Ένα τσουνάμι συνήθως προκαλείται ως συνέπεια ενός υποθαλάσσιου σεισμού, καθώς οι τεκτονικές πλάκες της Γης μετατοπίζονται.
Κατά τη διάρκεια του σεισμού, ο θαλάσσιος πυθμένας ανασηκώνεται μ’ ένα απότομο, βίαιο τράνταγμα, και αυτή η κίνηση σπρώχνει το νερό προς τα πάνω σε μια μεγάλη θαλάσσια περιοχή.
Ο όγκος του νερού που μετατοπίζεται σχηματίζει μια σειρά από κύματα μεγάλου μήκους – κύματα, δηλαδή, που οι κορυφές τους απέχουν πολύ μεταξύ τους.
Έξω, στην ανοιχτή θάλασσα, η ενέργεια του κάθε κύματος απλώνεται σε μήκος πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων, και γι’ αυτό το ύψος του δεν ξεπερνά το μισό περίπου μέτρο.
Η κίνησή του είναι τόσο ανεπαίσθητη, που δύσκολα γίνεται αντιληπτή από κάποιον που βρίσκεται πάνω σ’ ένα πλοίο.
Μ’ αυτή τη μορφή, το τσουνάμι μπορεί να ταξιδέψει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα, χωρίς να χάσει σχεδόν καθόλου από την ενέργειά του, καθώς η τριβή είναι μηδαμινή.
Πλησιάζοντας προς την ακτή, το τσουνάμι επιβραδύνει, καθώς το βάθος της θάλασσας μειώνεται.
Ταυτόχρονα, το μήκος του κύματος μικραίνει, πράγμα που σημαίνει ότι η ενέργειά του συμπυκνώνεται σε μια μικρότερη περιοχή.
Έτσι, το τσουνάμι αυξάνεται κατακόρυφα, συγκεντρώνοντας ολοένα και μεγαλύτερους όγκους νερού στη βάση του, και απορροφώντας το θαλάσσιο νερό που βρίσκεται μπροστά και πίσω από την κορυφή του κύματος.
Στην ανοιχτή θάλασσα, δε φαίνεται σχεδόν καθόλου ότι η στάθμη του νερού χαμηλώνει, στην ακτή όμως το αποτέλεσμα είναι ορατό: το νερό αποτραβιέται από την παραλία για ένα σύντομο διάστημα.
Το κύμα σπάει, όταν το ύψος του φτάνει το 1/7 του μήκους του. Ωστόσο, δε συμβαίνει πάντα να σπάει με δραματικό τρόπο, σχηματίζοντας πρώτα ένα υδάτινο τείχος.
Εκεί όπου ο πυθμένας ρηχαίνει αρκετά αργά, η θάλασσα, αντίθετα, συμπεριφέρεται σαν μια μεγάλη μπανιέρα που ξεχειλίζει.
ΠΗΓΗ: scienceillustrated.gr