Τη χτύπησε 12 φορές (!) με μια βαριοπούλα όταν του είπε ότι θέλει να χωρίσουν. Εμφανίστηκε ύστερα από 40 ημέρες στις Αρχές για να παραδοθεί. Οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη, η οποία αποφάσισε να του επιβάλει την ανώτερη ποινή που προβλέπει ο νόμος. Κυκλοφορεί όμως ελεύθερος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο. Μια απόφαση νομικά ορθή, η οποία όμως προκάλεσε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης σε μια εποχή που η ενδοοικογενειακή βία έχει έξαρση…
Του ΦΩΤΗ ΑΝΔΡΕΟΥ
Διχασμένη η κοινή γνώμη με την απόφαση μη εγκλεισμού (μέχρι το Εφετείο) 49χρονου υπόδικου για πράξη ακραίας ενδοοικογενειακής βίας!
Η «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» παρουσιάζει τα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία οι δικαστές αποφάσισαν ότι ένας 49χρονος που είχε στήσει «καρτέρι» στη σύζυγό του έξω από το σπίτι της στη Βούλα και τη χτύπησε μέσα στο αυτοκίνητό της, μπορεί μέχρι το Εφετείο να αναπνέει ελεύθερος, αρκεί να τηρεί όλους τους περιοριστικούς όρους που του έχουν επιβληθεί.
Πώς νιώθει όμως άραγε το θύμα; Δικαιωμένο; Είναι φοβισμένη; Κλονίστηκε η εμπιστοσύνη της προς τη Δικαιοσύνη; Της αρκεί η νομική ορθότητα της απόφασης; Πρέπει να τη δεχτεί; Ερωτήματα που προκύπτουν κάθε φορά που μια υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας (οι οποίες ολοένα και πληθαίνουν) φτάνει στην αίθουσα του δικαστηρίου, αλλά μόλις εκδοθεί η απόφαση το θύμα επιστρέφει στο σπίτι όπου κακοποιήθηκε γνωρίζοντας ότι ο δράστης κυκλοφορεί ελεύθερος.
Τα παιδιά
Οι περιγραφές για ό,τι συνέβη εκείνο το πρωινό του Μαΐου το 2016 έξω από το σπίτι του θύματος στη Βούλα δεν μπορούν να αποτυπώσουν την αγριότητα των στιγμών και ειδικότερα για τη γυναίκα που ξεκίνησε το πρωί να πάει στη δουλειά της και βρέθηκε αντιμέτωπη με μια βαριοπούλα να ανεβοκατεβαίνει στο κεφάλι και στο σώμα της.
Ο 49χρονος εν διαστάσει σύζυγος της μιλώντας στις Αρχές προσπάθησε να δώσει τη δική του εκδοχή για ό,τι συνέβη εκείνη την ημέρα μέσα στο αυτοκίνητο. Όπως ισχυρίστηκε εκείνος: «Δεν ήθελε να βλέπω τα παιδιά. Προσπαθούσα να την πείσω να τα δω, αλλά αρνιόταν… Εκείνη την ημέρα πήγα να δω τα παιδιά πριν πάνε στο σχολείο έστω και για λίγο έξω από το σπίτι. Ήμουν στο σπίτι μπροστά. Ήταν γύρω στις 08.15 το πρωί. Δεν τα πρόλαβα τα παιδιά, είχαν φύγει για το σχολείο. Τα παντζούρια του σπιτιού ήταν κλειστά, εγώ ετοιμάστηκα να μπω στο αυτοκίνητο και να φύγω, τότε βγήκε η πρώην σύζυγός μου και άρχισε να φωνάζει, να με σπρώχνει και μου έλεγε ότι ‘‘εγώ δεν έχω δουλειά με τα παιδιά…”.
Ό,τι μπορούσα έδινα για τα παιδιά. Ποτέ δεν την είχα χτυπήσει, ούτε τα παιδιά. Μπήκε στο αυτοκίνητό της να φύγει, μπήκα και εγώ στο δικό μου, στη συνέχεια αυτή βγήκε πάλι και άρχισε να φωνάζει, βγήκα και εγώ. Τα αυτοκίνητα μας ήταν δίπλα δίπλα. Άρχισα και εγώ να τη σπρώχνω. Στη συνέχεια πήγαμε στο αυτοκίνητό της να ηρεμήσει, να μιλήσουμε, να μην ακουγόμαστε».
Όπως ισχυρίστηκε ο 49χρονος, «μέσα στο αυτοκίνητό της μου είπε τον λόγο που θέλει να χωρίσουμε, ότι δηλαδή υπάρχει άλλο πρόσωπο και να πάω να υπογράψω στο δικαστήριο. Θόλωσα, τρελάθηκα, ήμουν σε ψυχική υπερδιέγερση, δηλαδή σε βρασμό ψυχικής οργής. Τη χτύπησα με το σφυρί που κρατούσα στο χέρι και το είχα πάρει μαζί μου όταν βγήκα από το αυτοκίνητό μου, ήθελα να την τρομάξω. Ήμουν θυμωμένος, χάλασε την οικογένειά μας, αυτή με προκαλούσε συνέχεια. Δεν ήθελα να της κάνω κακό. Δεν θυμάμαι ακριβώς πού τη χτύπησα, νομίζω στο κεφάλι και στα χέρια. Με χτύπησε και αυτή, παλέψαμε. Θυμάμαι τη χτύπησα δυο – τρεις φορές. Η γυναίκα μου καθόταν στη θέση του οδηγού. Το αυτοκίνητο κινιόταν, έπεσε πάνω σε κολονάκια, εγώ βγήκα και έφυγα τρέχοντας… Ήμουν σε σύγχυση, δεν καταλάβαινα τι έκανα. Δεν είχα πάρει και τα χάπια μου. Πάσχω από καταθλιπτική συνδρομή και λαμβάνω αντικαταθλιπτική αγωγή…».
Και κατέληξε: «Ζητώ συγγνώμη από την πρώην σύζυγό μου και τα παιδιά μου. Μου λείπουν τα παιδιά μου. Έχω ανάγκη την οικογένειά μου και με έχει ανάγκη. Δηλώνω ότι θα σεβαστώ κάθε περιοριστικό όρο και ζητώ να με αντιμετωπίσετε με επιείκεια, ακόμα και πιθανό όρο να μην ξαναπλησιάσω τη γυναίκα μου».
Εφιάλτης
Από την πλευρά της η γυναίκα, η οποία μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό» για να την περιθάλψουν οι γιατροί, περιέγραψε με όσο μεγαλύτερη σαφήνεια τον εφιάλτη που έζησε, παρά το γεγονός ότι με αυτόν τον τρόπο ξαναζούσε για άλλη μία φορά όσα επικίνδυνα συνέβησαν μέσα στο αυτοκίνητό της. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι όταν χρειάστηκε να δώσει μια συμπληρωματική κατάθεση στους αστυνομικούς, δεν μπορούσε να πάει στο τμήμα και πήγαν εκείνοι στο σπίτι της.
Σύμφωνα με τα όσα περιέγραψε στους αστυνομικούς η γυναίκα, ο πρώην σύζυγός της την αιφνιδίασε και την ανάγκασε να σταματήσει το αυτοκίνητο. Μπήκε μέσα, κάθισε στη θέση του συνοδηγού και τη ρώτησε ‘‘πες μου ποιος είναι ο γκόμενός σου, Έλληνας ή Αλβανός, γι’ αυτό με έχεις χωρίσει;”. «Του είπα “κατέβα από το αυτοκίνητο γιατί θα αργήσω”. Μου είπε ‘‘κάτσε να σου δώσω κάτι” και κάτω από το μπουφάν του είχε κρυμμένη μια βαριοπούλα και άρχισε να με χτυπά κατευθείαν στο κεφάλι. Με χτύπησε αρκετές φορές, πάνω από 12, πάνω στο κεφάλι και μία φορά στο στήθος. Αργότερα δεν ξέρω πώς βρέθηκα στη θέση του συνοδηγού… Λίγες ημέρες μετά με απείλησε ξανά παρουσία μιας φίλης μου, καθώς και την ίδια. Φοβάμαι για τα παιδιά μου, μην τους κάνει κακό. Ξεκίνησε με δεδομένο πιστεύω να με σκοτώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Αδυνατώ να βγω από το σπίτι μου, δεν έχω όρεξη για τίποτα, έχω χάσει επτά κιλά, ζαλίζομαι συνεχώς, έχω έντονο άγχος, μεγάλους φόβους, δεν κοιμάμαι καθόλου και στον λίγο χρόνο που κοιμάμαι βλέπω εφιάλτες. Είμαι πεπεισμένη ότι ο εν διαστάσει σύζυγός μου ήθελε να με σκοτώσει και φοβάμαι για έμενα αλλά και για τα ανήλικα παιδιά μου. Οι γιατροί με διαβεβαίωσαν ότι τα χτυπήματα μπορούσαν να με οδηγήσουν σε κώμα και νοσηλεία σε ΜΕΘ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως διαπιστώθηκε από τους γιατρούς, είμαι σε οξύ μετατραυματικό επεισόδιο».
Περιγραφές
Οι περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων δείχνουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι «πάγωσαν» με όσα είδαν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια τους. «Ο άνδρας που καθόταν στη θέση του οδηγού άφησε κάτω μια βαριοπούλα και κινούμενος μπροστά από το αυτοκίνητο ήρθε στην πλευρά του συνοδηγού που ήμουν εγώ κρατώντας στο χέρι μια νάιλον μπλε σακούλα που προεξείχε το στέλεχος ενός κατσαβιδιού. Φοβούμενος εγώ για τη δική μου σωματική ακεραιότητα τού άρπαξα το χέρι και του πήρα το κατσαβίδι», είχε περιγράψει ένας κάτοικος της περιοχής. «Ο άνδρας απομακρύνθηκε διασχίζοντας την παραλιακή. Την ίδια ώρα από την πλευρά του οδηγού ξεπρόβαλε μια γυναίκα αιμόφυρτη, με αίματα στο κεφάλι. Ζητούσε βοήθεια λέγοντας επανειλημμένως ‘‘με χτύπησε στο κεφάλι, θα πεθάνω…’’» συμπλήρωσε μια γυναίκα που είδε όλο το τρομακτικό σκηνικό.
«Εύχεται να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω»
Οι συνήγοροι υπεράσπισης του 49χρονου, ποινικολόγοι Γιάννης Γλύκας και Κωνσταντίνα Πετροπούλου, μετά την απόφαση του δικαστηρίου διαχώρισαν τη θέση τους ως άνθρωποι και εξήγησαν τη νομική διάσταση της υπόθεσης. Μιλώντας στην «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» είπαν ότι «ο πελάτης μας δεν αρνείται την παραμικρή διάσταση της αποδιδόμενης κατηγορίας. Προφανώς είναι μια πράξη καταδικαστέα, την οποία έχει ομολογήσει από την πρώτη στιγμή, και δηλώνει μετανιωμένος από την πρώτη στιγμή. Εύχεται να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Ουδέποτε όμως είχε σκοπό να θανατώσει τη σύζυγο του με την οποία έχει ζήσει την μισή του ζωή και είναι η μητέρα των παιδιών του. Το μόνο που ήθελε είναι να είναι κοντά στα παιδιά του που τόσο αγαπά. Τήρησε τους περιοριστικούς όρους που είχαν επιβληθεί, ευλαβικά, για 6,5 χρόνια. Η πράξη προκαλεί και κανείς δεν υιοθετεί κάτι τέτοιο. Από την πράξη του και μετά έχει δείξει κάποια δείγματα γραφής, πολύ θετικά. Δεν ξαναενόχλησε, δεν ξαναπλησίασε τη σύζυγό του, κάνει ό,τι μπορεί για την οικογένειά του, είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει δώσει άλλα δικαιώματα, είναι φιλήσυχος και κάνει ό,τι μπορεί για να βελτιώσει την εικόνα του και την υγεία του. Μέχρι το επίδικο συμβάν ουδέποτε είχε απασχολήσει τις διωκτικές αρχές για το παραμικρό και έχει λευκό ποινικό μητρώο. Με βάση τον νόμο που ισχύει, το δικαστήριο του επέβαλε τη μεγαλύτερη δυνατή ποινή, τα οκτώ χρόνια. Αν κάτι τέτοιο γινόταν σήμερα θα μπορούσαν να του επιβληθούν έως και 15 χρόνια. Βέβαια δεν σημαίνει ότι όποιος είναι προσωρινά ελεύθερος, δεν μπορεί στο Εφετείο να πάει φυλακή».
Οι συνήγοροι υπεράσπισης του 49χρονου, ποινικολόγοι Γιάννης Γλύκας και Κωνσταντίνα Πετροπούλου.
«Να αρχίσουν να μιλούν τα θύματα»
Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος σε δηλώσεις του για το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας ανέφερε ότι «από την 1η Ιανουαρίου η Ελληνική Αστυνομία στα έξι Γραφεία Ενδοοικογενειακής Βίας έχει αντιμετωπίσει 2.000 περιστατικά και συνολικά η Ελληνική Αστυνομία έχει αντιμετωπίσει 6.000 περιπτώσεις.
Το προσωπικό στα γραφεία είναι 180 εκπαιδευμένα στελέχη. Το 50% είναι γυναίκες και στα δέκα από τα δώδεκα γραφεία επικεφαλής θα είναι γυναίκες. Μας ενδιαφέρει να υπάρχει ένα περιβάλλον ανθρώπινο, να δίνει τη δυνατότητα στη γυναίκα να απευθυνθεί στην Αστυνομία, να στηριχθεί, να βρει τη δύναμη να προχωρήσει, όπως πρέπει στη ζωή της. Καλούμε τις γυναίκες, γιατί συνήθως οι γυναίκες είναι τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας, να μιλήσουν. Να απευθύνονται εγκαίρως στην Αστυνομία και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση που διαθέτει κοινωνικές δομές και στον πενταψήφιο αριθμό της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των δύο φύλων, το 15900».