Σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια γράφτηκε μια από τις μελανότερες σελίδες της Ιστορίας του 20ου αιώνα: Η αιματηρή εμφύλια σύγκρουση στη Ρουάντα, που εκτυλίχθηκε σε μια από τις πλέον άγριες και τραγικές γενοκτονίες με περισσότερα από οχτακόσιες χιλιάδες χιλιάδες θύματα. Αφορμή ήταν η δολοφονία του προέδρου της χώρας αλλά τα αίτια ήταν πολύ βαθύτερα, με ρίζες στις εμφύλιες διαμάχες αλλά και στον ρόλο των ξένων δυνάμεων.
Η Ρουάντα θυμάται και μαζί της όλος ο κόσμος μια από τις πιο αιματηρές γενοκτονίες του 20ου αιώνα σε αυτή τη χώρα πριν από 30 χρόνια. Με αφορμή την δολοφονία του τότε προέδρου της Ρουάντας τη νύχτα της 6ης Απριλίου του 1994, εξτρεμιστές Χούτου επιτέθηκαν αδιακρίτως εναντίον κάθε μέλους της φυλής των Τούτσι αλλά και μετριοπαθών Χούτου σφαγιάζοντας μέσα σε 100 μέρες περισσότερους από 800 χιλιάδες ανθρώπους. Κάθε χρόνο ανακαλύπτονται νέοι ομαδικοί τάφοι και υπάρχουν 20 μνημεία θυμάτων υπό την προστασία της UNESCO.
Στο σημείο όπου βρίσκονται θαμμένα 250.000 θύματα της γενοκτονίας στην πρωτεύουσα Κιγκάλι, νυν και πρώην ηγέτες του κόσμου απέτισαν φόρο τιμής στη μνήμη των νεκρών.
«Πολίτες των χωρών που εκπροσωπούνται εδώ σήμερα έστειλαν επίσης τα παιδιά τους να υπηρετήσουν στην ειρηνευτική δύναμη στη Ρουάντα. Αυτοί οι στρατιώτες δεν απογοήτευσαν τη Ρουάντα, ήταν η διεθνής κοινότητα που μας απογοήτευσε. Είτε από αδιαφορία είτε από δειλία», διαμήνυσε ο πρόεδρος της Ρουάντας, Πωλ Καγκαμέ.
Στην τελετή για την 30η επέτειο της γενοκτονίας της εθνικής μειονότητας των Τούτσι στην πρωτεύουσα της Ρουάντα Κινγκάλι, βρέθηκε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, ο οποίος παραδέχτηκε την ευθύνη εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας που παρέμεινε αμέτοχη και έκλεισε τα μάτια της σε αυτήν την σκοτεινή στιγμή της ιστορίας.
«Το καθήκον να θυμόμαστε είναι πάνω από όλα απαίτηση. Έχει να κάνει με το να θυμόμαστε και να μην ξεχνάμε. Είναι να μαθαίνουμε από τα λάθη μας, να προσπαθούμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο» δήλωσε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, που δεν ήταν παρών στις τελετές, επίσης επανέλαβε την Κυριακή ότι η Γαλλία, η Δύση και οι Αφρικανοί σύμμαχοί της θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει τη γενοκτονία που άφησε πίσω της περίπου 800.000 νεκρούς ανθρώπους, τονίζοντας ότι υπήρχε έλλειψη βούλησης.
Επί τρεις μήνες οι ομάδες θανάτου Χούτου οπλισμένοι με μαχαίρια και φανατισμένοι από την ραδιοτηλεοπτική προπαγάνδα εξόντωναν τους Τούτσι αποκαλώντας τους «κατσαρίδες» ακόμα και μέσα σε εκκλησίες όπου αναζητούσαν καταφύγιο, αναγκάζοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να εγκαταλείψουν με κάθε τρόπο τη χώρα προς το γειτονικό Κογκό.
Στις 4 Ιουλίου του ίδιου χρόνου οι δυνάμεις του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα υπό την ηγεσία των Τούτσι καταλαμβάνουν την πρωτεύουσα και βάζουν τέλος στη σφαγή ενώ 2 εκατομμύρια Χούτου καταφεύγουν στο Ζαΐρ φοβούμενοι αντεκδίκηση.
Τουλάχιστον 250.000 γυναίκες βιάστηκαν τότε. Μία από αυτές αποφάσισε να κρατήσει το μωρό της, παρά τις αντιρρήσεις των δικών της
«Οι συγγενείς της μητέρας μου (Τούτσι) με αποκαλούσαν «γενοκτονική» και η πλευρά του πατέρα μου (Χούτου) με φώναζαν φίδι. Ανάμεσά τους δεν ήξερα ποια ήμουν. Καταλαβαίνω ότι δεν ήταν εύκολο να με αγαπήσουν, αλλά τους συγχωρώ», δηλώνει η Άγκνες, η κόρη του θύματος βιασμού.
Τα αίτια του εμφυλίου και ο ρόλος των ξένων χωρών στο διχασμό αποτελεί αντικείμενο ιστορικής μελέτης. Για τους πολίτες της χώρας ζητούμενο παραμένει η επούλωση του τραύματος ώστε να οικοδομήσουν ένα νέο καλύτερο μέλλον.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Στην κόψη του ξυραφιού ο Ρίσι Σούνακ -Αύριο η ψήφιση του νομοσχεδίου για τη Ρουάντα
Σούνακ: Αντιμέτωπος με εσωκομματικές πιέσεις και πιθανές παραιτήσεις για το πρόγραμμα «Ρουάντα»