Με άρθρο στην προσωπική του ιστοσελίδα ο κ. Βενιζέλος καταθέτει την άποψή του σε ότι αφορά το νομικό σκέλος και όχι το πολιτικό και υπογραμμίζει τα κρίσιμα σημεία της υπόθεσης επισημαίνοντας κάθε φορά τι έχει γίνει δεκτό από το αναιρετικό βούλευμα του ΑΠ και τι περιλαμβάνεται στην εισαγγελική πρόταση:
1. Η «εγκληματική πράξη» συνίσταται στον τελικό προσδιορισμό, το Νοέμβριο του 2010, από την ΕΛΣΤΑΤ, του δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009 στο ύψος του 15,4% του ΑΕΠ και εν τελεί (λόγω του προς τα κάτω επαναπροσδιορισμού του ΑΕΠ) στο ύψος του 15,8 %, αντί του μόλις προηγούμενου προσδιορισμού του Απριλίου του 2010 στο ύψος του 13,6 %. Η ελληνική δικαιοσύνη θεωρεί, εμμέσως πλην σαφώς, ότι ως προς το 13,6 % του ΑΕΠ δεν τίθεται κανένα απολύτως θέμα!
Το δυσθεώρητο όμως 13,6 % δεν είχε ούτως ή άλλως καμία σχέση ούτε με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2009 που ψηφίστηκε στα τέλη του 2008, ούτε με τις σταδιακές αναπροσαρμογές των επισήμων εκτιμήσεων της κυβέρνησης της περιόδου 2007-2009, με βάση τις οποίες διεξήχθησαν οι εκλογές του 2009.
Με διαπιστωμένο όμως δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 στο επίπεδο του 13,6 % του ΑΕΠ – που γνωστοποιήθηκε στην Eurostat, όπως είπαμε, τον Απρίλιο του 2010, πριν δηλαδή συγκροτηθεί η ΕΛΣΤΑΤ ως ανεξάρτητη αρχή και πριν φυσικά αναλάβει ως πρόεδρος της ο κ. Γεωργίου – εντάχθηκε η χώρα, με νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή των Ελλήνων, στο αρχικό μνημόνιο του Μαΐου 2010. Είχε άλλωστε βρεθεί ήδη εκτός αγορών και ήταν ένα μόλις βήμα πριν την ασύντακτη χρεοκοπία.
2. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στο βούλευμα του 1149/2015 που αναιρέθηκε είχε κρίνει ότι η απολογιστική καταγραφή του δημοσιονομικού ελλείμματος από την εθνική στατιστική αρχή δεν συνιστά «περιστατικό» ( γεγονός ) με την έννοια που έχει ο όρος στο άρθρο 242 του ΠΚ, αλλά αξιολογική κρίση, οπότε δεν συγκροτείται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης που πρέπει να αφορά περιστατικό. Προφανώς πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ του δημοσιονομικού ελλείμματος καθεαυτό και της εκ των υστέρων στατιστικής καταγραφής του. Η εισαγγελική πρόταση και τελικά η απόφαση του Συμβουλίου του ΑΠ είναι ότι η απολογιστική καταγραφή του δημοσιονομικού ελλείμματος από την ΕΛΣΤΑΤ συνιστά βεβαίωση περί περιστατικού και όχι αξιολογική κρίση. Ο τρόπος όμως υπολογισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος ή πλεονάσματος καθορίζεται νομικά στο σχετικό Κανονισμό της ΕΕ ( ESA 95) ώστε να ισχύει ενιαία και ομοιόμορφα σε όλες τις χώρες -μέλη.
3. Συνεπώς ο πρόεδρος και οι δυο αρμόδιοι διευθυντές της ΕΛΣΤΑΤ κατηγορούνται ουσιαστικά για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ευρωπαϊκού ενωσιακού (κοινοτικού) δικαίου και κυρίως του Κανονισμού της ΕΕ (ESA 95 ) που ρυθμίζει τον τρόπο υπολογισμού του ελλείμματος. Άρα το ζήτημα δεν είναι η διαφορά μεταξύ του ελλείμματος ως γεγονότος και της στατιστικής καταγραφής του ελλείμματος ως (ορθής ή εσφαλμένης) εφαρμογής μιας επιστημονικής μεθόδου κατά τους κανόνες της στατιστικής επιστήμης, αλλά η νομικά ορθή ή εσφαλμένη εφαρμογή του παραγώγου δικαίου της ΕΕ και κυρίως του Κανονισμού 2223/1996, όπως ισχύει, στον οποίο έχει ενσωματωθεί το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Λογαριασμών 1995 ( ESA 95 ), από την εθνική στατιστική αρχή ενός κράτους – μέλους.
4. Η Εισαγγελική πρόταση θεωρεί, πιο συγκεκριμένα, ότι ο πρόεδρος και τα υπηρεσιακά στελέχη της ΕΛΣΤΑΤ εφάρμοσαν εσφαλμένα τον ενωσιακό Κανονισμό και ότι αυτό το έκαναν με δόλο, δηλαδή με σκοπό να προκαλέσουν οικονομική βλάβη στο δημόσιο. Η εσφαλμένη εφαρμογή του κοινοτικού Κανονισμού αφορά, κατά την εισαγγελική πρόταση, τρία σημεία. Πρώτον, την ένταξη 17 επιπλέον φορέων ( όπως ο ΟΣΕ ) στη γενική κυβέρνηση με κριτήριο τα οικονομικά τους αποτελέσματα και το ύψος των κρατικών επιχειρήσεων προς αυτούς. Δεύτερον, τη συμπερίληψη στο χρέος- και σε ετήσια βάση των επιπτώσεων τους στο έλλειμμα- παλιότερων συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίων ( swaps ). Τρίτον, τον εσφαλμένο υπολογισμό του ύψους των χρεών των νοσοκομείων στην ονομαστική τους αξία χωρίς να αφαιρεθούν οι εκπτώσεις που πέτυχε το δημόσιο όταν εξόφλησε τις οφειλές του αυτές με ομόλογα.
5. Όμως όλα αυτά αφορούν, όπως τονίστηκε ήδη, την εφαρμογή ενός ενωσιακού Κανονισμού που πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη – μέλη. Ενός ενωσιακού Κανονισμού με δύσκολο και πολύπλοκο τεχνικό περιεχόμενο, που είναι όμως τμήμα της έννομης τάξης της ΕΕ. Τα δικαστήρια των κρατών – μελών δεν μπορεί να επικαλεστούν τη θεωρία της σαφούς πράξεως (acte clair) για ένα τέτοιο Κανονισμό και άρα να κρίνουν μόνα τους, χωρίς προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) που είναι ο θεματοφύλακας της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου σε όλες τις χώρες – μέλη.
Εφόσον λοιπόν το κρίσιμο ζήτημα για τόσο βαριές ποινικές κατηγορίες είναι η ερμηνεία και εφαρμογή κανόνων του ενωσιακού ( κοινοτικού ) δικαίου, είναι υποχρεωτική για τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών – μελών όπως ο ΑΠ ( και δυνητική για όλα τα άλλα εθνικά δικαστήρια) η αποστολή σχετικού προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφού αποφανθεί το ΔΕΕ για το ποια είναι η ορθή ερμηνεία του σχετικού Κανονισμού και άρα του ESA 95, θα αποκτήσει πρακτικό νόημα το ερώτημα αν μια τυχόν διαφορετική ερμηνεία που ακολούθησε μια εθνική στατιστική αρχή μπορεί να συνιστά ποινικά κολάσιμη ψευδή βεβαίωση περί γεγονότος. Μπορεί στο μεταξύ, πολύ απλά, να έχει προκύψει, από την απόφαση του ΔΕΕ ότι η ΕΛΣΤΑΤ εφάρμοσε τον ενωσιακό Κανονισμό ορθά και ομοιόμορφα.
Στο μεταξύ η εισαγγελική πρόταση δεν επικαλείται ούτε την επίσημη τοποθέτηση της Eurostat ως προς τα τρία κονδύλια που η εισαγγελική αρχή θεωρεί ότι κακώς περιλήφθηκαν στο δημοσιονομικό έλλειμμα, ούτε ad hoc νομολογία του ΔΕΕ σχετική επακριβώς με τα τρία παραπάνω κονδύλια, ούτε συγκριτικά στοιχεία από τον τρόπο με τον οποίο όμοια ζητήματα αντιμετωπίσθηκαν από τις εθνικές στατιστικές αρχές και την Eurostat κατά τον προσδιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος των 27 άλλων κρατών – μελών.
6. Ως προς το κομβικό αυτό θέμα η εισαγγελική πρόταση επικαλείται την 2497/2013 απόφαση του Δ´ τμήματος του ΣτΕ με την οποία ακυρώθηκε το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης όπως επικαιροποιήθηκε από την ΕΛΣΤΑΤ τον Μάιο του 2012, κατά το μέρος που περιελήφθη σε αυτό ο Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΟΜΜΑ). Το ΣτΕ ακύρωσε την συμπερίληψη του ΟΜΜΑ στο μητρώο, χωρίς να απευθύνει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, με το σκεπτικό ότι το ελληνικό δημόσιο, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία που διέπει τον ΟΜΜΑ, δεν διορίζει (αυτό πλέον έχει τροποποιηθεί) την πλειοψηφία των μελών του ΔΣ γιατί είναι υποχρεωμένο να δεχθεί για τα μισά μέλη την δεσμευτική πρόταση του Συλλόγου Φίλων της Μουσικής και άρα το δημόσιο δεν ασκεί τον διοικητικό έλεγχο του οργανισμού. Αυτό το ειδικό στοιχείο – που αφορούσε το 2012 τον ΟΜΜΑ – δεν το έλαβε υπόψη της ούτε η ΕΛΣΤΑΤ ούτε η Eurostat που συμφώνησε με τον τρόπο κατάρτισης του μητρώου. Εφόσον για την ακυρωτική δίκη στο ΣτΕ το κρίσιμο ζήτημα ήταν η ιδιομορφία του διοικητικού καθεστώτος του ΟΜΜΑ σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και όχι η οικονομική διαχείριση του οργανισμού σε σχέση με τις επιχορηγήσεις που λαμβάνει από το ελληνικό δημόσιο σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, μπορεί πράγματι να ειπωθεί ότι δεν συνέτρεχε λόγος προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ.
Το κρίσιμο ζήτημα στη δίκη ενώπιον του ΣτΕ ήταν ο τρόπος που διοικείται ο ΟΜΜΑ και όχι το πώς υπολογίζεται το αποτέλεσμα της ετήσιας οικονομικής του διαχείρισης και το ποιες είναι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις του οικονομικού αυτού αποτελέσματος. Δεν επιτρέπεται συνεπώς η συναγωγή από αυτήν την απόφαση του ΣτΕ για το ιδιαίτερο τρόπο συγκρότησης του ΔΣ του ΟΜΜΑ κάποιου γενικότερου συμπεράσματος ως προς την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ για την ερμηνεία του κοινοτικού Κανονισμού ESA 95 καθ´ εαυτόν.
Τίθεται επιπλέον το ερώτημα, η θέση της ΕΛΣΤΑΤ ότι ο ΟΜΜΑ τελεί υπό τον έλεγχο του δημοσίου επειδή τα μέλη του ΔΣ διορίζονται με υπουργική απόφαση και άρα η διοικητική πράξη περί υπαγωγής του ΟΜΜΑ στο μητρώο φορέων της γενικής κυβέρνησης που ακυρώθηκε λόγω άλλης νομικής ερμηνείας των σχετικών διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί ΟΜΜΑ από το ΣτΕ, συνιστά ψεύδη βεβαίωση περί περιστατικού ή απλώς διαφορετική ( έστω εσφαλμένη ) ερμηνεία; Κάθε διοικητική πράξη που ακυρώνεται και κάθε δικαστική απόφαση που εξαφανίζεται μετά από έφεση ή αναιρείται συνιστά ψευδή βεβαίωση; Και πόση ήταν άραγε η συμβολή του ΟΜΜΑ στο έλλειμμα του 2009 και στη βλάβη των 210 δις που φέρεται να έχει υποστεί το ελληνικό δημόσιο; Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι το δημόσιο στο μεταξύ έθεσε, με νόμο που εισηγήθηκε η σημερινή κυβέρνηση, υπό τον πλήρη έλεγχο του τον ΟΜΜΑ μειώνοντας δραστικά το ρόλο του Συλλόγου Φίλων της Μουσικής στη συγκρότηση του ΔΣ !
7. Αλλά ας επανέλθουμε στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, αφήνοντας, για τις ανάγκες της συζήτησης, προς το παρόν κατά μέρος την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ. Εφόσον λοιπόν το κρίσιμο ζήτημα υποτίθεται ότι είναι η απολογιστική καταγραφή δημοσιονομικού ελλείμματος του 2009 μεγαλύτερου κατά 1,8 % του ΑΕΠ (15,4- 13,6= 1,8) από την μόλις προηγούμενη, δικαστικά αναμφισβήτητη, καταγραφή με βάση την οποία η χώρα είχε ήδη ενταχθεί στο πρώτο μνημόνιο, πρέπει, προκειμένου να πληρούται η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της ψεύδους βεβαίωσης σε βάρος του δημοσίου σε βαθμό κακουργήματος «με την ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση της ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας του αντικειμένου του εγκλήματος» που επισύρει ποινή ισόβιας κάθειρξης, να προσδιορίζεται η βλάβη του δημοσίου με υπολογισμούς που αφορούν κάτι πέραν της ένταξης στο πρώτο μνημόνιο και της σύναψης του πρώτου δανείου από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ.
Η βλάβη λοιπόν του δημοσίου προσδιορίζεται από την εισαγγελική πρόταση στα 210 δις ευρώ, δηλαδή σε ένα επίπεδο που υπερβαίνει το συνολικό ύψος του δεύτερου μνημονίου, δηλαδή του δεύτερου δανείου από το EFSF και το ΔΝΤ. Ο προσδιορισμός αυτός γίνεται με επίκληση μιας κυρίως μαρτυρικής κατάθεσης πρώην υπαλλήλου της ΕΛΣΤΑΤ, χωρίς να γίνεται επίκληση της εκτίμησης ούτε του ΓΛΚ και της ΤτΕ, ούτε των αρμόδιων ευρωπαϊκών ( Επιτροπή, ΕΚΤ, Eurostat ) και διεθνών (ΔΝΤ) θεσμών. Άλλωστε οι ευρωπαίοι εταίροι που εκφράζονται στο Eurogroup και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπολαμβάνονται ως πιθανοί συμμέτοχοι των εγκληματικών πράξεων του προέδρου και των αρμοδίων στελεχών της ΕΛΣΤΑΤ. Αυτό προκύπτει από νέες προκαταρκτικές εξετάσεις που παραγγέλλονται. Άλλωστε πρακτικά η σκόπιμη βλάβη των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου δεν θα μπορούσε να συντελεστεί χωρίς τους δανειστές. Χωρίς, δηλαδή, το EFSF και το ΔΝΤ που χορήγησαν το δάνειο του δεύτερου μνημονίου και τώρα πλέον το δάνειο του τρίτου μνημονίου που χορήγησε ο ESM ως μετεξέλιξη του EFSF. Δάνειο που πάντως η ελληνική κυβέρνηση αναμένει να συμπληρωθεί με τη συμμετοχή και του ΔΝΤ ως δανειστή στο τρίτο πρόγραμμα.
8. Παρότι μάλιστα η εισαγγελική αναίρεση ασκήθηκε στις 14.9.2015 και το Συμβούλιο του ΑΠ διασκέφθηκε και αποφάσισε στις 3.12.2015, τα ελληνικά δικαστικά όργανα δεν προβληματίστηκαν από το γεγονός ότι ήδη στις 12.7.2015 η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει στο τρίτο μνημόνιο και στη λήψη νέου δανείου 85 δις ευρώ, ούτε από το γεγονός ότι αυτή η συμφωνία εγκρίθηκε τον Αύγουστο του 2015 με νόμο ψηφισμένο από τη Βουλή των Ελλήνων. Η σκέψη ότι η σύναψη του τρίτου δανείου αποδεικνύει ότι το δεύτερο όταν συμφωνήθηκε ήταν απολύτως αναγκαίο, εντέλει δε αποδείχθηκε και ανεπαρκές μετά τη βλάβη που προκάλεσαν οι κυβερνητικοί χειρισμοί της περιόδου Ιανουαρίου – Ιουλίου 2015, δεν περιλαμβάνεται ούτε στην εισαγγελική πρόταση ούτε στο βούλευμα του ΑΠ που περιορίζεται όμως στην αποδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως προς την έννοια του «περιστατικού» κατά το άρθρο 242 ΠΚ .
9. Άρα ο πρόεδρος και δυο διευθυντές της ΕΛΣΤΑΤ κατηγορούνται ότι προξένησαν τεράστια βλάβη 210 δις ευρώ στο δημόσιο κυρίως επειδή αυτό δανείστηκε και υποχρεούται να καταβάλει μέχρι το 2059 τα σχετικά τοκοχρεολύσια. Το γεγονός ότι το δάνειο ( το δεύτερο και τώρα πλέον και το τρίτο ) ήταν αυταπόδεικτα αναγκαίο και διατέθηκε για την κάλυψη ζωτικών χρηματοδοτικών αναγκών του δημοσίου (εξυπηρέτηση χρέους και κάλυψη ελλειμμάτων ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία του κράτους) καθώς και το γεγονός ότι το δάνειο αυτό συνήφθη με εξαιρετικά επωφελείς όρους, εντυπωσιακά ευνοϊκότερους από αυτούς της διεθνούς αγοράς με αποτέλεσμα να επέρχεται έτσι δραστική μείωση του δημόσιου χρέους σε παρούσα αξία, είναι ζητήματα που δεν απασχόλησαν έως σήμερα τη δικαιοσύνη.
10. Όλα τα παραπάνω αφορούν την αντικειμενική υπόσταση του βαρύτατου εγκλήματος που φέρεται να έχει τελεσθεί. Για να υπάρχει όμως ένα τέτοιο έγκλημα απαιτείται να πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται δόλος των φερόμενων ως δραστών. Πρέπει συνεπώς ο πρόεδρος και οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ΕΛΣΤΑΤ να είχαν εγκληματικό σκοπό κατά συναυτουργία, να απέβλεπαν στην πρόκληση μιας τεράστιας βλάβης, 210 δις ευρώ, σε βάρος του ελληνικού δημοσίου. Να είχαν ως σκοπό να οδηγήσουν στην επιβάρυνση του δημοσίου με τα χρεολύσια και τους τόκους ενός περιττού και βλαπτικού δανείου. Ενός δανείου που δεν χρειαζόταν το δημόσιο και άρα θα έπρεπε να βρίσκεται στο θησαυροφυλάκιο του αδρανές. Εκτός και αν κάποιοι άλλοι εγκληματίες το υπεξαίρεσαν στο μεταξύ. Η σκέψη ότι σκοπός του προέδρου και των αρμοδίων υπηρεσιακών στελεχών της ΕΛΣΤΑΤ ήταν η εμπέδωση της αξιοπιστίας των ελληνικών στατιστικών στοιχείων, δεν βρήκε θέση στην έκθεση αναίρεσης και στην εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο του ΑΠ, ούτε καν ως υπόθεση εργασίας που ενδεχομένως ανατρέπεται με περαιτέρω συλλογισμούς. Η απλή κίνηση να ζητηθεί από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και κυρίως από την Τράπεζα της Ελλάδος ως ταμία του δημοσίου να ενημερώσει τη δικαιοσύνη για το αν χρησιμοποιήθηκαν και πού τα χρήματα που εισέπραξε το δημόσιο ως δάνεια στο πλαίσιο των δυο προηγούμενων και του τωρινού τρίτου μνημονίου, δεν προκύπτει να έχει γίνει από τα αρμόδια δικαστικά όργανα.
11. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών καλείται τώρα να αποφανθεί, σεβόμενο τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου τόσο στο πεδίο του εθνικού συντάγματος και του εθνικού ποινικού δικαίου όσο και στο πεδίο του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου, για όλα αυτά τα θέματα. Το αναιρετικό βούλευμα του ΑΠ δέχεται ως προς τον ισχύοντα ποινικό κανόνα ότι η καταγραφή του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος από την ΕΛΣΤΑΤ συνιστά βεβαίωση περιστατικού. Εφόσον η βεβαίωση είναι ψευδής είναι ποινικά κολάσιμη, αν συντρέχουν όμως και τα άλλα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος όπως αυτό τυποποιείται στη σχετική ποινική διάταξη.
Η ουσιαστική κρίση περί του αληθούς ή ψεύδους χαρακτήρα της συγκεκριμένης βεβαίωσης εναπόκειται στο Συμβούλιο Εφετών και η κρίση αυτή συνδέεται απολύτως με την ερμηνεία και την ορθή εφαρμογή των σχετικών κανόνων του δικαίου της ΕΕ. Τώρα τίθεται συνεπώς και πάλι το ζήτημα της προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ. Στη συνέχεια τίθεται το καταλυτικό ζήτημα της βλάβης του δημοσίου και μετά το επίσης καταλυτικό ζήτημα του δόλου των κατηγορουμένων. Όλα δε αυτά αφορούν μια υπόθεση που δεν είναι μόνο αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου από τον Άρειο Πάγο αλλά και βέβαιο αντικείμενο ελέγχου από το ΔΕΕ και το ΕΣΔΑ.
Περιοριζόμαστε δε πάντα στην αμιγώς νομική πτυχή της υπόθεσης, χωρίς καμία αναφορά στην πολιτική, αλλά και στην ευρύτερη θεσμική διάσταση της υπόθεσης που αφορά τον σκληρό πυρήνα των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι χάρις στην αναίρεση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών ασχολούμαστε με ένα πολιτικά και ιστορικά εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα που ήρθε και θα μείνει για πολύ στο προσκήνιο καθώς κατέστη αντικείμενο ποινικής δίκης: ποια ήταν η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και πιο συγκεκριμένα το ύψος του δημοσιονομικού και του πρωτογενούς ελλείμματος, το ύψος και η διάρθρωση του δημοσίου χρέους, το μέγεθος του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών το 2009 και ευρύτερα την περίοδο 2007-2009;
Πηγή: Βενιζέλος: Τεστ αντοχής του κράτους δικαίου το νομικό πλαίσιο της υπόθεσης Γεωργίου | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/news/286908/venizelos-test-antohis-toy-kratoys-dikaioy-nomiko-plaisio-tis-ypothesis-georgioy#ixzz4JSqQcirN