Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Τσατάνη: Θεωρεί παράτυπη την ανάθεση του πειθαρχικού σε αντιπροέδρο του Αρείου Πάγου και αρνείται να δώσει εξηγήσεις

Νέα διάσταση παίρνει η πειθαρχική έρευνα για την εισαγγελέα εφετών, Γεωργία Τσατάνη, η οποία ερεύνησε την υπόθεση Βγενόπουλου.

Με αίτηση της προς την αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, η κ. Τσατάνη αρνείται να δώσει εξηγήσεις, λέγοντας ότι έγινε παράτυπα η ανάθεση της σε βάρος της πειθαρχικής έρευνας στην Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, κ. Ασπασία Καρέλλου.

Αναλυτικότερα, στις 19 Απριλίου, η κ. Τσατάνη με αίτησή της στην κ. Καρέλλου ζήτησε να της γνωστοποιηθεί το έγγραφο με το οποίο έγινε η ανάθεση της προκαταρκτικής εξέτασης στην ίδια, από την κ. Θάνου, ενώ σημειώνει ότι «Ρητώς επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου διά το νομότυπον της διενεργουμένης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως».

«ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ κ. ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΑΙΤΗΣΗ
Γεωργίας Κων/νου Τσατάνη, Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών
Αθήνα, την 19 Απριλίου 2016

Αξιότιμη κ. Αντιπρόεδρε του Αρείου Πάγου,

Παρακαλώ να μου γνωστοποιήσετε την υπ΄αρ. εμπ. Πρωτ. 24/12-4-2016 έγγραφο παραγγελία της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου, με την οποία, όπως αναφέρετε στο από 15-4-2016 έγγραφό Σας προς εμέ, ανατέθηκε εις Υμάς η διενέργεια τυχόν απαιτουμένων, κατά την κρίσιν Σας, «περαιτέρω ενεργειών και η ολοκλήρωση της προκαταρκτικής πειθαρχικής έρευνας», που αφορά στο πρόσωπό μου. Ρητώς επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου διά το νομότυπον της διενεργουμένης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως.
Αθήνα, την 19 Απριλίου 2016

Η ΑΙΤΟΥΣΑ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΤΣΑΤΑΝΗ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ».

Στις 20 Απριλίου, όταν και η κ. Καρέλλου επειγόντως έστειλε την απόφαση της κ. Θάνου, στην κ. Τσατάνη, η δεύτερη υπέβαλε έγγραφο προς την Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, με το οποίο αφενός μεν διαψεύδει τους Κυπρίους αξιωματούχους, επικαλούμενη α) την ένορκη βεβαίωση (16.3.2016) της κ. Ελένης Ράϊκου και β) την αλληλογραφία των ίδιων των Κυπρίων, και αφετέρου επισημαίνει την παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος, τόσο της Προέδρου όσο και της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, και προειδοποιεί για άσκηση δικαιωμάτων με επιφύλαξη.

Το κείμενο που υπέβαλε η κ. Γεωργία Τσατάνη, είναι το εξής:

«ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ κ. ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΑΙΤΗΣΗ

Γεωργίας Κων/νου Τσατάνη, Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών
Αθήνα, την 21 Απριλίου 2016

Αξιότιμη κ. Αντιπρόεδρε του Αρείου Πάγου,

Διά της από 23.3.2016 (ημέρα Τετάρτη) και υπ΄Αρ. Εμπ. Πρωτ. 22 κλήσεως της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου, μου διεβιβάσθησαν αντίγραφα των εγγράφων «…της πειθαρχικής προκαταρκτικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε στα πλαίσια της πειθαρχικής προκαταρκτικής έρευνας, η οποία διεξάγεται, κατόπιν των από 24-2-2016 εγγράφων του Γενικού Εισαγγελέα και του Υπουργού Δικαιοσύνης της Κυπριακής Δημοκρατίας…» και με εκάλεσε όπως καταθέσω εγγράφους εξηγήσεις μου «για όσα μου αποδίδονται».

Μία εβδομάδα μετά, ήτοι την 29.3.2016 (ημέρα Τρίτη) ο Αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, κ. Δημήτριος Παπαγγελόπουλος, εξέθεσε, κατά την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 143 του Κανονισμού της Βουλής, με πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα σε επίπεδο Αρχηγών Κομμάτων, την άμεση και αδιαμφισβήτητη γνώση του, επί της διενεργουμένης – περί το πρόσωπό μου – πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, αναφέροντας επί λέξει τα εξής:

«…Θα πρέπει να μιλήσουμε, επίσης, όχι μόνο για την ανυπόστατη νομικά και αβάσιμη ουσιαστικά καταγγελία της κ. Τσατάνη, όπως θα αποδείξω μετά από λίγο, αλλά και για τις καταγγελίες άλλων εισαγγελέων και ειδικά του ικανού, έντιμου και αδάμαστου Εισαγγελέα Εφετών Γιάννη Αγγελή και για τον τρόπο που αυτός παρεμποδίστηκε στο έργο του και εξουδετερώθηκε…..Αναρωτιέμαι γιατί οι καταγγελίες της κ. Τσατάνη είναι πιο σοβαρές και αξιόπιστες από τις καταγγελίες του Γιάννη Αγγελή -Εισαγγελέα Εφετών επίσης- και για τις οποίες δεν γίνεται καν λόγος, μολονότι σε αυτές τις καταγγελίες καταγγέλλονται σημεία και τέρατα και όχι πταίσματα σαν το δικό μου, αν είναι και αυτό πταίσμα…… Γιατί η κ. Τσατάνη δεν ήθελε παρόντες τους εκπροσώπους του Υπουργείου στη συνάντηση Ελλήνων και Κυπρίων για την υπόθεση Βγενόπουλου; Τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων για τη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών του Ανδρέα Βγενόπουλου;Τηρήθηκε η συμφωνία αυτή, κυρίως από την κ. Τσατάνη; Υπήρξαν πρακτικά για τη συνάντηση αυτή; Και αν όχι, γιατί; Μήπως η κ. Τσατάνη δεν ήθελε μάρτυρες και αποδεικτικά για το τι συζητήθηκε και τι συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλήνων και Κυπρίων και αν ναι, γιατί; Γιατί συμμετείχε στη συνάντηση αυτή η κ. Τσατάνη και όχι ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαστικών συνδρομών, ο Εισαγγελέας Εφετών Γιάννης Αγγελής; Για τα ερωτήματα αυτά πρέπει να υπάρξει απάντηση. Άλλωστε και για το θέμα αυτό διενεργείται πειθαρχική έρευνα. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσω ότι αφορμή της πειθαρχικής έρευνας αποτέλεσε η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας προς την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και κάποιες περίεργες συμπτώσεις –που θα πρέπει κι αυτές να διερευνηθούν- που αναγράφονται στην επιστολή αυτή.»

Ως έχουσα έννομο συμφέρον, και εντός της ταχθείσης προθεσμίας των 10 ημερών, διά της από 1.4.2016 (ημέρα Παρασκευή) και υπ΄Αρ. Εμπ. Πρωτ. 331 αιτήσεώς μου προς την κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, εζήτησα όπως προβεί, η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, εις γραπτήν διατύπωσιν των προκαταρκτικώς ερευνωμένων, εναντίον μου, τυχόν πειθαρχικών παραβάσεων, κατά τε το πραγματικόν και το νομικόν μέρος αυτών, ώστε να γνωρίσω αυτάς ευκρινώς και αντιστοίχως να δώσω την επιβαλλομένην – ζητουμένην γραπτήν εξήγησιν επί μίας εκάστης ειδικώς, και να ασκήσω τα νόμιμα δικαιώματά μου, ρητώς επιφυλλασσομένης της ασκήσεως αυτών.

Διά της από 4 Απριλίου 2016 (ημέρα Δευτέρα) και υπ΄Αρ. Εμπ. Πρωτ. 23 απαντήσεώς της, η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, διετύπωσε, μεταξύ άλλων εκτιθεμένων σε αυτήν, τρία ερωτήματα, προς εμέ, τα οποία, εκ πρωτοφανούς συμπτώσεως, ταυτίζονται με τα ως άνω προαναγγελθέντα παρά του κ. Αναπληρωτού Υπουργού Δικαιοσύνης.

Διά του από 4 Απριλίου και υπ΄Αρ. Εμπ. Πρωτ. 343/6-4-2016 (ημέρα Τετάρτη) εγγράφου μου με τίτλο «ΠΑΡΟΧΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΕΞΗΓΗΣΕΩΝ – ΑΙΤΗΣΗ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΣ» απήντησα πληρέστατα σε όλα τα τεθέντα ερωτήματα, επικαλούμενη αποδεικτικά έγγραφα και μάρτυρες, και απέδειξα ότι εις ουδεμίαν πειθαρχικήν παράβασιν έχω υποπέσει. Εξέθεσα τον πανθομολογούμενον, επί τριάκοντα και πέντε έτη, καθόλα σύννομον υπηρεσιακόν μου βίον, όπως και την αρχή της υποχρεωτικότητος της κίνησης της ποινικής διώξεως παρά του κ. Εισαγγελέως της Ελληνικής Δημοκρατίας, κατά τα εν αυτή νομίμως ισχύοντα και δικονομικώς κρατούντα, εκ της οποίας προκύπτει η υποχρέωση του Εισαγγελέως να ερευνά κάθε περιστατικόν, που θα μπορούσε να πληροί τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως πράξεως τυποποιουμένης στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα ή Ειδικούς Ποινικούς Νόμους [αυτό είναι άλλωστε το νόημα της εν Ελλάδι ισχύουσας αρχής της νομιμότητας ή της υποχρεωτικότητος της κίνησης της ποινικής δίωξης (principe de légalité des poursuites – Legalitätsprinzip) σε περίπτωση που διαπιστωθούν πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με την οποία (αρχή της υποχρεωτικότητος) δεν επιτρέπεται, στον Εισαγγελέα, να αποποιηθεί το όλον ή μέρος ερευνωμένου τινός περιστατικού, χάριν της διερευνήσεως αυτού από δικαιοδοτική αρχή άλλου κράτους]. Η αρχή της νομιμότητας, υπό την ισχύουσαν απόλυτην μορφή της, σημαίνει ότι μόνη και ικανή προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής δίωξης είναι η δυνατότητα υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών της κατηγορίας στην αντικειμενική υπόσταση κάποιας (ποινικού χαρακτήρα) διάταξης, δηλαδή το νόμω βάσιμο της κατηγορίας. Εξ αυτού συνάγεται ότι είναι υποχρεωτικόν για τον Εισαγγελέα να διερευνήσει άπαντα τα πραγματικά περιστατικά, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη δυνατότητα υπαγωγής των, στην αντικειμενική υπόσταση κάποιας (ποινικού χαρακτήρα) διάταξης.

Αντίθετα, στην περίπτωση, που η άσκηση της ποινικής δίωξης είναι δυνητική για τον εισαγγελέα, ισχύει η αρχή της σκοπιμότητας στην άσκηση της ποινικής δίωξης (principe d’opportunite des poursuites – Opportunitätsprinzip). Συνεπεία των ανωτέρω, όπως εξέθεσα διά των από 6.4.2016 εγγράφων εξηγήσεών μου, όχι μόνον συμφωνία δεν έγινε με τις Κυπριακές Αρχές, τουναντίον ρητώς εναντιώθηκα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όπως επιβεβαιώνει η κ. Ελένη Ράϊκου, από 16 Μαρτίου 2016 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα ενώπιον της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου, ότι αποσαφήνισα πλήρως στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι «…μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, αφού αφορά και έλληνα πολίτη…».

Διά των από 6.4.2016 εγγράφων εξηγήσεών μου, ανέφερα στην κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ότι με το από 16-3-2015 και υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 74407/14 έγγραφό μας, διαβιβάσαμε προς την κ. Ε. Ράϊκου, Αντεισαγγελέα Εφετών, σε εκτέλεση της με αριθμό πρωτ. 5292/17-12-2014 παραγγελίας από την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου να συνεχίσει συμπληρωματικά την προκαταρκτική εξέταση, κατ΄άρθρο 2 Ν. 4022/2011 και σε συνδυασμό με το Ν. 3666/2008. Προς τούτο και ιδιαίτερα: της ζητήσαμε …α) να επισυναφθούν αντίγραφα τυχόν άλλων συναφών δικογραφιών που εκκρεμούν στο Τμήμα της και αφορούν τα ίδια, με τα αναφερόμενα στην υπόθεση αυτή άτομα και να εξετάσει το ενδεχόμενο να εκκρεμούν παρόμοιες έρευνες σε άλλα ανακριτικά τμήματα, και β) να εξετάσει το ενδεχόμενο αναζήτησης αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την ερευνώμενη υπόθεση, από το τμήμα Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ή από τις Ελληνικές ανακριτικές αρχές, που εκτέλεσαν τα αιτήματα, κατ΄ άρθρον 458 Κ.Π.Δ., αλλά και από τις αρμόδιες Κυπριακές αρχές δι΄υποβολής σχετικού αιτήματος Δικαστικής Συνδρομής. Ιδιαίτερα από τις Κυπριακές αρχές τα αποδεικτικά στοιχεία που συνέλλεξαν οι Ελληνικές αρχές, κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και αφορούν τυχόν αξιόποινες πράξεις που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση. Ζητήσαμε να μας γνωστοποιήσει τα αποτελέσματα των ενεργειών της (κ. Ε. Ράϊκου) σε εύλογο χρόνο, προκειμένου να ενημερώσουμε την κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να μας υποβάλει την οικεία δικογραφία μετά το πέρας των ενεργειών της…

Σημειωτέον, ότι σε εκτέλεση της ως άνω παραγγελίας μας, εκτός των άλλων ενεργειών, υποβλήθηκε υπό του κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αντικείμενο τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτές έχουν συλλέξει κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγουν, καθώς και όσα, σε εκτέλεση αιτήματός τους περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής, συλλέχθηκαν από τις Ελληνικές δικαστικές αρχές κατ΄ άρθρο 458 Κ.Π.Δ. και τα οποία σχετίζονται με το συνολικό περιεχόμενο της προαναφερόμενης αναφοράς του κ. Ιωάννη Αγγελή.

Επί λέξει αναφέρεται στην υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του κ. Ελευθεριάνου:

«…Κατόπιν τούτων, σας παρακαλούμε όπως μας αποστείλετε αντίγραφα όλων των εγγράφων και λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία σχετίζονται με

Α) Την αναφερόμενη αξιόποινη πράξη της δωροδοκίας υπαλλήλου, η οποία φέρεται ότι τελέσθηκε το έτος 2007 από το Μιχαήλ Ζολώτα προς τον Χριστόδουλο Χριστοδούλου και αντικείμενο της οποίας είναι το χρηματικό ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ και

Β) Τη χορήγηση δανείων από την τράπεζα Marfin Egnatia Bank (MEB) προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως οι πράξεις αυτές διαλαμβάνονται ανωτέρω στην ΕΚΔ 11.314/13-11-2014 αναφορά του Προϊσταμένου του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ιωάννη Αγγελή, Εισαγγελέα Εφετών. Παρακαλούμε επίσης όπως στα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οι Ελληνικές ανακριτικές αρχές συνέλεξαν κατόπιν του υμέτερου αιτήματος αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και αφορούν αξιόποινες πράξεις, που έχουν τελεσθεί στην Ελλάδα και σχετίζονται με την ερευνώμενη υπόθεση».

Επομένως ήταν ήδη από την 2-4-2015 γνωστό στις Κυπριακές αρχές ότι ερευνώνται από εμάς αμφότερες οι ως άνω πράξεις. Δεν είναι δυνατόν να επικαλείται κανείς, αντίθετα με το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου, ότι οι Κυπριακές Αρχές αγνοούσαν την έρευνα, που διενεργούσαμε για τα παραπάνω. Και βεβαίως ουδεμία συμφωνία έγινε με αυτές, για διερεύνηση μέρους της υποθέσεως από τις Κυπριακές Αρχές. Μετά την από 16.3.2016 έκθεση ένορκης εξέτασης της κ. Ελένης Ράϊκου, δεν δύναται κανείς να αμφισβητήσει, ότι αποσαφήνισα πλήρως στους Κυπρίους συναδέλφους μας, ότι «…μπορούμε να συνεχίσουμε να ασχολούμαστε με την υπόθεση της δωροδοκίας, αφού αφορά και έλληνα πολίτη…». Εφόσον αποσαφήνισα το κρίσιμο αυτό γεγονός, πώς επετεύχθη συμφωνία; Ούτε άλλωστε περιελήφθη τοιαύτη συμφωνία στα συμπεράσματα της συντονιστικής συνάντησης της 10.7.2015, τα οποία συνετάγησαν από τον κ. Νικόλαο Πασχάλη.

Με τα ανωτέρω αποκρούω και διαψεύδω την κοινή από 6.4.2016 «ένορκο δήλωση», που μου παραδόθηκε μεταγενέστερα, παρ΄Υμών, των κ. Έλ. Κλεόπα και Ελ. Ζαχαριάδου, Εισαγγελέων της Κυπριακής Δημοκρατίας, επί της οποίας ένορκης δήλωσης, προς το παρόν, ρητώς επιφυλλάσσομαι για την άσκηση παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου, τόσο διά τη χρήσιν όσο και διά το περιεχόμενον αυτής.

Παρότι το σχετικό μας αίτημα είχε υποβληθεί διά της με αρ. πρωτ. 74407/16-3-2015 σχετικής ημών παραγγελίας, οι κ. Ελ. Κλεόπα και Ελ. Ζαχαριάδου αναφέρουν, ότι την 17.7.2015 ενημερώθηκαν για πρώτη φορά για το ότι «…θα είχε εμπλοκή στις έρευνες των Ελληνικών αρχών η κα Τσατάνη», ωσάν να έχουν οι Κυπριακές αρχές αρμοδιότητα να σχολιάζουν ποία πρόσωπα θα δύνανται να εξετάζουν, εκ των ελληνικών δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, τις ερευνώμενες αξιόποινες πράξεις. Ανεξαρτήτως του πρωτοφανούς θράσους να σχολιάζεται το νομίμως ανατεθέν υπηρεσιακό μας καθήκον από τις ανωτέρω κ. Ελ. Κλεόπα και Ελ. Ζαχαριάδου, προκύπτει εκ των εγγράφων η γνώση τους, και δη εκ του αιτήματος που είχε υποβληθεί διά της με αρ. πρωτ. 74407/16-3-2015 σχετικής ημών παραγγελίας, επί της οποίας λεπτομερώς έχω αναφερθεί στις από 6.4.2016 εγγράφους εξηγήσεις μου.

Αλυσιτελής είναι η αναφορά των κ. Ελ. Κλεόπα και Ελ. Ζαχαριάδου επίσης, ότι η ενημέρωση που είχαν από τις ελληνικές αρχές ότι όποιες ανακρίσεις διεξήγοντο στην Ελλάδα, διεξήγοντο από τους Εισαγγελείς Διαφθοράς, «…παρόλο που στη συνάντηση αυτή οι εν λόγω Εισαγγελείς δεν ήταν παρόντες» (sic). Οι αλυσιτελείς αυτοί λόγοι συνδέονται με ένα αίτημα δικαστικής προστασίας από το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει οποιοδήποτε αποτέλεσμα, αφού συνδέεται αμέσως με την έλλειψη αρμοδιότητός τους να σχολιάζουν ποίος εισαγγελικός λειτουργός θα ερευνήσει περιστατικά, που εντάσσονται στα ως άνω εκτιθέμενα στο πλαίσιο της υποχρεωτικότητος της κίνησης ποινικής δίωξης στην Ελληνική Επικράτεια.

Περαιτέρω οι κ. Ελ. Κλεόπα και Ελ. Ζαχαριάδου αναφέρουν στην από 6.4.2016 «ένορκο δήλωσή τους», ότι στο πλαίσιο της «…συνεννόησης… συμφωνήθηκε ότι το αίτημα των Ελληνικών Αρχών σε σχέση με την υπόθεση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δεν επρόκειτο να εκτελεστεί και ότι οι Κυπριακές αρχές θα προχωρούσαν στην εκτέλεση του αιτήματος των Ελληνικών αρχών που αφορούσε στα δάνεια που χορήγησε η Marfin Egnatia Bank στην Ελλάδα.»

Εάν ήταν αληθής αυτή η αναφορά των δύο Εισαγγελέων της Κυπριακής Δημοκρατίας, τότε δεν μπορούν να δώσουν εξήγηση γιατί δεν μας απέστειλαν έγγραφο, με το οποίο να μας «υπενθυμίζουν» τη δήθεν συμφωνία, που επικαλούνται, όταν προφορικώς περί το μήνα Σεπτέμβριο 2015, επικοινώνησα τηλεφωνικώς, με τους κ. Κλεόπα και τον κ. Νικολεττή (τηλεφωνικός αριθμός 0035799660351), εάν ενθυμούμαι καλώς, για να τους υπενθυμίσω την άμεση εκτέλεση του αιτήματός μας, κάνοντας μάλιστα μνεία και των σχετικών μας δικονομικών διατάξεων για την οριζόμενη κατά νόμο περιοριστική χρονική διάρκεια (τρίμηνο και παράταση τρίμηνη σε εξαιρετικές περιπτώσεις, άρ. 31 παρ. 3 Κ.Π.Δ.) της διενεργουμένης, κατά το Ελληνικό Δίκαιο, προκαταρκτικής εξέτασης. Ο δεύτερος υπεσχέθη ότι θα ρύθμιζε άμεσα τούτο. Δεν αναφέρθηκε τίποτε περί δήθεν συμφωνίας, όπως θα έπρεπε, εάν οι κ. Ελ. Κλεόπα και Ελ. Ζαχαριάδου έλεγαν την αλήθεια στην από 6.4.2016 «ένορκο δήλωσή» τους. Ώφειλε να μας έχει απαντήσει η Κυπριακή Δημοκρατία, ότι δυνάμει της συμφωνίας, που (δήθεν) είχε γίνει την 10.7.2015, κακώς ζητούμε τα διά της με αρ. πρωτ. 74407/16-3-2015 σχετικής ημών παραγγελίας αιτηθέντα στοιχεία. Η επικοινωνία μου αυτή επιβεβαιώνεται στο από 29 Σεπτεμβρίου 2015 έγγραφο της ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Τμήμα Γ΄Αρ. Φακ. ΤΑΕ/331/4, σύμφωνα με το οποίο ετοιμάστηκαν σε ηλεκτρονική μορφή τα έγγραφα, που θα μας παρέδιδαν, εις εκτέλεση του αιτήματος δικαστικής συνδρομής, οι Κυπριακές Ανακριτικές Αρχές. Η ανωτέρω επιστολή, στην οποία επισυνάπτεται κατάλογος εγγράφων – περιεχομένου του ψηφιακού δίσκου, ως επίσης και ένας ψηφιακός δίσκος (DVD), διαβιβάζεται από την ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΚΥΠΡΟΥ την 29 Σεπτεμβρίου 2015, στο Κυπριακό Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ούτως ώστε να αποσταλούν εις ημάς. Στο ανωτέρω έγγραφο σημειώνεται επίσης, ότι η ετοιμασία των εγγράφων σε ηλεκτρονική μορφή δεν έχει ολοκληρωθεί και με την ολοκλήρωσή της θα απεστέλετο και το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό, που ζητήθηκε με το αίτημα δικαστικής συνδρομής. Το έγγραφο αυτό υπογράφεται από τον κ. Χρ. Μαυρομμάτη, Ανώτερο Υπαστυνόμο, τον οποίον για την εξακρίβωση της αληθείας, έχω ζητήσει, διά των από 6.4.2016 εγγράφων εξηγήσεών μου, να κληθεί ως μάρτυρας, πλην όμως το αίτημά μου αυτό δεν έχει εισέτι ικανοποιηθεί, εκκρεμούσης ήδη της αιτήσεως εξαιρέσεως.

Εν τω μεταξύ, και επειδή δεν είχαμε λάβει μέχρι την 22 Οκτωβρίου 2015 την αιτηθείσα δικαστική συνδρομή, υπέβαλα έγγραφο αίτημα, με αριθμό πρωτοκόλλου 58260 / 22-10-2015, για την επίσπευση εκτέλεσης του αιτήματος μέσω του Τμήματος Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.

Σε συνέχεια του ανωτέρω εγγράφου μου, έφθασε η από 27 Οκτωβρίου 2015 επιστολή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, προς το Τμήμα Εκδόσεων & Δικαστικών Συνδρομών της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, με την οποία αναφέρεται στην υπ΄αριθμ. Πρωτ. 13263 ΦΔΣ 4794/15 από 02/04/2015 παραγγελία και στο κατεπείγον υπ΄αύξ. Αριθμ. 406/2015 αίτημα του Επίκουρου Εισαγγελέως Διαφθοράς κ. Αντωνίου Ελευθεριάνου, με την οποία επιστολή τους οι Κυπριακές Αρχές αποστέλλουν έγγραφα, ικανοποιώντας μερικώς το αίτημα των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών, όπως αναφέρεται στο από 10-11-2015 έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών προς εμένα. Έκτοτε η επόμενη διαβίβαση εγγράφων και στοιχείων από τις Κυπριακές Αρχές προς εμέ διενεργήθηκε την 27-1-2016, ότε και σύμφωνα με το από 27/1/2016 με αρ. πρωτ. ΕΚΔ 17110 ΦΔΣ 4794/15 έγγραφο της κ. Ευγενίας Κυβέλου, Αντεισαγγελέως Εφετών, προς εμέ, γνωστοποιήθηκε ότι «…Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών εγγράφων, Σας διαβιβάζουμε το υπ΄αριθμ. Πρωτ. Υ.Δ.Δ.Τ.12.3.002.207/1/2420 από 13-01-2016 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τα συνημμένα σε αυτό έγγραφα, συνοδευόμενη από ένα ψηφιακό δίσκο (CD) και Σας κάνουμε γνωστό ότι το ανωτέρω αίτημά Σας για παροχή δικαστικής συνδρομής από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας ικανοποιήθηκε προσηκόντως.»

Ενδιαφέρον έχει βεβαίως και η επισήμανση στο κατά τα ανωτέρω συνημμένο έγγραφο της ικανοποίησης του αιτήματος δικαστικής συνδρομής από τις Κυπριακές Αρχές, ότι ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Προκόπης Χίντικος αναφέρει την εξής φράση: «…Είμαστε πάντα στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε πρόσθετη βοήθεια απαιτείται», μη διατηρώντας καμία επιφύλαξη για περαιτέρω προσκομιδή άλλων στοιχείων, ούτε βεβαίως εκφράζοντας οιαδήποτε έκπληξη ή αντίρρηση διά την πρόοδο της προκαταρκτικής εξετάσεως εφόλης της ύλης ανεξαιρέτως.

Συνεπεία των ανωτέρω οι κ. Ελ. Κλεόπα και Ελ. Ζαραριάδου δεν καταθέτουν την αλήθεια, εν γνώσει αυτής, αντιθέτως, καταθέτουν αναληθώς, ότι συμφωνήθηκε, τάχα, πως «το αίτημα των Ελληνικών Αρχών σε σχέση με την υπόθεση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας δεν επρόκειτο να εκτελεστεί», ενώ εκ των προεκτεθέντων προκύπτει προδήλως, ότι η παρ΄ημών διά της με αρ. πρωτ. 74407/16-3-2015 σχετικής ημών παραγγελίας, αιτηθείσα δικαστική συνδρομή ικανοποιήθηκε προσηκόντως από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Λεκτέον, και πάλιν, ότι συνολικά μας απεστάλησαν σε ηλεκτρονική μορφή, δύο χιλιάδες τετρακόσια σαράντα δύο (2.442) έγγραφα, εάν οι χειρόγραφες σημειώσεις μου δεν με απατούν, τις οποίες τήρησα για τη σύνταξη της Διατάξεώς μας, χωρίς πλέον καμία επιφύλαξη εκ μέρους των, ότι εκκρεμούν και άλλα έγγραφα τα οποία θα μας απεστέλοντο εν καιρώ, δεδομένου, ότι τους είχα ήδη επισημάνει τα περιορισμένα χρονικά περιθώρια περαίωσης.

Επαναλαμβάνω, όπως ανέφερα και στις από 6.4.2016 εγγράφους εξηγήσεις μου, εκκρεμούσης ήδη της (διά του ιδίου εγγράφου υποβληθείσης) αιτήσεως εξαιρέσεως, ότι η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής, του κ. Α. Ελευθεριάνου, απευθυνομένη προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατόπιν της ανωτέρω παραγγελίας μας, υποστηρίχθηκε από τον κ. Ι. Αγγελή με το υπ΄αριθμ. ΕΚΔ 13.263β ΦΔΣ 4794/15 κατεπείγον έγγραφο του Τμήματος Εκδόσεων και Δικαστικών Συνδρομών, υπογεγραμμένο από τον κ. Ι. Αγγελή. Με το ανωτέρω έγγραφό του ο κ. Ι. Αγγελής ζητά από την EUROJUST στην Ολλανδία να μεσολαβήσει για την κατεπείγουσα και κατ΄απόλυτη προτεραιότητα ικανοποίηση του αιτήματος αυτού.

Με το ίδιο ως άνω έγγραφο προτείνει ο κ. Ι. Αγγελής, υπό την ιδιότητά του ως Εθνικού Ανταποκριτή της Ελλάδος στην EUROJUST, ο οποίος συνεπικουρεί το Εθνικό Μέλος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, τη διενέργεια, στο πλαίσιο της EUROJUST, μιας δεύτερης συντονιστικής συνάντησης σε συνέχεια αυτής της 4-9-2014, μεταξύ αρμοδίων Δικαστικών Αρχών Ελλάδας και Κύπρου. Περαιτέρω ζητήσαμε με το από 20-10-2015 υπ΄αύξ. Αριθμ. Πρωτ. 58260 έγγραφό μας, προς το Τμήμα Εκδόσεων και δικαστικών συνδρομών, την επίσπευση της η υπ΄αριθμ. 406/2-4-2015 αίτησης δικαστικής συνδρομής απευθυνομένης προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Επίκουρου Εισαγγελέα Διαφθοράς.

Κατόπιν των ανωτέρω απορρίπτονται οι ισχυρισμοί των κ. Ελ. Κλεόπα και Ελ. Ζαχαριάδου, Εισαγγελέων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ κατά τα λοιπά αναφέρομαι σε όσα έχω λεπτομερώς εκθέσει στις από 6.4.2016 εγγράφους εξηγήσεις μου προς την κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, εκκρεμούσης ήδη της με ίδια ημερομηνία και στο ίδιο έγγραφο υποβληθείσης αιτήσεως εξαιρέσεως.

Ως γνωστόν εις Υμάς, διά των από 6.4.2016 εγγράφου υπέβαλα και αίτησιν εξαιρέσεως της διενεργούσης την πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου, δι΄όσους λόγους αναφέρομαι σε αυτήν, εις τους οποίους και αύθις αναφέρομαι.

Ως καλώς γνωρίζετε, σύμφωνα με το άρ. 97 παρ. 5 Ν. 1756/1988 δεν μπορούν να μετάσχουν σε πειθαρχικό συμβούλιο ή δικαστήριο για την εκδίκαση ορισμένης πειθαρχικής υπόθεσης όσοι συνδέονται με ιδιαίτερη φιλία ή βρίσκονται σε οξεία αντίθεση με το διωκόμενο ή έχουν ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία τους.

Ο δικαστικός λειτουργός που κωλύεται κατά τα παραπάνω έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου 23 του κώδικα ποινικής δικονομίας, που εφαρμόζεται αναλόγως. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 23 παρ. 1 Κ.Π.Δ., όπως αυτή εφαρμόζεται κατά τη ρητή διάταξη του άρ. 97 παρ. 5 Ν. 1756/1988, κάθε δικαστικός λειτουργός που αναφέρεται στο άρθρο 14 οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το γνωστό σ’ αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 15, με σκοπό να του επιτραπεί η αποχή. Ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου και ο εισαγγελέας που είναι προϊστάμενος εισαγγελίας υποβάλλουν τη δήλωση αυτή στους νόμιμους αναπληρωτές τους, ενώ οι αντεισαγγελείς στον εισαγγελέα. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 Κ.Π.Δ. ο καθού η αίτηση εξαίρεσης, έχοντας δικαίωμα να πληροφορηθεί αμέσως το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν, έχει και την υποχρέωση μέσα σε 24 ώρες να εκφράσει γραπτά τις απόψεις του και ταυτόχρονα να απέχει από τα καθήκοντά του στην υπόθεση. Πρέπει όμως να ενεργήσει τις πράξεις που δεν μπορούν να αναβληθούν, αν δεν υπάρχει αυτός που έγκαιρα θα μπορούσε να τον αναπληρώσει σ’ αυτές τις πράξεις σύμφωνα με το νόμο, αλλιώς, τιμωρείται με πειθαρχική ποινή και πληρωμή όλων των ζημιών και εξόδων. Οι πράξεις του όμως αυτές είναι άκυρες, αν γίνει δεκτή η αίτηση εξαίρεσης για τους λόγους αποκλεισμού του άρθρου 14 Κ.Π.Δ.

Αυτός που έγκαιρα δύναται και επιβάλλεται να αναπληρώσει την κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου είναι είτε η αρχαιότερη Αντιπρόεδρος είτε ο εκ της Επιθεωρήσεως αρμόδιος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, με βεβαιότητα όμως όχι πρόσωπο με απευθείας ανάθεση της καθής η αίτηση εξαίρεσης κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου. Γνωρίζοντας τα ανωτέρω, Υμείς οφείλετε να επιστρέψετε την παραγγελία ως ανεκτέλεστη λόγω της ελλείψεως αρμοδιότητάς σας, η οποία καθιστά άκυρες όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που διενεργείτε ή θα διενεργήσετε κατά παράβαση του υπηρεσιακού Σας καθήκοντος. Γνωρίζετε άλλωστε, ότι εφόσον υπάρχει αυτός που έγκαιρα θα μπορούσε να αναπληρώσει σ’ αυτές τις πράξεις σύμφωνα με το νόμο την καθής η αίτηση εξαίρεσης κ. Πρόεδρου του Αρείου Πάγου, δεν εδικαιούτο αύτη να ενεργήσει οτιδήποτε, ούτε καν την απευθείας ανάθεση προς το πρόσωπόν Σας της συνέχισης της πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως, αλλά ώφειλε μέσα σε 24 ώρες να εκφράσει γραπτά τις απόψεις της και ταυτόχρονα να απέχει από τα καθήκοντά της στην υπόθεση. Ως εκ τούτου ουδεμία υποχρέωση έχω να Σας απαντήσω στο από 15-4-2016 και με αρ. Εμπ. Πρωτ. 25 έγγραφό Σας, είσθε αναρμόδια να ασκήσετε το αναληφθέν παρ΄Υμών καθήκον, οιαδήποτε σχετική ενέργειά Σας συνιστά παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος κατ΄ άρ. 259 Π.Κ., όπως ομοίως και η προς Υμάς παραγγελία – απευθείας ανάθεση της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου, και κατ΄επέκταση ουδεμία ισχύ ή έννομη συνέπεια παράγει η κλήση Σας να καταθέσω έγγραφες εξηγήσεις προς Υμάς, μηδέ και η παρ΄Υμών ταχθείσα προθεσμία έως την Παρασκευή 22-4-2016.

Περαιτέρω μου προξενεί εντύπωση, ότι κατά την επίδοση του από 15-4-2016 και με αρ. Εμπ. Πρωτ. 25 εγγράφου Σας, ενώ μου παραδώσατε την από 6.4.2016 «ένορκο δήλωση» των κ. Ελ. Κλεόπα και Ελ. Ζαχαριάδου, δεν μου παραδώσατε έγγραφο, που είχατε εις χείρας Σας και με αφορούσε, ήτοι την από 12 Απριλίου 2016 και με αρ. Εμπ. Πρωτ. 24 παραγγελία – απευθείας ανάθεση της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου προς Υμάς, στην οποία κρίνει, η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, την από 6.4.2016 αίτησή μου περί εξαιρέσεως του προσώπου της, και την απορρίπτει, η ιδία, κατά παράβαση του υπηρεσιακού της καθήκοντος, ως καταχρηστική, νόμω και ουσία αβάσιμη, δι΄όσους λόγους αναφέρεται σε αυτήν. Το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου πληροφορήθηκα την 19 Απριλίου 2016 από τον Τύπο (βλ. επισυναπτόμενο αντίγραφο εφημερίδος «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ» της 19.4.2016), διό και με την από 19 Απριλίου 2016 και με αρ. Εμπ. Πρωτ. 437 υπέβαλα το αίτημά μου να μου χορηγηθεί η παραγγελία που Σας χορηγήθηκε από την κ. Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Υμείς δε, την επομένη 20-4-2016, και αφού είχε λάβει γνώση το πανελλήνιο, τόσο του δελτίου τύπου, παρά της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου, όσο και του γεγονότος της παρά της ιδίας απορρίψεως της αιτήσεως εξαιρέσεως κατά του προσώπου της, μου κοινοποιήσατε την από 12 Απριλίου 2016 και με αρ. Εμπ. Πρωτ. 24 μη σύννομη παραγγελία – απευθείας ανάθεση, την οποίαν μη συννόμως εκτελείτε.

Κατόπιν των ανωτέρω, επιτρέψατέ μου να μην παράσχω τις αιτηθείσες εξηγήσεις, καθόσον

α) εκκρεμεί αίτησή μου περί εξαιρέσεως της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου από τη διενέργεια της πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως περί το πρόσωπόν μου και μέχρι να αποφανθεί επ΄αυτής το αρμόδιο όργανον δεν προβλέπεται η δυνατότητα συνέχισης και ολοκλήρωσης της εν λόγω προκαταρκτικής εξετάσεως. Πολλώ δε μάλλον δεν είναι δυνατή η απευθείας ανάθεση από το πρόσωπο του οποίου ζητείται η εξαίρεσις, της συνέχισης της ως άνω προκαταρκτικής εξετάσεως,

β) σε περίπτωση που η αίτησίς μου περί εξαιρέσεως γίνει δεκτή πρέπει να ορισθεί αρμοδίως ο νόμιμος αναπληρωτής της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου από το Δικαστικό όργανο που θα επιληφθεί να κρίνει την αίτησιν και όχι ο ορισμός να γίνει από την καθής η αίτησις εξαιρέσεως,

γ) στο πρόσωπο που θα ορισθεί κατά τα άνω αρμοδίως θα δώσω τις σχετικές εξηγήσεις, αφού ζητήσω και λάβω τη νόμιμη προθεσμία.

Εις πάσαν περίπτωσιν, επικουρικώς η παραγγελία που Σας έχει δοθεί, ως δήλωση αποχής εκ μέρους της κ. Προέδρου του Αρείου Πάγου, ουδόλως καθιστά Υμάς αρμοδία να Σας παράσχω εξηγήσεις μέχρι η δήλωσις αποχής να κριθεί από το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο, το οποίο θα ορίσει εν συνεχεία το νόμιμο αναπληρωτή, τέτοιος δε είναι κατά τη γνώμη μου μόνον η αρχαιότερη Αντιπρόεδρος, εναλλακτικώς δε ο κ. Προϊστάμενος της Επιθεώρησης των Δικαστηρίων. Σημειώνω ότι δεν είναι δυνατή η απευθείας ανάθεσις σε άλλο πρόσωπο, καθόσον αρμοδιότητα για διενέργεια και άσκηση πειθαρχικής δίωξης έχει μόνον η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και ο Προϊστάμενος της Επιθεώρησης των Δικαστηρίων. Οποιοσδήποτε άλλος αν ήθελε ορισθεί απευθείας, στερείται παντελώς σχετικής αρμοδιότητος. Μόνον η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, λόγω του αδιαιρέτου και ενιαίου της Εισαγγελικής Αρχής δύναται να αναθέτει την διενέργεια πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, πράγμα το οποίον όπως αναφέρθηκε δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωσιν.

Ρητώς επιφυλάσσομαι παντός εν γένει νομίμου δικαιώματός μου διά το νομότυπον της διενεργουμένης πειθαρχικής προκαταρκτικής εξετάσεως.

Αθήνα, την 21 Απριλίου 2016

Η ΑΙΤΟΥΣΑ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΤΣΑΤΑΝΗ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΕΦΕΤΩΝ».

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

spot_img

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ