Ξημερώματα 25ης Φεβρουαρίου 1973. Η Ελλάδα γιορτάζει τις Απόκριες σε σπίτια, ταβέρνες, μπουάτ, νυχτερινά κέντρα. Ένα από τα πιο γνωστά της εποχής είναι η «Νεράιδα», στη συμβολή Αγίου Μελετίου και Δροσοπούλου στην Κυψέλη. Εκεί που θα γραφεί με αίμα, για ένα τραγούδι, για μια «παραγγελία», η ιστορία της ζωής του Νίκου Κοεμτζή.
Ο γεννημένος το 1938, στην Πιερία, Νίκος Κοεμτζής έχει μόλις εκτίσει ποινή φυλάκισης για μικροκλοπές. Αποφασίζει να βγει και να γλεντήσει, μαζί με τον μικρότερο αδερφό του και δύο κοπέλες. Το κλίμα μυρίζει μπαρούτι από νωρίς, καθώς έρχεται σε λεκτική κόντρα με τον «πορτιέρη» του μαγαζιού. Ωστόσο, η παρέα μπαίνει μέσα. Στη «Νεράιδα» τραγουδούν τότε δύο πασίγνωστα ονόματα της αθηναϊκής νύχτας. Οι Κώστας Καρουσάκης και Παναγιώτης Αθανασιάδης, που έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα δεχτούν «παραγγελιές» απόψε. Ο μικρός αδερφός του Νίκου Κοεμτζή, ο Δήμος, ζητά παραγγελιά τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη. Ο Καρουσάκης λέει στον Αθανασιάδη: «Τάκη, πες τις Βεργούλες, μην μας κάνουν αυτοί καμιά φασαρία, να γλιτώσουμε από δαύτους». Αυτός με το ζόρι λέει από το μικρόφωνο «το επόμενο είναι παραγγελιά».
Ο Δήμος Κοεμτζής σηκώνεται να χορέψει και ο αδερφός του, σε μία γωνία της πίστας, του χτυπάει παλαμάκια. Σε διπλανό τραπέζι βρίσκεται μία παρέα αστυνομικών και χωροφυλάκων. Στην βυθισμένη στο σκοτάδι της δικτατορίας Ελλάδα, η Αστυνομία είναι πιο πάνω από τον νόμο. Ακόμη και τον «νόμο της νύχτας». Δύο αστυνομικοί σηκώνονται στην πίστα και χορεύουν προκλητικά γύρω από τον μικρό αδερφό του Νίκου Κοεμτζή και σπάνε την «παραγγελιά». Εκείνος αντιδρά και εκείνοι τον σπρώχνουν με αποτέλεσμα να πέσει πάνω στα σπασμένα πιάτα, να τραυματιστεί και να σκιστεί το σακάκι του.
Όταν η πίστα γέμισε με αίματα – «Παραγγελιά ρεεεεεεεεε»
Ο αδερφός του βλέπει τι γίνεται, θολώνει, βγάζει μία φαλτσέτα που είχε κρυμμένη στην τσέπη του, ουρλιάζει «παραγγελιά ρεεεεεεεεε» και σε κατάσταση αμόκ ορμάει στην πίστα και «θερίζει» όποιον έβρισκε μπροστά του. Τρείς νεκροί και επτά τραυματίες, ο απολογισμός. Από εκείνο το μακελειό έχασαν την ζωή τους ο υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, 28 ετών, ο αστυφύλακας Δημήτρης-Μιχαήλ Πέγιας, 31 ετών, (αμφότεροι υπηρετούσαν στο Α/Τ Άνω Λιοσίων και ήταν εκτός υπηρεσίας) αλλά και ο φανοποιός Γιάννης Κούρτης, 34 ετών, που επίσης διασκέδαζε με την παρέα των αστυνομικών. Το αιματοβαμμένο σκηνικό δεν διήρκησε περισσότερο από 90 δευτερόλεπτα.
Ο Νίκος Κοεμτζής παίρνει τον Δήμο και εξαφανίζονται από το σημείο της τραγωδίας. Όχι για πολλές μέρες. Λίγα 24ωρά μετά το μακελειό, συλλαμβάνεται στη Δάφνη ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στο εξωτερικό. Όταν τον περικύκλωσαν οι αστυνομικοί, με επικεφαλής τον Παναγιώτη Δρανά, (τους οποίους ειδοποίησε ο άνθρωπος που υποτίθεται πως θα τον φυγάδευε), εκείνος έβγαλε μαχαίρι και τους απειλούσε πως αν δεν τον σκοτώσουν θα τους σκοτώσει. Ο αστυνομικός Κίμων Σωτηρόπουλος τον πυροβόλησε στο πόδι και η καταδίωξη έληξε. Συλλαμβάνεται και κατά την ανάκριση υποστήριξε πως θόλωσε το μυαλό του γιατί νόμιζε ότι θα σκότωναν τον αδελφό του. Καταδικάστηκε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Πατρών στις 29 Μαρτίου του 1996 μετά από 23 χρόνια συνεχούς φυλάκισης, έχοντας περάσει πολύ άσχημα χρόνια.
Πωλούσε τη βιογραφία του για να ζήσει πάμφτωχος…
Μετά την αποφυλάκισή του, πάμφτωχος και χωρίς κανέναν να τον στηρίζει, ο Νίκος Κοεμτζής πουλούσε την αυτοβιογραφία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων και τις Κυριακές στο Μοναστηράκι, υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. Το βιβλίο ξεκινά με τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Αιγίνιο Πιερίας και την κακοποίηση που υπέστη ο πατέρας του απλώς επειδή ήταν κομμουνιστής, όπως και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του, από τους χωροφύλακες, προτού μιλήσει για τις δικές του περιπέτειες και τα σκληρά χρόνια της φυλακής. Σε εκείνο το βιβλίο έγραψε για την ιστορία της Νεράιδας: «Έψαχνα να βρω μια λύση, να διορθώσω το κακό που σκόρπισα… Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα… Κι ούτε τώρα μπορώ, αν και αγωνίζομαι ακόμα… Ως φαίνεται την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου».
Τα χρόνια περνούν και όλοι και λιγότεροι ενδιαφέρονται για την ιστορία του Νίκου Κοεμτζή. Δεν τον γνωρίζουν και τα λεφτά που μαζεύει για να ζήσει είναι όλο πιο λίγα. Το 2009, μετά από μια βραδιά παρουσίασης του βιβλίου του, ο Δήμος Αθηναίων του έδωσε άδεια να το πουλάει στο κέντρο. Έγραψε επίσης ποιήματα από τα οποία φαίνεται, όπως και ο ίδιος είχε δηλώσει, ότι μετάνιωσε για την πράξη του. Δύο χρόνια αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 73 ετών Ο θάνατός του προήλθε από έμφραγμα, που έπαθε την ώρα που πουλούσε βιβλία στο τραπεζάκι του.
Υ.Γ.: Το 1980 η «παραγγελιά» γίνεται ταινία με πρωταγωνιστές τους Αντώνη Αντωνίου (Νίκος Κοεμτζής) και Αντώνη Καφετζόπουλο (Δήμος Κοεμτζής), σε σενάριο, σκηνοθεσία και παραγωγή, Παύλου Τάσιου.