Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Βασίλης Ντινόπουλος: Ο «μπάκακας» που λάτρευαν οι φίλοι του

Ακόμα και το κλισέ που αναφέρει ότι «όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος» μοιάζει φτωχό για να αποτυπώσει το άσχημο παιχνίδι που έπαιξε η μοίρα στον Αργύρη Ντινόπουλο.

Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


Βούρκωσαν και τα social media από τα αποχαιρετιστήρια μηνύματα στον 33χρονο Βασίλη, γιο του πρώην υπουργού και δημάρχου Αργύρη Ντινόπουλου


Ο άλλοτε δημοσιογράφος, πρώην βουλευτής, υπουργός και δήμαρχος Βριλησσίων πάσχιζε τα τελευταία χρόνια να επανέλθει στο προσκήνιο. Να επιστρέψει στην επικαιρότητα και στην πολιτική σκηνή. Ο δρόμος για τα πρωτοσέλιδα, όμως, άνοιξε διάπλατα με τον χειρότερο τρόπο για τον Ντινόπουλο. Λες κι ένα σατανικό μυαλό θέλησε να του προσφέρει αυτά τα λεπτά δημοσιότητας που επιζητούσε και μέσα από πληρωμένες εκπομπές σε τοπικά κανάλια με το ακριβό αντίτιμο. Του στέρησε τον γιο του. Τον Βασίλη. Τον βρήκε νεκρό ο ίδιος ο πατέρας του, όταν ανησύχησε επειδή δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά του και πήγε στην οδό Μπουμπουλίνας, στα Εξάρχεια. Εκεί όπου έμενε το παλικάρι, το οποίο έφυγε από τη ζωή πριν καλά καλά κλείσει τα 33 χρόνια του.

Στις 11 Οκτωβρίου 1989 γεννήθηκε ο Βασίλειος – Σπυρίδων, όπως βαπτίστηκε. Εκείνα τα χρόνια ο πατέρας του αποτελούσε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες μορφές των ελληνικών ΜΜΕ. Έγινε, μάλιστα, ακόμα πιο γνωστός χάρη στην ιδιωτική τηλεόραση. Μέχρι που έφτασε στη Βουλή με τη Νέα Δημοκρατία.

Ο «Μπιλάκος», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, όμως, ήταν εντελώς διαφορετικός από τον Αργύρη. Αντισυμβατικός. Με τεράστια αγάπη για το παρκούρ. Είχαν γίνει και αφιερώματα στα κατορθώματά του.

Αγκάλιαζε καθημερινά τον κίνδυνο ο Βασίλης. Από τα 14 αφιέρωνε ατελείωτες ώρες στον έρωτά του. Ίσως γι’ αυτό και του άρεσε τόσο το τραγούδι «εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο, κι ούτε έχω μάθει γράμματα πολλά».

Το παρκούρ ανταγωνίστηκε μόνο η καποέιρα. Η βραζιλιάνικη πολεμική τέχνη, που δημιουργήθηκε μέσα από τον χορό των ιθαγενών του Αμαζονίου.

Αλλά παρά τα λίγα… βάρβαρα, για πολλούς, ενδιαφέροντά του, ο Βασίλης Ντινόπουλος είχε μια έμφυτη ευγένεια. Ίσως γι’ αυτό κι έκανε εύκολα φίλους. Αδελφικούς, όπως ο Αλέξανδρος. Κι ας μην άνοιγε, ειδικά τα τελευταία χρόνια, πλήρως την πόρτα της καρδιάς του. Όταν το έκανε, όμως, όλοι γνώριζαν έναν ταλαντούχο άνθρωπο. Ένα νέο παιδί με ανησυχίες, προβληματισμούς για το σήμερα, αλλά και αγωνίες για το μέλλον.

Από μικρός, πάντως, ο Βασίλης έμαθε να ζει με τον διαβήτη. Αυτός ο δαίμονας, άλλωστε, του έκοψε το νήμα της ζωής τόσο νωρίς. Πριν καλά καλά γράψει την ιστορία του στην τέχνη που αγάπησε και αφιερώθηκε όταν αποφάσισε ότι πέρασε ο χρόνος που μπορούσε να ζει επικινδύνως.

Από το 2009 έως το 2013 σπούδασε κινηματογράφο στο UCA στην Αγγλία. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισε να συμμετέχει σε διάφορα εγχειρήματα. Άλλοτε ως σεναριογράφος, πότε ως διευθυντής παραγωγής. Το προφίλ του στο Facebook έχει περίπου 20 αναφορές σε εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκε. Μπορούσε να τον βρει κάποιος σε ένα μουσικό βίντεο, στο οποίο μπορεί και να εργαζόταν αφιλοκερδώς. Κάποιος άλλος εντόπιζε το αποτύπωμα του Βασίλη σε ένα διαφημιστικό. Έπρεπε, άλλωστε, να βγάλει τα έξοδα της καθημερινότητάς του.

Ήθελε να είναι ανεξάρτητος ο Βασίλης. Κι ας τον είχε βάλει ο διαβήτης σε ένα πρόγραμμα, που ίσως και να έμοιαζε με σκλαβιά. Ίσως γι’ αυτό να βιάστηκε ο 33χρονος να αποδράσει από τους περιορισμούς που του επέβαλλε αυτή η ύπουλη ασθένεια. Έφυγε, άλλωστε, με τα φάρμακα ακριβώς δίπλα του. Ένδειξη ότι ίσως κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και θέλησε να προλάβει το κακό. Χωρίς, όμως, να τα καταφέρει.

Η είδηση ότι έφυγε από τη ζωή ο Βασίλης Ντινόπουλος έγινε βασικό θέμα σε όλα τα ελληνικά ΜΜΕ. Όχι, όμως, μόνο από τη βαρύτητα που είχε το επίθετο του παλικαριού. Είχε προλάβει και ο ίδιος να αφήσει το στίγμα του σε αυτόν τον κόσμο.

Το αποτύπωσε με τον καλύτερο τρόπο ο Αλέξανδρος. Ήταν εκείνος που είχε συγκινήσει πριν από λίγο καιρό τον Βασίλη. Ήταν ο ίδιος που ένιωσε τα μάτια του να πλημμυρίζουν από τα δάκρυα όπως φουσκώνει ένα ποτάμι από την καταιγίδα. Για εκείνον, άλλωστε, ο «μπάκακας» ήταν ένας αδελφικός φίλος. Ήταν οικογένεια. Έτσι, όμως, ένιωθαν τον 33χρονο και όσοι είχαν συχνή επαφή μαζί του. Διότι ο Βασίλης είχε μια αγκαλιά για όποιον τον έπειθε ότι άξιζε να του ανοίξει την πόρτα της καρδιάς του.

«Βασίλη… αδελφέ μου…

‘‘Μπάκακά’’ μου, μόνο εσύ ήξερες τι σημαίνει αυτό και μόνο εσύ καταλαβαίνεις… και τώρα που θα το διαβάζεις ελπίζω να γελάς όπως γελούσαμε μαζί. Έχω τόσα να πω, μα το μυαλό παίζει παιχνίδια, μα τα μάτια μου θολώνουν από τα δάκρυα και δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται γύρω μου… τα έχω χαμένα. Ήλπιζα ότι όλα ήταν ένα κακόγουστο αστείο… ήλπιζα. Σε αγαπώ, αδελφέ μου… καλό σου ταξίδι…», έγραψε ο Αλέξανδρος και τα λόγια του συγκλόνισαν όσους τα διάβασαν. Αλλά κι εκείνος γνωρίζει μέσα του ότι ο Βασίλης θα βρει τον τρόπο να απολαύσει κι αυτό το ταξίδι. Τι το έμαθε το ρημάδι το παρκούρ; Όπως, άλλωστε, λέει και ο λαός, πρώτα βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου και μετά το χούι. Άρα θα βρει τρόπο ο «μπάκακας» να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί στο διάβα του κι αν αντιμετωπίσει και κάποιον κινούμενο κίνδυνο, ίσως φανεί χρήσιμη και η καποέιρα…

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΠΑΜ» που κυκλοφορεί

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πάτρα – Oι 173 κλήσεις πριν και μετά τον θάνατο της Ίριδας και τη νοσηλεία της Τζωρτζίνας (βίντεο)

Πάτρα: Αστείο εξώδικο Πισπιρίγκου για κινητά και μνήματα στον Δασκαλάκη (βίντεο)

ΣΧΕΤΙΚΑ

eXclusive

eTop

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ