εισαγγελέων περιγράφει εκτενώς το ιστορικό της υπόθεσης φωτίζοντας επαρκώς και τις επιχειρηματικές κόντρες και συγκρούσεις που προηγήθηκαν, αλλά και εκείνες που ακολούθησαν τη σύμβαση «717» και στις οποίες πρωταγωνιστούν οι εταιρείες Alstom, ΤΟΜΗ και Bombardier, αλλά και τα υπηρεσιακά στελέχη που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των εν λόγω ομίλων.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, την 26η Σεπτεμβρίου 2014 υπεγράφη μεταξύ του τότε προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου της ΕΡΓΟΣΕ και των νομίμων εκπροσώπων της κοινοπραξίας εργοληπτικών επιχειρήσεων «Κοινοπραξία ΤΟΜΗ ΑΒΕΤΕ – Alstom Τransport S.A.» η σύμβαση «717» για το έργο «Ανάταξη και αναβάθμιση του συστήματος σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης και αντικατάσταση 70 αλλαγών τροχιάς σε εντοπισμένα τμήματα του άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Προμαχώνας», ποσού 41,29 εκατ. ευρώ (χωρίς αναθεώρηση και ΦΠΑ). Ως προθεσμία υλοποίησης του έργου ορίστηκε το διάστημα των 24 μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης, ήτοι η 26η Σεπτεμβρίου 2016, ενώ ορίσθηκαν και ενδιάμεσοι σταθμοί ελέγχου της προόδου του έργου (αποκλειστικές και ενδεικτικές τμηματικές). Η σύμβαση «717» είχε ως αντικείμενο τη συνολική οργάνωση, αξιοποίηση και διαλειτουργική εναρμόνιση όλων των επιμέρους προσπαθειών που είχαν γίνει με προηγούμενες εργολαβίες με αντικείμενο την ασφαλή σιδηροδρομική διακίνηση. Τα εγκατεστημένα συστήματα σηματοδότησης της σιδηροδρομικής γραμμής, τα οποία έπρεπε να αναταχθούν μέσω της σύμβασης, αφορούσαν τα ακόλουθα τμήματα σιδηροδρομικής γραμμής:

  • Τμήμα Σ.Σ. Αχαρνών – Σ.Σ. Οινόης (συνολικού μήκους 52,3 χλμ.),
  • Σ.Σ. Οινόης – Σ.Σ. Τιθορέας (συνολικού μήκους 93,2 χλμ.),
  • Σ.Σ. Δομοκού – Σ.Σ. Λάρισας (συνολικού μήκους 57,5 χλμ.),
  • Σ.Σ. Λάρισας – Σ.Σ. Πλατέος (συνολικού μήκους 128,7 χλμ.),
  • Σ.Σ. Πλατέος – (ΤΧ5) Τηλεχειριστήριο 5 (συνολικού μήκους 44,3 χλμ.), και
  • (ΤΧ1) Τηλεχειριστήριο 1 – Σ.Σ. Στρυμόνα – Σ.Σ. Προμαχώνα (συνολικού μήκους 143,4 χλμ.).

Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί με κοινοτικούς πόρους, το έργο εντάχθηκε στον Άξονα «01 Διευρωπαϊκό Σιδηροδρομικό Δίκτυο & Συνδέσεις (ΤΣ)» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη 2014-2020». Συγκεκριμένα, η ΕΡΓΟΣΕ απέστειλε στην αρμόδια Διαχειριστική Αρχή (ΕΥΔ/ΕΠΥΜΕΠΕΡΑΑ) αίτηση χρηματοδότησης για έργο δημόσιας δαπάνης 66,13 εκατ. ευρώ και η Διαχειριστική Αρχή εισηγήθηκε θετικά για την ένταξη της προτεινόμενης πράξης. Στο κατηγορητήριο αναδεικνύεται –επανειλημμένως– η πρακτική που ακολούθησαν τα ελεγχόμενα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ, τα οποία προκειμένου να λαμβάνουν την έγκριση της επιχορήγησης και τη λήψη των χρημάτων για λογαριασμό της κοινοπραξίας ΤΟΜΗ – Alstom, εν γνώσει τους δήλωναν στη Διαχειριστική Αρχή ελλιπή στοιχεία και απέκρυπταν τεχνηέντως περαιτέρω πληροφορίες που απαιτούνταν για την ομαλή εκτέλεση της σύμβασης. Έτσι, αντί να ακυρωθεί η σύμβαση το 2016 ως μη υλοποιηθείσα, σκανδαλωδώς δόθηκαν οκτώ διαδοχικές παρατάσεις, με το Δημόσιο μάλιστα να αναλαμβάνει μέρος της ευθύνης για τις καθυστερήσεις.

Για το εν λόγω θέμα οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς αναφέρουν πως τα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ «εν γνώσει τους δήλωσαν μη ορθά στοιχεία αναφορικά με την ύπαρξη γεγονότων κρίσιμων για την προέγκριση της εκάστοτε παράτασης και την πληρωμή της αναλογούσας δαπάνης αναθεώρησης, ήτοι στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα». Ως αποτέλεσμα των παρατάσεων, το 2019 υπογράφηκε συμπληρωματική σύμβαση σχετικά με το ίδιο έργο, με την οποία τροποποιήθηκε το αρχικό φυσικό αντικείμενο της σύμβασης «717». Η συμπληρωματική σύμβαση που αύξησε το κόστος του έργου προέβλεπε την κατασκευή ενός εντελώς νέου συστήματος σηματοδότησης με νέες μονάδες τηλεμετρίας, ώστε να είναι δυνατές η επικοινωνία και η μετάδοση δεδομένων μεταξύ των σιδηροδρομικών σταθμών, καθώς και από τους σιδηροδρομικούς σταθμούς στα κέντρα ελέγχου.

Το κατηγορητήριο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων εμπεριέχει πλήθος στοιχείων που καταδεικνύουν την ποινική ευθύνη των κατηγορούμενων προσώπων. Και ο τρόπος που έχει συνταχθεί υπογραμμίζει τα κακώς κείμενα ένα προς ένα. Από το στάδιο της μελέτης του έργου, την ανάθεση, την υλοποίηση έως και την πληρωμή.

Αυθαιρεσίες από την πρώτη ημέρα

Όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, τα προβλήματα με τη σύμβαση ξεκίνησαν σχεδόν από την πρώτη ημέρα. Όπως σημειώνεται, βασική προϋπόθεση για την έναρξη των εργασιών υλοποίησης του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης «717» ήταν η προηγούμενη εκπόνηση και έγκριση των απαιτούμενων τεχνικών μελετών εφαρμογής για τα συστήματα σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης, από εξειδικευμένη εργοληπτική εταιρεία που θα διέθετε την ειδική προς τούτο τεχνική ικανότητα και εμπειρία, ενόψει και του ότι το έργο είχε χαρακτηριστεί ως «ειδικής φύσεως». Έτσι, για τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό η ανάδοχος κοινοπραξία ΤΟΜΗ – Alstom επικαλέστηκε την ειδική τεχνική ικανότητα και εμπειρία της εταιρείας Alstom Ferrovaria Spa, προσκομίζοντας, μεταξύ άλλων, ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο η ιταλική εταιρεία δεσμευόταν και αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει την εμπειρία, την ικανότητα και τις υπηρεσίες της προς την κοινοπραξία, καθώς και όλα τα αναγκαία μέσα, όπως εξοπλισμό, εργατοτεχνικό, διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό, εμπειρία και τεχνογνωσία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σχετικής διακήρυξης, τόσο κατά τη συμμετοχή στη διαδικασία επιλογής αναδόχου όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης για το έργο.

Όμως, κατά παράβαση των προβλεπομένων, οι ΤΟΜΗ και Alstom, οι δύο εταιρείες που αποτελούσαν την ανάδοχο κοινοπραξία, αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης «717» διαχώρισαν αυθαίρετα το έργο μεταξύ τους. Η μία από τις εταιρείες ανέλαβε να εκτελέσει το βόρειο τμήμα του έργου, ενώ η δεύτερη εταιρεία ανέλαβε να εκτελέσει το έργο στο μεγαλύτερο τμήμα της σιδηροδρομικής διαδρομής Αθήνα – Θεσσαλονίκη μέχρι το Πλατύ, συμπεριλαμβανομένου του τμήματος κοντά στα Τέμπη, όπου σημειώθηκε η θανατηφόρα σιδηροδρομική σύγκρουση στις 28 Φεβρουαρίου 2023.

Για το ζήτημα αυτό το κατηγορητήριο αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Στο τμήμα ΣΚΑ – Πλατύ (τεχνολογίας Bombardier) το έργο-φυσικό αντικείμενο της σύμβασης ‘‘717’’ ανέλαβε να εκτελέσει η εταιρεία ΤΟΜΗ, χωρίς, όμως, να διαθέτει η ίδια την ειδική εμπειρία, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και των ρητών προβλέψεων της σύμβασης και των συνοδευτικών αυτής κειμένων, ενώ στο τμήμα Πλατύ – Προμαχώνας (τεχνολογίας Alstom) το έργο ανέλαβε να υλοποιήσει η εταιρεία Alstom, η οποία έφερε πράγματι την εμπειρία σε εξειδικευμένα έργα σηματοδότησης. Αποτέλεσμα του εν λόγω αντισυμβατικού διαχωρισμού του έργου ήταν η παραβίαση του ουσιώδους συμβατικού όρου σχετικά με την παροχή ειδικής τεχνογνωσίας, δεδομένου ότι η πάροχος δάνειας εμπειρίας εταιρεία Alstom –παρότι συμβλήθηκε και δεσμεύτηκε να την παράσχει τόσο κατά τη συμμετοχή της στη διαδικασία επιλογής αναδόχου όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης για το ανωτέρω έργο– δεν συμμετείχε καθόλου στην υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης στο τμήμα ΣΚΑ – Πλατύ, το οποίο ανέλαβε να ανατάξει η εταιρεία ΤΟΜΗ».

Ο Βολιώτης συνεργάτης

Αλλά οι αντισυμβατικές ενέργειες και αυθαιρεσίες που είχαν ως αποτέλεσμα να «πέσει έξω» το έργο δεν σταματούν εδώ. Η θυγατρική της ΑΚΤΩΡ εταιρεία ΤΟΜΗ όχι μόνο πήρε το πάνω χέρι στην εκτέλεση της σύμβασης, παραγκωνίζοντας ουσιαστικά τους Ιταλούς, αλλά σύμφωνα με το κατηγορητήριο ανέθεσε την εκπόνηση των τεχνικών μελετών σχετικά με τα συστήματα σηματοδότησης του σιδηροδρομικού τμήματος Αθήνα – Πλατύ σε μια τρίτη εταιρεία από τον Βόλο, την KOMEL Α.Ε., η οποία, ωστόσο, δεν κατείχε το αντικείμενο της σηματοδότησης και δεν διάθετε καμία ειδική τεχνογνωσία σχετικά, όπως απαιτούσαν ο νόμος και οι όροι της διακήρυξης του έργου. Καθώς η KOMEL δεν διέθετε την απαιτούμενη από τη σύμβαση «717» ειδική εμπειρία, δεν νομιμοποιούνταν να υποβάλει μελέτες σε έργο ειδικής φύσης, όπως το συγκεκριμένο. Αλλά αυτό δεν επισημάνθηκε ποτέ από τα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ, τα οποία σιωπηρά αποδέχθηκαν τον ρόλο της KOMEL.

Για το θέμα οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς αναφέρουν στο κατηγορητήριο τα εξής: «Στην προκειμένη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι η ανάδοχος κοινοπραξία δεν προσκόμισε, ως όφειλε, μελέτες εγκεκριμένες από τη δανειοπάροχο ειδικής εμπειρίας εταιρεία Alstom, έως την 25-12-2014 σύμφωνα με το αρχικό συμβατικό χρονοδιάγραμμα, οι οποίες (μελέτες) εντέλει εγκρίθηκαν και επικυρώθηκαν από τη δανειοπάροχο εταιρεία Alstom την 30-09-2019 (ήτοι με καθυστέρηση 5 ετών), προέβη παράνομα σε εκτέλεση εργασιών για την υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης ‘‘717’’, για τις οποίες (εργασίες) οι παρακάτω αναφερόμενοι κατηγορούμενοι υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ αιτήθηκαν την πληρωμή, υποβάλλοντας τα κάτωθι αναφερόμενα δελτία δήλωσης δαπανών μετά των συνημμένων εγγράφων στην αρμόδια Διαχειριστική Αρχή (ΕΥΔ ΕΠ-ΥΜΕΠΕΡΑΑ), όπου εν γνώσει τους δήλωσαν ελλιπή στοιχεία, καθόσον ζητούσαν την πληρωμή εργασιών για την υλοποίηση του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης ‘‘717’’ με συμπερασματικά συναγόμενη δήλωση ότι δήθεν πληρούνται όλοι οι συμβατικοί όροι για την πραγματοποίηση των εργασιών αυτών, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαν εκπονηθεί και εγκριθεί οι απαιτούμενες τεχνικές μελέτες από την εταιρεία Alstom, κατά παράβαση της οικείας νομοθεσίας και των όρων της σύμβασης». Συμπληρώνουν, δε, πως αποτέλεσμα της ως άνω περιγραφόμενης «απατηλούς συμπεριφοράς των κατηγορουμένων» ήταν η έγκριση όλων των αιτημάτων χρηματοδότησης από την αρμόδια Διαχειριστική Αρχή και η παροχή εντέλει της αιτούμενης επιχορήγησης στην ανάδοχο κοινοπραξία ΤΟΜΗ – Alstom. Η προαναφερόμενη παραβίαση της συμβατικής υποχρέωσης δεν ήταν μικρή υπόθεση, όπως θέλησαν κάποιοι να παρουσιάσουν. Για τον λόγο αυτόν επιβλήθηκε στην ΕΡΓΟΣΕ δημοσιονομική διόρθωση ύψους περίπου 2,4 εκατ. ευρώ, κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε το 2018 από την Ελληνική Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου. Αντιλαμβάνεται παράλληλα κανείς πως η επιλογή της τότε διοίκησης της Άκτωρ να αναθέσει –κατά παράβαση των συμφωνηθέντων– μια τόσο ευαίσθητη σύμβαση σε μια παντελώς άπειρη εταιρεία όπως η KOMEL έχει ειδικό βάρος.

 Οι παράνομες παρατάσεις

 Οι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του έργου δήλωσαν σκόπιμα μη ορθά και ελλιπή στοιχεία στη Διαχειριστική Αρχή για τη χορήγηση των ενισχύσεων και την έγκριση των παρατάσεων.

Η απειρία και η ασυνεννοησία των συνεργατών της κοινοπραξίας, αλλά και εσωτερικά προβλήματα εντός της ΕΡΓΟΣΕ, είχαν ως αποτέλεσμα το έργο να καθυστερήσει. Απότοκο αυτής της κατάστασης ήταν να χορηγηθούν συνολικά επτά παράνομες παρατάσεις της αρχικής σύμβασης (και μία μη παράνομη), με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΡΓΟΣΕ που στηρίζονταν σε υπηρεσιακές εισηγήσεις που σύμφωνα με τους εισαγγελείς ήταν «απατηλές» και βασίζονταν σε μη ορθά στοιχεία.

Κατά το κατηγορητήριο, υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ, υπεύθυνοι για τη διαχείριση του έργου, δήλωσαν σκόπιμα μη ορθά και ελλιπή στοιχεία στη Διαχειριστική Αρχή σχετικά με την ύπαρξη γεγονότων κρίσιμων για τη χορήγηση των ενισχύσεων και την έγκριση των παρατάσεων. Ως αποτέλεσμα, τα σχετικά αιτήματα εγκρίθηκαν από τη Διαχειριστική Αρχή, η οποία κατέβαλε τα κονδύλια στον δικαιούχο, την ΕΡΓΟΣΕ, η οποία στη συνέχεια πλήρωσε την ανάδοχο κοινοπραξία. Με τη σειρά τους οι υπάλληλοι της Διαχειριστικής Αρχής, που ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση των κονδυλίων, ενήργησαν κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διαχείρισης αυτών των περιουσιακών στοιχείων, καθώς, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που υπέβαλαν οι υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ ήταν προδήλως μη ορθά και ελλιπή, οι δημόσιοι υπάλληλοι της Διαχειριστικής Αρχής ενέκριναν τη χορήγηση των αντίστοιχων ενισχύσεων, προκαλώντας ζημία στα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε. και του Ελληνικού Δημοσίου.

Μάλιστα, το κατηγορητήριο των Ευρωπαίων Εισαγγελέων καταρρίπτει μία προς μία τις δικαιολογίες που είχαν επικαλεστεί οι κατηγορούμενοι για τους λόγους παράτασης της συνολικής προθεσμίας του έργου.

Σε σχέση με την καθυστέρηση των εργασιών από την ανάδοχο κοινοπραξία, η οποία αποδόθηκε σε δήθεν έλλειψη προσωπικού του ΟΣΕ για την υποστήριξη του δικτύου κατά τη διενέργεια των εργασιών, καθώς επίσης και στον φόρτο εργασίας της σιδηροδρομικής γραμμής, οι Εισαγγελείς αναφέρουν πως «η αλήθεια είναι ότι ο πραγματικός λόγος της καθυστέρησης έγκειται στην αντισυμβατική μη συμμετοχή της παρόχου δάνειας εμπειρίας εταιρείας Alstom στη σύνταξη των τεχνικών μελετών του έργου και στην αδυναμία της εταιρείας ΤΟΜΗ να εκπονήσει ορθές μελέτες εντός των αποκλειστικών προθεσμιών της σύμβασης, με αποτέλεσμα να παραβιαστούν όλες οι αποκλειστικές προθεσμίες για παράδοση προς χρήση της σηματοδότησης».

Σε σχέση με τις καθυστερήσεις που επήλθαν λόγω δήθεν της μη έγκαιρης υπογραφής της συμπληρωματικής σύμβασης για την υλοποίηση των εργασιών και λόγω της απουσίας νέου εξοπλισμού ή κλοπής υλικών, οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς είναι εξαιρετικά αυστηροί.

Όπως ξεκαθαρίζουν, «δεν απαιτείτο η υπογραφή συμπληρωματικής σύμβασης για την υλοποίηση των παραπάνω εργασιών», αφενός διότι η σύμβαση «717» είχε κοστολογήσει το σύνολο του εξοπλισμού, αφετέρου διότι προέβλεπε πως για την υλοποίηση του έργου θα χρησιμοποιούνταν ο υπάρχων εξοπλισμός στην τηλεδιοίκηση και, εφόσον απαιτείτο συμπλήρωση ή και αντικατάσταση ή και προγραμματισμός, θα υλοποιούνταν από τον ανάδοχο στο πλαίσιο της σύμβασης χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Κατά τους ίδιους, η υπογραφή της συμπληρωματικής σύμβασης όχι μόνο δεν ήταν αναγκαία, αλλά στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στην παράνομη αλλαγή του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης «717», κατά παράβαση των προβλέψεών της, και επέφερε διπλοπληρωμή του ήδη υλοποιηθέντος και λειτουργούντος φυσικού αντικειμένου, καθώς και απευθείας ανάθεση στην ανάδοχο κοινοπραξία.

Για το θέμα το κατηγορητήριο αναφέρει τα εξής: «Η ανάδοχος κοινοπραξία μετά από την επίσκεψη της 29ης-10-2014 στα τεχνικά δωμάτια της σύμβασης ‘‘717’’, ουδέποτε απέστειλε επιστολή με την οποία να εκφράζει τη μη λειτουργική κατάσταση ή απουσία μερών του εξοπλισμού αυτού. Εάν εξακρίβωνε τότε μη λειτουργικό εξοπλισμό ή απουσία αυτού, θα απέστελλε άμεσα σχετική επιστολή ήδη από τον Οκτώβριο του 2014, ενέργεια στην οποία ουδέποτε προέβη. Τουναντίον, αντί να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα με τη σύμβαση ‘‘717’’, προτείνεται η αλλαγή άρδην του φυσικού αντικειμένου αυτής με την υπογραφή της πρώτης συμπληρωματικής σύμβασης εργασιών, με οικονομικές επιπτώσεις και καθυστερήσεις στην εκτέλεση του έργου. Καταργούνται όλα τα ενεργά συστήματα αλληλεξάρτησης σε όλους τους σταθμούς του τμήματος Οινόη – Τιθορέα, καταργείται όλος ο εξοπλισμός ανοιχτής γραμμής και η τμηματοποίηση αυτής και καταργούνται συμβατικές ποσότητες (κυκλώματα γραμμής) που είχαν προβλεφθεί συμβατικά για την ανάταξη του συνόλου του τμήματος αυτού, με τεράστια οικονομική ζημία και αλλεπάλληλες καθυστερήσεις από τη μη εφαρμογή των όρων της κύριας σύμβασης ‘‘717’’ στο επίμαχο τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής».

Αλλά και για τις καθυστερήσεις στην υπογραφή της συμπληρωματικής σύμβασης οι Εισαγγελείς αποκαλύπτουν αδιανόητες σκοπιμότητες από την πλευρά της ΕΡΓΟΣΕ, οι οποίες καταδεικνύουν πως στελέχη της εταιρείας λειτουργούσαν κυριολεκτικά σαν «υπάλληλοι» της κοινοπραξίας. Το κατηγορητήριο αναφέρεται στην αδυναμία της Alstom Transport να υπογράψει τη συμπληρωματική σύμβαση, γιατί είχε καταδικαστεί με την υπ’ αριθ. 647/2017 Απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για αθέμιτες πρακτικές στην ανάθεση συμβάσεων και δεν είχε λάβει ακόμη τα απαιτούμενα «επανορθωτικά μέτρα» προκειμένου να μετέχει σε διαγωνισμούς έργων και να αναλαμβάνει την εκτέλεση συμβάσεων, κάτι που τελικά έγινε στο τέλος του 2020. Έτσι, κατά τους Εισαγγελείς, εάν οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ καλούσαν την κοινοπραξία το 2018 να υπογράψει τη συμπληρωματική σύμβαση «θα έπρεπε να την κηρύξουν έκπτωτη βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας των δημοσίων έργων, γεγονός που δεν επιθυμούσαν, διότι στην πραγματικότητα επεδίωκαν την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της τελευταίας και όχι την υλοποίηση του επίμαχου έργου εντός της συμβατικά προβλεπόμενης προθεσμίας των 24 μηνών».

Η νέα σηματοδότηση

Ακόμη μία σημαντική πτυχή του κατηγορητηρίου αφορά τη μεθόδευση της κοινοπραξίας ΤΟΜΗ – Alstom που αφορούσε την κατασκευή ενός εντελώς νέου συστήματος σηματοδότησης με νέες μονάδες τηλεμετρίας. Η ενέργεια αυτή κατά τους Εισαγγελείς συνιστούσε παράνομη τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, και τελικά οδήγησε σε αδικαιολόγητη αύξηση της αξίας του έργου, που δεν δικαιολογείται από απρόβλεπτες περιστάσεις. Κατά τους Εισαγγελείς, η σύμβαση «717» προέβλεπε ήδη, τόσο τεχνικά όσο και οικονομικά, τη δυνατότητα κάλυψης τυχόν ελλείψεων των πιστοποιητικών ασφαλείας, των ανταλλακτικών των μονάδων τηλεμετρίας, τη διόρθωση στην ύπαρξη προβλημάτων που σχετίζονταν με την αδυναμία διασύνδεσης καινούργιου με υφιστάμενο εξοπλισμό και τη μη συμβατότητα μεταξύ αναλογικών και ψηφιακών πρωτοκόλλων μετάδοσης, καθώς και τις πρόσθετες εργασίες στην τηλεδιοίκηση Αθηνών και στην τηλεδιοίκηση Λάρισας για απαίτηση πρόσθετου εξοπλισμού για τη δημιουργία εφεδρικού βρόγχου. «Όλα τα ανωτέρω, εφόσον κρινόταν αναγκαίο να πραγματοποιηθούν, αποτελούσαν ευθύνη της αναδόχου κοινοπραξίας χωρίς επιπρόσθετη αμοιβή», αναφέρει το κατηγορητήριο, επικαλούμενο τη σχετική τεχνική περιγραφή της σύμβασης (§ 3.1.2.2).

717

Γι’ αυτό το θέμα το κατηγορητήριο αναφέρει πως η νέα τεχνική πρόταση της αναδόχου κοινοπραξίας για το τμήμα Οινόη – Τιθορέα, πέραν του ότι αποτελούσε αλλαγή του φυσικού αντικειμένου κατά παράβαση της σύμβασης «717» με την κατάργηση της συμβατικά προβλεπόμενης τμηματοποίησης των συμβατικά προβλεπόμενων κυκλωμάτων γραμμής και την εγκατάσταση μετρητών αξόνων, επέφερε και τεράστιες καθυστερήσεις στο έργο. Αποξήλωσε δε αναίτια όλα τα εν λειτουργία συστήματα σηματοδότησης στους σιδηροδρομικούς σταθμούς Τανάγρα, Ελαιώνα, Θήβα, Σφίγγα, Αλίαρτο, Αλαλκομενές, Λιβαδειά και Δαύλεια, παρά τις ενστάσεις του ΟΣΕ, ο οποίος ανέφερε πως δεν συντρέχουν λόγοι κατάργησης του υφιστάμενου συστήματος σηματοδότησης, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός της σηματοδότησης ήταν ενεργός και συντηρούταν.

Για τη σημαντική αυτή πτυχή οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς υπογράμμισαν τα εξής: «Η καθυστέρηση που επιφέρει η αλλαγή του φυσικού αντικειμένου με την αποδοχή από την ΕΡΓΟΣΕ της νέας και τελικής τεχνικής πρότασης από την Alstom, για την ανάταξη του τμήματος Οινόη – Τιθορέα, με την οποία αποξηλώνεται ο εν λειτουργία εξοπλισμός σηματοδότησης των σταθμών Τανάγρα, Ελαιών, Θήβα, Σφίγγα, Αλίαρτο, Αλαλκομενές, Λιβαδειά, Δαύλεια και εγκαθίσταται ένα νέο ηλεκτρονικό σύστημα σηματοδότησης είναι τεράστια. Η νέα τεχνική πρόταση συνιστά στην πραγματικότητα νέο έργο σηματοδότησης για τμήμα διπλής γραμμής υψηλών ταχυτήτων (200Km/h), μήκους 110Km. Οι χρόνοι υλοποίησης ενός τέτοιου έργου σηματοδότησης είναι τουλάχιστον δύο χρόνια, και όχι 14 μήνες, όπως ανακριβώς αναφέρουν οι κατηγορούμενοι υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ ως δήθεν αναγκαίο χρονικό διάστημα εκτέλεσης των εργασιών».

Το γεγονός που αποκαλύπτει ότι στον αρχικό χρόνο των 14 μηνών από την υπογραφή της συμπληρωματικής σύμβασης ήταν αδύνατον να υλοποιηθεί η νέα τεχνική πρόταση της κοινοπραξίας είναι το ότι, μετά το δυστύχημα των Τεμπών, η κοινοπραξία δεσμεύτηκε για την ολοκλήρωση της σηματοδότησης στο εν λόγω τμήμα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023, ήτοι εντός 29 μηνών μετά την υπογραφή της συμπληρωματικής σύμβασης.

 «Βαποράκια συμφερόντων»

Στην ουσία το κατηγορητήριο παρουσιάζει τα εμπλεκόμενα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ ως «βαποράκια συμφερόντων». Οι Εισαγγελείς αναφέρουν πως «οι κατηγορούμενοι υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ δεν είχαν ειλικρινή πρόθεση να εφαρμόσουν τη σύμβαση ‘‘717’’ και να υλοποιήσουν το αντικείμενο αυτής –το οποίο μάλιστα συνδεόταν άρρηκτα με την ασφάλεια κυκλοφορίας των τρένων, όπως αποδείχθηκε με τον τραγικότερο τρόπο από το δυστύχημα στο Άδενδρο και το πρόσφατο πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, τα οποία θα είχαν με βεβαιότητα αποφευχθεί εάν είχε ολοκληρωθεί το αντικείμενο της σύμβασης ‘‘717’’ με το σύστημα ETCS σε λειτουργία–, αλλά να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της αναδόχου κοινοπραξίας, όπως αυτά θα εκτεθούν αναλυτικώς στη συνέχεια».

Όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά, εάν τα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ είχαν πραγματικά πρόθεση να εκτελέσουν τη σύμβαση «717», δεν θα δέχονταν σιωπηρά τον αυθαίρετο διαχωρισμό της εκτέλεσης του φυσικού αντικειμένου σε δύο μέρη (στο τμήμα ΣΚΑ – Πλατύ τεχνολογίας Bombardier και στο τμήμα Πλατύ – Προμαχώνας τεχνολογίας Alstom), δεν θα δέχονταν τη μη εμπλοκή της Alstom στην τεχνική μελέτη, ούτε, τέλος, θα αποδέχονταν την εκτέλεση του έργου στο πρώτο αυτό τμήμα από μόνη την εταιρεία ΤΟΜΗ, η οποία όχι μόνο δεν διέθετε η ίδια εμπειρία στη σιδηροδρομική σηματοδότηση, αλλά, επιπροσθέτως, χρησιμοποίησε παρανόμως την εταιρεία KOMEL, η οποία δεν διάθετε καμία ειδική τεχνογνωσία σχετικά. Αντιθέτως, θα καλούσαν την εταιρεία Alstom να εκπληρώσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης θα προέβαιναν στην επιβολή των προβλεπόμενων ποινικών ρητρών και εν συνεχεία θα κινούσαν τη διαδικασία έκπτωσής της από το έργο.

717
 

Ο ρόλος των εργολάβων

  • Οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι οι συγκεκριμένοι, μεταξύ άλλων, τέλεσαν το κακουργηματικό αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απάτη

Στο πολυσέλιδο κατηγορητήριο καταγράφεται με μελανό τρόπο ο ακριβής ρόλος των κατηγορουμένων που εκπροσωπούσαν την κοινοπραξία. Πρόκειται για συνολικά πέντε πρόσωπα, με τα δύο εξ αυτών να είναι πασίγνωστα στο πανελλήνιο λόγω της θέσης που κατείχαν στον Άκτωρα. Ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος πλέον δραστηριοποιείται στην Κρήτη, υπήρξε από τις 26-9-14 μέχρι και τις 21-7-2019 διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας ΤΟΜΗ – Alstom. Ο δεύτερος είναι εκείνος ο οποίος τον αντικατέστησε αναλαμβάνοντας διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας από τις 22-7-2019 μέχρι και τις 2-3-2021, ενώ ο τρίτος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της κοινοπραξίας μέχρι και σήμερα. Οι άλλοι δύο κατηγορούμενοι είναι ένας διευθυντής και μία διευθύντρια του έργου.

Οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι οι συγκεκριμένοι, μεταξύ άλλων, τέλεσαν το κακουργηματικό αδίκημα της ηθικής αυτουργίας στην απάτη, καθώς «με πειθώ, φορτικότητα, προτροπές και παραινέσεις, έχοντας προσωπική επικοινωνία με τους κατηγορούμενους αυτουργούς (σ.σ. στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ), επηρέασαν τη βούλησή τους».

Συγκεκριμένα, για τον πρώην ισχυρό άνδρα (μέχρι και το 2019) του Άκτωρα και της ΤΟΜΗΣ αναφέρει ότι μαζί με τον διευθυντή του έργου εκπόνησαν ένα εγκληματικό σχέδιο, το οποίο δεν ήταν άλλο από το να ζητούν με φορτικότητα από τα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ την πληρωμή διαφόρων εργασιών της σύμβασης ισχυριζόμενοι ότι δήθεν πληρούνταν όλοι οι συμβατικοί όροι για τις εργασίες, ενώ στην πραγματικότητα «δεν είχαν εκπονηθεί και εγκριθεί οι απαιτούμενες τεχνικές μελέτες από την εταιρεία Alstom κατά παράβαση των όρων της σύμβασης».

Σε ό,τι αφορά τις σκανδαλώδεις παρατάσεις οι οποίες δόθηκαν, οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς επισημαίνουν ότι οι πέντε κατηγορούμενοι από το 2016 μέχρι και το 2020 πίεζαν και πάλι τα στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ προκειμένου να τους «χαρίζουν» χρόνο, και όχι μόνο, προβάλλοντας διάφορες προφάσεις, ενώ στην πραγματικότητα η μη ολοκλήρωση του έργου εννιά χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης «717» «οφείλεται αποκλειστικά σε υπαιτιότητα της ίδιας της αναδόχου κοινοπραξίας, η οποία παραβίαζε συστηματικά τους συμβατικούς όρους υλοποίησης του έργου».

Για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος της απάτης θα πρέπει να επισημανθεί, για ακόμη μία φορά, ότι η ανάδοχος κοινοπραξία με την υπογραφή της σύμβασης ανέλαβε να υποβάλει τη μελέτη εφαρμογής σηματοδότησης – τηλεδιοίκησης η οποία θα ήταν εγκεκριμένη από την Alstom. Ωστόσο κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη. Τουναντίον, έναν χρόνο μετά και χωρίς να έχει υποβάλει τις συμβατικές μελέτες του έργου, αιτήθηκε στην ΕΡΓΟΣΕ την πρώτη παράταση η οποία σκανδαλωδώς (όπως και οι υπόλοιπες) δόθηκε. Πότε προσκόμισε τελικά για πρώτη φορά τις εγκεκριμένες μελέτες; Στις 30-09-2019! Και ενώ, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, δεν είχαν υποβληθεί οι απαιτούμενες τεχνικές μελέτες με υπαιτιότητα του αναδόχου, οι εργολάβοι έστελναν «πλήθος επιστολών στην αρμόδια υπηρεσία της ΕΡΓΟΣΕ για αποκοπές γραμμών, άδειες πρόσβασης στη γραμμή και απενεργοποίηση των υφιστάμενων συστημάτων σηματοδότησης για να προχωρήσει δήθεν στην υλοποίηση του έργου, για το οποίο όμως δεν είχε υποβάλει εγκεκριμένες μελέτες μέχρι τη λήξη των αποκλειστικών προθεσμιών για παράδοση αυτού προς χρήση».

Δικαιολογίες

Μάλιστα οι κατηγορούμενοι εργολάβοι χρησιμοποιούσαν διάφορες δικαιολογίες, όπως ότι δεν τους αποδιδόταν το πεδίο εργασίας σηματοδότησης, εντός και εκτός τεχνικών δωματίων, ή ότι δεν εγκρίνονταν άδειες εργασίας εκ μέρους του ΟΣΕ κ.λπ. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, «ζητούσαν με πειθώ και φορτικότητα τη χορήγηση παρατάσεων και δη με ‘‘αναθεώρηση τιμών χωρίς δική τους υπαιτιότητα’’, τη στιγμή που οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση του έργου οφείλονταν αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός της μη εκπόνησης και υπογραφής των μελετών από την εξειδικευμένη εταιρεία, την Alstom».

Αλλαγή της σύμβασης

Σε ό,τι αφορά την αλλαγή του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης «717», οι Ευρωπαίοι Εισαγγελείς αποδίδουν ευθύνες στον επικεφαλής της κοινοπραξίας μέχρι και το 2019, στον νόμιμο εκπρόσωπο της κοινοπραξίας και στον διευθυντή του έργου. Όπως επισημαίνεται στο κατηγορητήριο, «με διαρκή ηλεκτρονική αλληλογραφία, με πειθώ, φορτικότητα, προτροπές και παραινέσεις» προς τους υπαλλήλους της ΕΡΓΟΣΕ, αντί να τηρήσουν τις συμβατικές δεσμεύσεις, άλλαξαν άρδην το φυσικό αντικείμενο της σύμβασης. Ουσιαστικά αυτό το οποίο έκαναν ήταν να προτείνουν μια νέα τεχνική λύση, επικαλούμενοι διάφορες «απρόβλεπτες» καταστάσεις καθώς και θέματα ασυμβατότητας, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζαν ότι η μη υλοποίηση του έργου οφειλόταν στη μη εκπόνηση και έγκριση των απαιτούμενων τεχνικών μελετών!

 

717

Στο στόχαστρο και οι ελεγκτές

Σύμφωνα με τους Ευρωπαίους Εισαγγελείς, η ποινική έρευνα αποκάλυψε, επίσης, γεγονότα που συνιστούν ενδεχόμενη παράβαση καθήκοντος από τους επιθεωρητές – ελεγκτές της Ελληνικής Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (ΕΑΔ) της Ελλάδας, στους οποίους ανατέθηκε από τις εθνικές Εισαγγελικές Αρχές η διενέργεια ελέγχου σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης «717». Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφάσισε να παραπέμψει τη νέα αυτή υπόθεση στις αρμόδιες ελληνικές Αρχές, για τις δικές τους περαιτέρω νόμιμες ενέργειες, δοθέντος ότι τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το αντικείμενο της νέας αυτής έρευνας δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα εμπίπτον στην αρμοδιότητα του EPPO. Σε ό,τι αφορά τους κατηγορουμένους, από τους συνηγόρους τους διαρρέεται ότι η κατηγορία είναι «νόμω αβάσιμη, δεν αντέχει σε λογική βάσανο και διαψεύδεται από τα γεγονότα».

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Αναβαθμίζεται η έρευνα για την οπαδική βία – Ψάχνουν την ιεραρχική δομή και τους καθοδηγητές

Πάτρα – Κεταμίνη: Πέτρος Κουσουλός και Γρηγόρης Λέων απαντούν στον συνήγορο της Ρούλας Πισπιρίγκου μετά το θάνατο του Μάθιου Πέρι

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ